Ζωὴ πῶς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους.
.............................................................
Οἱ δήμιοί σου, καλόγνωμοι, θάνατο δὲν προστάζουν.
Εἶνε κι᾿ αὐτοὶ ἀπ᾿ τοὺς τιμίους σου καὶ τοὺς εὐγενικούς!
Χαμόγελο τὰ χείλη τους καὶ γλυκὸ λόγο στάζουν
κ᾿ ἔχουν κι᾿ ἀγάπη καὶ σκοποὺς ὡραίους καὶ ἱπποτικούς.
Ὤ, ἐμένα τὸ αἷμα μου ἔλειψεν ἀπ᾿ τὴ φριχτὴ ἀγωνία,
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σέρνεται ἡ θηλιὰ
καὶ νὰ μὴ σφίγγη. Ὤ, εὐγενικὴ τῶν δημίων μου μανία,
ἔχω μέσα στὰ στήθη μου σπασμένη τὴν καρδιά.
Ἔχω σπασμένη τὴν καρδιά. Μ᾿ ἔχει ἡ ζωὴ προδώσει
καὶ μοῦ ζητᾶνε νὰ γελάσω ἀθῶα καὶ τρυφερὰ
καὶ νἆναι μέσ᾿ στὰ μάτια μου χαρὰ καὶ λάμψη τόση,
ποὺ νὰ γενῆ στὰ εὐγενικά σας ὄνειρα φτερά.
Ἐγὼ πρέπει ἀπ᾿ τὴ λίγη μου σταγόνα νὰ σᾶς θρέψω
τοῦ αἵματος, ποὺ φαρμάκωσε κι᾿ αὐτὴ μέσ᾿ στὴν καρδιά.
Τὰ φάσματα τῶν πόθων μου λουλούδια νὰ σᾶς δρέψω
καὶ νὰ δεχτῶ σὰ μίαν αὐγὴ τὴν τελευταία βραδιά.
Κι᾿ ἂν ἡ σπασμένη μου καρδιὰ τρίξη στὸ σαρκασμό μου,
κι᾿ ἂν ἀντὶ δάκρι στάξουνε τὰ μάτια μου φωτιά,
θὰ μοῦ ραβδίστε τὸ χυδαῖο κι᾿ ἄπρεπο στοχασμό μου
εὐγενικὰ στυλώνοντας τὴν βλοσυρὴ ματιά.
Ὅμως ἡ βαριὰ μοίρα μου δὲν εἶνε ὁ θάνατός μου.
Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου βόσκουνε πληγὲς ἀπὸ φωτιά.
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ἀνύποπτα, τίμιος θὰ γίνη ἐχθρός μου
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σφίξη τὴ θηλιά!
Ο ΤΡΕΛΛΟΣ
Ἕνας τρελλὸς καθότανε στὴν εἴσοδο
τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μιλοῦσε,
μιλοῦσε βιαστικὰ κι᾿ ὅταν ἀπόσταινε
κάποτε, σκεφτικὰ χαμογελοῦσε.
Μιλοῦσε γιὰ τὴ γνώση, τὴν ὀνόμαζε
τὴν πρώτη ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων.
«Μὰ θὰ μιλήσω ἀπόψε κι᾿ ἂς μὲ δέσουνε,
ξέρω τὰ μυστικὰ τῶν ἅγιων τόπων!
»Ξέρω ὅλο μυστικὰ καὶ γύρω μου ἄφοβα
θὰ τὰ βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ἤμουν τρελλὸς τόσον καιρὸ ποὺ σώπαινα
κι᾿ αὐτὰ μοὔχουν βαρύνει τὸ κεφάλι.
»Φίλε μου νἆσαι ἁπλῶς πολυλογάς
χωρὶς οὐσία, θἆσαι βάρος.
Φρόντιζε νἆσαι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος
καὶ μόνος σου νὰ παίρνης θάρρος.
»Νἄχης καρδιὰ κι᾿ ὅλο νὰ εὐφραίνεται
μ᾿ αἴσθημα καὶ φιλοτιμία,
εἶνε... νὰ καρτερᾶς τὸ θάνατο
καὶ νἄρθη μία λιποθυμία!!!
»Εἶδες ὁ φουκαρὰς ὁ τζίτζικας
ψόφησε ἐχτὲς ἀπὸ εἰλικρίνεια.
Τὰ λέγε ἀληθινὰ κ᾿ ἐπίμονα
καὶ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια.
»Στὸ τέλος ἔσκασε ἀπὸ εὐγένεια
κ᾿ ἐπίσημα κυλίστηκε στὸ χῶμα...
Α φαῦλοι, δὲ θὰ μοῦ τὸ κλείσετε
ποτὲ τ᾿ ἀχρεῖο μου τὸ στόμα!»
Καὶ τἄλεγε τόσο ἤρεμα
τόσο γλυκὰ ἡ ματιά του ἐφωτοβόλει,
γελοῦσε ξαφνικὰ κ᾿ ἔτσι χαρούμενα
σὰ νἄταν ἡ καρδιά του περιβόλι!
.............................................................
Οἱ δήμιοί σου, καλόγνωμοι, θάνατο δὲν προστάζουν.
Εἶνε κι᾿ αὐτοὶ ἀπ᾿ τοὺς τιμίους σου καὶ τοὺς εὐγενικούς!
Χαμόγελο τὰ χείλη τους καὶ γλυκὸ λόγο στάζουν
κ᾿ ἔχουν κι᾿ ἀγάπη καὶ σκοποὺς ὡραίους καὶ ἱπποτικούς.
Ὤ, ἐμένα τὸ αἷμα μου ἔλειψεν ἀπ᾿ τὴ φριχτὴ ἀγωνία,
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σέρνεται ἡ θηλιὰ
καὶ νὰ μὴ σφίγγη. Ὤ, εὐγενικὴ τῶν δημίων μου μανία,
ἔχω μέσα στὰ στήθη μου σπασμένη τὴν καρδιά.
Ἔχω σπασμένη τὴν καρδιά. Μ᾿ ἔχει ἡ ζωὴ προδώσει
καὶ μοῦ ζητᾶνε νὰ γελάσω ἀθῶα καὶ τρυφερὰ
καὶ νἆναι μέσ᾿ στὰ μάτια μου χαρὰ καὶ λάμψη τόση,
ποὺ νὰ γενῆ στὰ εὐγενικά σας ὄνειρα φτερά.
Ἐγὼ πρέπει ἀπ᾿ τὴ λίγη μου σταγόνα νὰ σᾶς θρέψω
τοῦ αἵματος, ποὺ φαρμάκωσε κι᾿ αὐτὴ μέσ᾿ στὴν καρδιά.
Τὰ φάσματα τῶν πόθων μου λουλούδια νὰ σᾶς δρέψω
καὶ νὰ δεχτῶ σὰ μίαν αὐγὴ τὴν τελευταία βραδιά.
Κι᾿ ἂν ἡ σπασμένη μου καρδιὰ τρίξη στὸ σαρκασμό μου,
κι᾿ ἂν ἀντὶ δάκρι στάξουνε τὰ μάτια μου φωτιά,
θὰ μοῦ ραβδίστε τὸ χυδαῖο κι᾿ ἄπρεπο στοχασμό μου
εὐγενικὰ στυλώνοντας τὴν βλοσυρὴ ματιά.
Ὅμως ἡ βαριὰ μοίρα μου δὲν εἶνε ὁ θάνατός μου.
Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου βόσκουνε πληγὲς ἀπὸ φωτιά.
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ἀνύποπτα, τίμιος θὰ γίνη ἐχθρός μου
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σφίξη τὴ θηλιά!
Ο ΤΡΕΛΛΟΣ
Ἕνας τρελλὸς καθότανε στὴν εἴσοδο
τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μιλοῦσε,
μιλοῦσε βιαστικὰ κι᾿ ὅταν ἀπόσταινε
κάποτε, σκεφτικὰ χαμογελοῦσε.
Μιλοῦσε γιὰ τὴ γνώση, τὴν ὀνόμαζε
τὴν πρώτη ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων.
«Μὰ θὰ μιλήσω ἀπόψε κι᾿ ἂς μὲ δέσουνε,
ξέρω τὰ μυστικὰ τῶν ἅγιων τόπων!
»Ξέρω ὅλο μυστικὰ καὶ γύρω μου ἄφοβα
θὰ τὰ βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ἤμουν τρελλὸς τόσον καιρὸ ποὺ σώπαινα
κι᾿ αὐτὰ μοὔχουν βαρύνει τὸ κεφάλι.
»Φίλε μου νἆσαι ἁπλῶς πολυλογάς
χωρὶς οὐσία, θἆσαι βάρος.
Φρόντιζε νἆσαι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος
καὶ μόνος σου νὰ παίρνης θάρρος.
»Νἄχης καρδιὰ κι᾿ ὅλο νὰ εὐφραίνεται
μ᾿ αἴσθημα καὶ φιλοτιμία,
εἶνε... νὰ καρτερᾶς τὸ θάνατο
καὶ νἄρθη μία λιποθυμία!!!
»Εἶδες ὁ φουκαρὰς ὁ τζίτζικας
ψόφησε ἐχτὲς ἀπὸ εἰλικρίνεια.
Τὰ λέγε ἀληθινὰ κ᾿ ἐπίμονα
καὶ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια.
»Στὸ τέλος ἔσκασε ἀπὸ εὐγένεια
κ᾿ ἐπίσημα κυλίστηκε στὸ χῶμα...
Α φαῦλοι, δὲ θὰ μοῦ τὸ κλείσετε
ποτὲ τ᾿ ἀχρεῖο μου τὸ στόμα!»
Καὶ τἄλεγε τόσο ἤρεμα
τόσο γλυκὰ ἡ ματιά του ἐφωτοβόλει,
γελοῦσε ξαφνικὰ κ᾿ ἔτσι χαρούμενα
σὰ νἄταν ἡ καρδιά του περιβόλι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου