Σελίδες

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Aυτά τα δέντρα

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως. 2x

O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο. 2x

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν.

Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο, το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο, όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος,
παράνομη και η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο,
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας, τη φωτογραφία της αγαπημένης μας,
όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς, ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο,
κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν.

Αυγη

Λιόχαρη μεγαλόχαρη
της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί
να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό
και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά
στ' ανώφλι της πατρίδας

αναβαφτιση

Λόγια φτωχά βαφτίζονται
στην πίκρα και στο κλάιμα
βγάζουν φτερά και πέτονται
πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός
της λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά
και σκίζει τους αγέρες

Αν όλα τα παιδιά της γης

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Θα 'ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα 'ρχόνταν τα λουλούδια
θα 'ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ' αγκάλιαζε θαρρώ!

Ακούστε με

Ακούστε με που σας μιλάω,
ακούστε με.
Να μην κοιτάξω μέσα
και το φεγγάρι μια τρύπα
στο κρανίο του κόσμου
Ακούστε με που σας μιλάω,
ακούστε με.
Ακούστε με που σας μιλάω.
Θα πέσετε μέσα στο πηγάδι,
ο ίλιγγος θα πέσει ανάλαφρος.
Θα πέσετε μέσα,
ωραίος,
θα πέσετε μέσα.
ένα μαρμάρινο πηγάδι,
θα πέσετε μέσα,
πηγάδι,
θα πέσετε μέσα.
Βαθύ κρουστό
ίσκιοι,ανάσα,
ίσκιοι σαλεύουν
το πέσιμο,
ίσκιοι σαλεύουν
το φεγγάρι,
τ`ανέβασμα,
ίσκιοι σαλεύουν,
το φεγγάρι,
οι φωνές,
δεν τις ακούτε;

Άιντε και ντε

Άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε ντε
άιντε και ντε

Άιντε το τραίνο πήγαινε
όρθιος ο μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά
μες στη βραδυά
με μπλούζα σα λυκοπροβιά
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε...

Κι όλο στον ουρανό το τραίνο πήγαινε
άιντε και νύχτωνε
πίσω του δάσος ορφανό
άφηνε μιαν ουρά καπνό
στο ματωμένο δειληνό
άιντε ντε

Άιντε και ντε...
μες στην πετσέτα το ψωμί και το κρομμύδι
ώρα για σχόλασμα παιδιά
ένας σπουργίτης μοναχά
τα ψίχουλα τσιμπολογά
άιντε και ντε...

Άιντε και ντε...
άιντε τα τραίνα βούλιαξαν
ένα μονάχο καταμόναχο
έξω απ' τις ράγες πήγαινε
με τους νεκρούς του θερμαστές
και τους νεκρούς εισπράκτορες
μια μαλακιάν ουρά καπνό
άφηνε μες στον ουρανό
μεγάλο δάσος ορφανό
μια μαλακιάν ουρά καπνό
στο μαραμένο δειληνό
άιντε και ντε...

Άιντε και ντε...
κάψα και σίδερο

Να μια, να δυο, να κι άλλη μια
λοστοί ξηνάρια και σφυριά
κι ο δυναμίτης στη βραχόπετρα
στα μάτια σου πέτρα μουγκή
στα μάτια σου πέτρα σκληρή
σπίτι δεν έχτισες εσύ
με τη δουλειά σου τη βαριά
χτίσ' το λοιπόν με την βαρυά
- να δυο, να τρεις να κι άλλη μια
κι ο κόκορας λαλεί μακρυά
άιντε και ντε...

Αγαπημένη

Κοίτα αγαπημένη
πώς σε κοιτάζουν
τα λυπημένα χέρια μου.

Αγαπημένη
κοίτα διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.

Κρατούσαν
ένα λουλούδι σιωπηλό
και παίζαν τρυφερά κι αδέξια
στους ραγισμένους δρόμους.

Αγαπημένη
κοίτα διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.

Χλιαροί και παλλόμενοι

Χλιαροί και παλλόμενοι
σαν το αίμα που πηδάει από μια φλέβα
αρχίσαν να φυσάν οι άνεμοι.
Ακούω τους ανέμους
Αργοπορεί ο σφυγμός
Στις κορφές του Ουλουντζά θα χιονίσει
Και κει ψηλά οι αρκούδες
Μεγαλόπρεπες κι εξαίσιες θα κοιμούνται
Πάνου στ ακόκκινα φύλλα των καστανιών.
Στην πεδιάδα γυμνώνουνται οι λεύκες.
Όπου να'ναι θα κλειστούνε τα μεταξοσκούληκα
Όπου να'ναι θα τελειώσει το χινόπωρο
Όπου να'ναι κι η γη θα ξαναμπεί
μέσα στου τοκετού τον ύπνο.
Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα
Ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγάλης οργής μας
Και της αγίας ελπίδας μας


Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος

το δίχτυ

Πάνω σ' αυτή την όχθη
στο θαλασσινό κατώφλι
η βροχή σαν δίχτυ με τυλίγει
Τις μέρες της βροχής άσπρη σημαία
άσπρη σημαία στο κατάρτι υψώνεται

Βρέχει και ξαφνικά είναι εύκολο
εύκολο το να πεθάνεις
και το ίδιο εύκολο το θάνατο να περιμένεις
το θάνατο να περιμένεις

Ταξιδευοντας

Ανοίγουμε τις πόρτες
κλείνουμε τις πόρτες
δρασκελάμε τις πόρτες
και στο τέρμα του μοναδικού μας ταξιδιού
μήτε πολιτεία μήτε και λιμάνι

Το τραίνο εκτροχιάζεται, το πλοίο ναυαγεί, τ' αεροπλάνο συντρίβεται
Ένα μονάχα επισκεπτήριο στον πάγο χαραγμένο

Αν είχα δικαίωμα, δικαίωμα εκλογής
Να ξαναρχίσω ή όχι τούτο το ταξείδι τούτο το ταξείδι
Θα το ξανάρχιζα, Θα το ξανάρχιζα, Θα το ξανάρχιζα

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ και Γιάννης Ρίτσος

Στηθάγχη

Αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται γιατρέ εδώ πέρα
Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
Με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το Κίτρινο ποτάμι
Κι ύστερα, γιατρέ, την πάσα αυγή
Την πάσα αυγή γιατρέ, με τα χαράματα
Πάντα η καδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.
Κι ύστερα, να, σαν οι φυλακισμένοι γέρνουνε στον ύπνο
Και σβήνουν στο νοσοκομέιο τα τελευταία βήματα
Τραβάει ολόισια, γιατρέ, η καρδιά μου
Τραβάει, γιατρέ, στην Ισταμπούλ, σ'ένα παλιό ξύλινο σπίτι.
Κι ύστερα, δέκα χρόνια τώρα, να, γιατρέ
Που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου να δώσω στο φτωχό λαό μου
Τίποτα πάρεξ ένα μήλο
Ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου.
Κι είναι γιατρέ, απ'αφορμή όλα τούτα
Που μες στα στήθια μου έχω τούτη την αρρώστια
Όμως, γιατρέ, και μ'όλα τα ντουβάρια που μου κάθονται στα στήθια
Κοιτάω τη νύχτα ανάμεσα απ'τα κάγκελα
Κι όλη η καρδιά μου αντιχτυπά και στο πιο μακρινό αστέρι

όπως ο Κερέμ

Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του

Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη


Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ και Γιάννης Ρίτσος

Όμορφο πού’ναι να σε συλλογιέμαι

Όμορφο πού’ναι να σε συλλογιέμαι
Μέσα απ’ τους θορύβους του θανάτου
Και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε
Μέσα απ’ τη φυλακή
Κι έχοντας περασμένα τα σαράντα

Όμορφο πού’ναι να σε συλλογιέμαι
Να το’να χέρι σου
Σ’ ένα ύφασμα γαλάζιο ξεχασμένο
Ξεχασμένο

Και να – να’μαι στα μαλλιά σου
Η ραθυμιά η περήφανη
Της Ινσταμπούλ της γης μου

Όμορφο πού’ναι να σε συλλογιέμαι
Να γράφω λόγια σένα
Να σε κοιτάζω πλαγιασμένος
Έτσι ανάσκελα μες στο κελί μου
Μια λέξη πού΄χες πει
Την τάδε μέρα
Στο τάδε μέρος
Όχι η λέξη η ίδια
Μα αυτός ο τρόπος που είχε
Που είχε μέσα της
Να κλείνει όλο τον κόσμο

Όμορφο πού’ναι να σε συλλογιέμαι
Για σένα θα σκαλίσω ακόμα
Τόσα πράγματα
Θα φτιάξω ένα μικρό κουτί
Ένα δαχτυλίδι
Θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι
Και ξαφνικά πετιέμαι ορθός
Τρέχοντας να χουφτώσω
Του παραθυριού τα κάγκελα
Και να φωνάζω στον γαλάζιο ουρανό
Της λευτεριάς
Όλα μου τα τραγούδια
Πού΄γραψα για σένα

Ο άνεμος κυλάει

Ο άνεμος πηδάει και φεύγει
Ο ίδιος άνεμος ποτέ δεν σαλεύει
Δυο φορές
Το ίδιο κλαδί της κερασιάς
Τα πουλιά τραγουδάνε στα δένδρα
Είναι φτερά που θέλουν να πετάξουν
Εδώ πέρα η πόρτα είναι κλεισμένη
Πρέπει να τηνε ρίξω
Πρέπει να σε δω αγαπημένη μου
Α να’ναι ωραία η ζωή όπως εσύ
Α να’ναι να’ναι φίλη
Να΄ναι αγαπημένη όπως εσύ
Το ξέρω ακόμα δεν τελείωσε
Της δυστυχίας το συμπόσιο
Μα θα τελειώσει

Ξελάσπωσε το Μέλλον

Το μέλλον δε θα ρθεί
από μονάχο του έτσι νετο-σκετο
αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς
από τα βράγχια κομσομόλε άρπαξέ το
απ'την ουρά του πιονιέροι κι εσείς


Πόλεμος δεν είναι μόνο όπως θαρρείς εσύ
να λες ναι - ναι στα μέτωπα με βολές πολυβόλου
της φαμίλιας του σπιτικού η επίθεση
για μας μικρότερη απειλή δεν είναι διόλου

Η κομμούνα δεν είναι μια βασιλοπούλα
του παραμυθιού που λες
για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές
μέτρησε καλοσκέψου σημάδεψε
και τράβα βήματα τα βήματα
έστω και πάνω σε μικροζητήματα

Δεν είναι μόνον ο κομμουνισμός στη γη
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα
είναι και μες στο σπίτι
στο τραπεζάκι εμπρός
στις σχέσεις στη φαμίλια
στην καθημερινή ρουτίνα



Στίχοι: Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι και Γιάννης Ρίτσος

Μονάκριβή μου

Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα
πάει να σπάει το κεφάλι μου
σβήνει η καρδιά μου

Αν σε κρεμάσουν θα σε χάσω θα πεθάνω
Θα ζήσεις καλή μου θα ζήσεις
η ανάμνησή μου μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο

Θα ζήσεις αδερφή
με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ένα χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα

Ο θάνατος ένας νεκρός που τραμπαλίζεται
στην άκρη ενός σχοινιού
σε τούτο εδώ το θάνατο
δεν αντέχει η καρδιά μου

Μα να 'σαι σίγουρη πολυαγαπημένη μου
απ' το μαύρο και μαλλιαρό
το χέρι κάποιου φουκαρά ατσίγγανου
περάσει στο λαιμό μου τη θηλειά

Άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια
του Ναζίμ να δουν το φόβο
στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου κι εσένα

Και δε θα πάρω μαζί μου
κάτω απ' το χώμα
παρά μόνο την πίκρα
ενός ατέλειωτου τραγουδιού

Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά
με τα μάτια πιο γλυκά απ' το μέλι
τι κάθισα και σου 'γραψα
πως ζήτησαν το θάνατό μου

Η δίκη μόλις άρχισε
δε κόβουν δα και στα καλά καθούμενα
έτσι το κεφάλι ενός ανθρώπου
σαν να 'τανε γογγύλι

Έλα έλα μη μου σκας
όλα αυτά 'ναι μακρινά ενδεχόμενα
έλα και μη ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου
δεν κάνει να 'χει μαύρες έννοιες




Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ και Γιάννης Ρίτσος

Μ΄όλη μου την φωνή

Μεις, με τη δόξα, θα λογαριαστούμε αλλιώς –
δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει –
ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
ο σοσιαλισμός
που εδραιώσαμε στη μάχη.
Απόγονοι,
ελέγξετε καλά τα λεξικά σας :
μες απ’ τη Λήθη
θ’ αναδυθούν
φάσματα λέξεις σαν αυτές :
«πορνεία»,
«φυματίωση»,
«αποκλεισμός», όχι άλλες.
Για σας,
τους σβέλτους
και γερούς, για δες,
ο ποιητής
έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ
τις φθισικές ροχάλες.
Όσο μακραίνει
των χρόνων η ουρά,
τόσο θα μοιάζω
με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Άντε, λοιπόν, συντρόφι,
να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει
με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου
κέρδος δε μου’φεραν
ούτε ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι
έπιπλα λεία,
κι εξόν από φρεσκοπλυμένο
ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής
δεν έχω τίποτ’ άλλο χρεία.
Όταν θα παρουσιαστώ
στου φωτεινού σας
μέλλοντος
την κεντρική επιτροπή
θα’ ρθω, πάνω απ’ τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων
σα μπολσεβίκικη ταυτότητα
κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί
όλως μου των
κομματικών βιβλίων.


Στίχοι: Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι και Γιάννης Ρίτσος

Κατά τις λάμψεις πέρα

Κατά τις λάμψεις πέρα
Εκεί τραβάει
Η άσφαλτος στρωμένη τούτη η στράτα
Τις αγελάδες τα καμιόνια
Τις μπαρκάρουν τρεις
Ήρεμος τραμπαλίζεται
Ο λαιμός τους και βαρύς

Τρεις τρεις μες στα καμιόνια
Τις μπαρκάρουνε τις αγελάδες
Πιτσιλωτές, πυρόξανθες ή μαύρες
Μα να τους εξηγήσεις δεν μπορεί
Γλώσσα καμία
Πως είν’ μεσάνυχτα
Και πως τις πάνε στα σφαγεία

Η πιο όμορφη θάλασσα

Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.

Κι ό, τι πιο όμορφο,
Κι ό, τι πιο όμορφο θα ‘θελα να σου πω,
Δε στο 'πα ακόμα, δε στο 'πα ακόμα.

Η πιο όμορφη θάλασσα ...

Τις πιο όμορφες μέρες, ...

Κι ό,τι πιο όμορφο ...

Ένα κρεβάτι εκστρατείας

Είναι το κρεβάτι του
Ένα κρεβάτι εκστρατείας
Από δω κάθε πρωινό
Ξεκίναε για τον δρόμο του
Εδώ κάθε βραδάκι
Έβγαζε τα βρεμένα του παπούτσια
Στο προσκεφάλι του
Είναι αραδιασμένα τα βιβλία του
Ανοίγω ένα ένα τούτα τα βιβλία
Πάνου στις αράδες
Βλέπεις τις αυλακιές από τα χέρια του
Τ’ασπρο βουρτσάκι των δοντιών
Και το σαπούνι κάτασπρο
Απάνου στο περβάζι του παράθυρου
Είναι δικά του
Η ναυτικιά του μπλε φανέλα
Με τα μανίκια δίχως χέρια
Σταυρωτά στο στήθος
Είναι απλωμένη στο κρεβάτι

Είναι το κρεβάτι του
Ένα κρεβάτι εκστρατείας
Το γκρίζο Κυριακάτικο κασκέτο του
Κρέμεται εκεί στον τοίχο
Κι ένα εισιτήριο κατακαίνουριο του τραίνου
Βλέπεις να σέρνεται στο πάτωμα αφημένο

Για την ζωή

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος
Δίχως απ' όξω ή από πέρα να προσμένει τίποτα
Δε θα'χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ'έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ' αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα'χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ'τη ζωή δεν είναι

Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σα να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά

Απερίγραπτη λένε,

Απερίγραπτη λένε, η φτώχεια της Ισταμπούλ
Η πείνα θερίζει τους ανθρώπους
Βουλιάζουν λένε στο χτικιό
Κι οι κοπελίτσες, έτσι λένε,
Στα θεωρεία του σινεμά και στα χαλάσματα

Άσχημα τα νέα για την μακρινή μου πολιτεία
Την πολιτεία των τίμιων τω εργατικών
Και των πτωχών ανθρώπων
Για την αληθινή μου Ισταμπούλ
Την πολιτεία που μένεις πολυαγαπημένη μου
Την πολιτεία που κουβαλάω
Πάνω στους ώμους μου
Μες στο σακί μου
Από εξορία σε εξορία
Από φυλακή σε φυλακή
Την πολιτεία που’χω στην καρδιά μου
Σαν ένα μαχαίρι σαν την εικόνα σου
Μέσα στα μάτια μου

Αν με τη μεσολάβηση

Αν με τη μεσολάβηση
Του καινούριου του παραγγελιοδόχου
Η πολιτεία μου η Ινσταμπούλ
Μού’στελνε ένα κουτί
Από κυπαροσόξυλο
Κουτί νυφιάτικο
Κι αν τ’άνοιγα έτσι
Κάνοντας να κουδουνίζει
το μικρό καμπανάκι της κλειδαριάς
Να δυο τόπια υφάσματα
Δυο ζευγάρια πουκάμισα
Άσπρα μαντήλια κεντημένα
Με κλωστή ασημένια
Άνθη λεβάντας
Μέσα σε μικρά τούλινα σακουλάκια
Κι εσύ
Αν έβγαινες κι εσύ μέσα από εκεί
Θα σ’ έβαζα να κάτσεις
Άκρη άκρη στο κρεβάτι μου
Θα’βαζα κάτου απ’τα πόδια σου
Το λυκίσιο μου το δέρμα
Και θα’μενα μπροστά σου
Με τα χέρια μου δεμένα
Και σκυμμένο το κεφάλι
Θα σε κοιτούσα τότες τι χαρά
Θα σε κοιτούσα μαγεμένος
Πόσο όμορφη είσαι Θεέ μου
Αχ πόσο όμορφη
Ο αγέρας και το νερό της Ινσταμπούλ
Μες στο χαμόγελό σου
Όλη η ηδονή της πολιτείας μου
Μες στο βλέμμα σου
Ω Σουλτάνα μου ω αφέντρα μου
Κι αν μ’άφηνες
Κι αν ο Ναζίμ Χικμέτ ο σκλάβος σου τολμούσε
Θα’ταν σάμπως ν’ανάσαινε και να φιλούσε
Όλη την Ινσταμπούλ στο μάγουλό σου
Όμως φυλάξου φυλάξου
Έλα σιμά μου
Μου φαίνεται πως αν το χέρι σου
Άγγιξε το χέρι μου
Θα σωριαζόμουνα νεκρός
Στο τσιμεντένιο πάτωμα

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Μαλαισιανά τραγούδια




XVII

Είμαι το ρυάκι σου
που μέθυσε με δυόσμο

Σκύψε πάνω μου
για να σου μοιάσω

Κολύμπησε μέσα μου
να νιώσεις πως τρέμω

Φάε τα ψάρια μου
να μ’ αφανίσεις

Πιες με
να με στερέψεις

Αγάπησέ με
Θα σε συντρέξω να πνιγείς

XX
Στο φιλί σου πιο βαθύ κι απ’ το θάνατο
νιώθω τη λύσσα σου να ξαναμπείς στη γη

να γυρίσεις πίσω στο χάος σου

Λιώνεις
χάνεσαι
σύννεφο πέφτεις
ποτάμι τρέχεις στη θάλασσά σου
Κι σάρκα μου σε δέχεται σαν ένα μνήμα

XXV
Σκεπάστηκα με εφτά πέπλα
για να με ξεσκεπάσεις
εφτά φορές

Μυρώθηκα μ’ εφτά μύρα
για να με μυρίσεις
εφτά φορές

Σου είπα εφτά ψέματα
για να με αφανίσεις
εφτά φορές

"ECCE HOMO"




Ναι! Ξέρω από πού σέρνω!
Αχόρταγος, της φλόγας όμοιος,
καίγομαι και λειώνω.
Φως γίνεται ό,τι αγγίξω,
καρβουνο αυτό που αφήνω:
φλόγα είμαι, χωρίς άλλο!


ΟΝΕΙΡΟ ΖΗΛΙΑΣ





Περπατούσα μ' εσένα και μια άλλη κυρία
Σε άλσος πυκνοφυτεμένο, το μουρμουριστό γρασίδι
Διέτρεχε με τα δάχτυλά του την όλο μαντέματα σιωπή μας
Και τα δέντρα άνοιξαν σ' ένα σκιερό
Απρόσμενο ξέφωτο, εκεί καθίσαμε.
Θαρρώ η αγαθότητα του φωτός μας είχε συνταράξει.
Μιλούσαμε για τον πόθο και το αίσθημα της ζήλιας,
Η κουβέντα μας, ένα άνετο μονοκόμματο ένδυμα
Ή ένα άσπρο τραπεζομάντιλο εκδρομής, απλωνόταν
Σαν ένα βιβλίο καλών τρόπων μέσα στην άγρια φύση.
"Δείξε μου", είπα στη συντροφιά μας, "αυτό
Που τόσο λαχταρώ, το μοβ άστρο του στήθους σου".
Κι εκείνη συναίνεσε. Ω! ούτε τούτοι οι στίχοι
Ούτε η φρονιμάδα μου, αγάπη, μπορούν να γιατρέψουν το
πληγωμένο σου βλέμμα.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ





Ούτε ο τρόμος ούτε η ελπίδα ακολουθούν
το ζώο που πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος περιμένει
Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα.
Πολλές φορές έχει πεθάνει
Πολλές φορές σηκώθηκε ξανά.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος περήφανος
Με ανθρωποκτόνους αντιμέτωπος
Εμπαίζει
Της αναπνοής το φθίνεμα
Το θάνατο γνωρίζει ώς το μεδούλι
Ο άνθρωπος δημιούργησε το θάνατο.

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

ΒΕΝΤΑΛΙΑ........................................



ΒΕΝΤΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΤΗΣ


Ω βεντάλια από λευκό μετάξι,
διάφανη σαν την παγωνιά πάνω σε φύλλα χλόης,
Κι εσένα ακόμα παραπέταξαν.


ΤΣ’ΑΪ ΤΣΙ’Χ

Πέταλα πέφτουν στην πηγή
πορτοκαλιά φύλλα από ρόδα,
Και η ώχρα τους κολλάει πάνω στην πέτρα.



Σ’ ΕΝΑ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ

Τ’ όραμα εκείνων των προσώπων μες στο πλήθος·
Πέταλα σε υγρό, σκούρο κλωνάρι.


ΤΟ ΚΑΛΟΝ

Και στα όνειρά μου ακόμα με απαρνήθηκες
Και μου ‘στειλες μονάχα τις θεραπαινίδες σου.

Η ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΗ ΛΙΜΝΗ





Ένα έλατο τη νύχτα

Όταν κανείς δεν το προσέχει

Γίνεται βάρκα

Χωρίς κουπιά και μπράτσα.

Κάποτε κάποτε ακούς

Τον παφλασμό που κάνει

Και το νερό τραντάζεται τριγύρω του.

ΒΡΑΔΥ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ









Βγαίνει το φεγγάρι.

Στη λεωφόρο είναι ακόμα

μέρα, ένα βράδυ που πέφτει γοργά.

Αδιάφορη νεολαία αγκαλιάζεται σφιχτά·

εκτρέπεται σε ευτελείς στόχους.

Κι είναι η σκέψη

του θανάτου που, στο τέλος, σε βοηθάει να ζήσεις.

Tο ανθισμένο Locust



Μέσα
στο
πράσινο
άκαρπο
γερασμένο
λαμπερό
σπασμένο
κλαδί
έλα
λευκέ
γλυκέ
Μάη
πάλι

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

ΓΚΙΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ
1880-1918




Ένα κλωνάρι από ρεικιά στο χέρι μου ριγεί

Να το θυμάσαι το φθινόπωρο το πεθαμένο

Δε θα ξαναϊδωθούμε πια ποτέ σ’ αυτή τη γη

Πικρή ευωδιά της εποχής κλωνάρι της ρεικιάς

Και να θυμάσαι πως εγώ σε περιμένω

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

μαϊμού

Κάποτε, σ' ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού,
δίνοντας μια πολύχρωμη, μεταξωτή γραβάτα
σ' έναν αράπη, μια μικρή αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηρία γεμάτα.

Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη
μα σαν πέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ωμό μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Στα πόρτα τις αγόραζα μπανάνες και γλυκά
κι έξω μ' ένα μικρό σκοινί την έβγαζα δεμένη
κι αφού σ' όλα καθόμασταν και πίναμε τα μπαρ
στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι.

Κάποια φορά που πήγαινα μαζί της σκεφτικός
εξέφυγ' απ' τα χέρια μου χαρούμενη και πάει.
Είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: Να σιωπάει.
Μα είχε κι απ' την ύπουλη καρδιά της γυναικός.

Εσμεράλδα

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές

ενα μαχαιρι

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
-όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες-
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ' Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.
ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις.»
-Πόσο έχει; - Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ΄το.

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ' έκαμε και το 'καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Ο πιλότος Νάγκελ

Ο Νάγκαλ Χάρμπορ, Νορβηγός πιλότος στο Κολόμπο,
άμα έδινε κανονική πορεία στα καράβια
που φεύγαν για άγνωστους και μακρινούς λιμένες,
κατέβαινε στη βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος.
Με τα χοντρά τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ένα παλιό χωμάτινο τσιμπούκι,
και σε μια γλώσσα βορινή σιγά μονολογώντας
έφευγε μόλις χάνονταν ολότελα τα πλοία.

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογιζόταν τη μακρινή του χώρα
και τα νησιά που 'ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.
Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το Steamer Tank « Fjord Folden »
όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν...

Νανούρισμα για μωρά και γέρους

Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μιά χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ' τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

Όξω απ' τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ' αχαμνά του.

Τονε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ' ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ' αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει.
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και παει για τη Μπομπάη.

Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.
Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το 'σκασε νύχτα με μουσώνα
μ' όλο το βιός σε μιά κασώνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.

Μαραμπού

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

Μαρέα

Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά
το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες
Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες
του Chagall άλογα – τσίρκο του Seurat

Πυξίδα γέρικη – ataxie locomotrice –
και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα
Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κι οι τρεις
να λύσει τ' άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα

Της τραμουντάνας τ' άστρο, τ' άστρα του Νοτιά
παντρεύονται με πορφυρόχρωμους κομήτες
Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες
παίξαν του Σέσωστρη την κόρη στα χαρτιά

Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες
μας πρόδωσε μ' ένα πνιγμένο του Νορόνα

Πουλιά στα ξάρτια – καραντί – στεργιανή ζάλη
χελιδονόψαρα – πνιγμένου δαχτυλίδι
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγγελάνου οι παπαγάλοι

Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ' αστεία

Καφάρ

Να ζείς στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ' το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.

Αλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι το ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.

Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν' ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες.

Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.

Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.

Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,
κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.

Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά -
κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία κι αυτά τάχουν νοθέψει.

ιδανικός κι ανάξιος εραστής

θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Πρόσθεσις



Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω.
Πλην ένα πράγμα με χαράν στο νου μου πάντα βάζω
που στην μεγάλη πρόσθεση, την πρόσθεσή των που μισώ,
που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ' εγώ εκεί
απ' ταις πολλαίς μονάδες μια.
Μες στ' ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα
κι αυτή η χαρά μ' αρκεί.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Σαμ Ελ Νεσίμ



Το ωχρόν μας Μισίρι
με βέλη ο ήλιος πλήρη
πικρίας και πείσματος καίει και δέρει,
και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.

Το γλυκύ μας Μισίρι
εν μία γελαστή πανηγύρει
μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,
και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.

Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ την άνοιξιν αγγέλλει,
της εξοχής πανήγυρις αθώα.
Κενούτ’ η Aλεξάνδρεια, κ’ οι δρόμοι οι πυκνοί της.
Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ να εορτάση θέλει
ο αγαθός Aιγύπτιος και γίνεται σκηνίτης.

Aπό παντού εξέρχονται τ’ αθρόα
των φιλεόρτων τάγματα.
Πληρούται το Γκαμπάρι
και η γλαυκή, ρεμβώδης Μαχμουδία.
Το Μεξ, το Μωχαρέμβεη,το Pάμλιον πληρούνται
και αμιλλώντ’ αι εξοχαί τα πλείστα τις θα πάρει
κάρρα, εφ’ ων πλήθη λαού ευδαίμον’ αφικνούνται

(εν σοβαρά ησύχω ευθυμία.

Διότι ο Aιγύπτιος και εις το πανηγύρι
διατηρεί την σοβαρότητά του.
Μ’ άνθη κοσμεί το φέσι του· αλλά το πρόσωπόν του
είν’ απλανές. Μονότονον ασμάτιον μορμύρει,
χαρούμενος. Κέφι πολύ έχ’ εις τον λογισμόν του,
ολίγιστον εις τα κινήματά του.

Δεν έχει το Μισίρι μας πλουσίαν πρασινάδα,
δεν έχει ρύακας τερπνούς ή βρύσεις,
δεν έχει όρη υψηλά και με σκιάν ευρείαν.
Aλλ’ έχει άνθη μαγικά, πύριν’ από την δάδα
του Φθα πεσόντα· πνέοντα άγνωστον ευωδίαν
μύρα, εν οις λιποθυμεί η φύσις.

Εν μέσω κύκλου θαυμαστών θερμών επευφημείται
γλυκύς μογάννι φήμης ευρυτάτης,
Εν τη τρεμούση του φωνή ερωτικαί οδύναι
στενάζουσι· το άσμα του πικρά παραπονείται
κατά της ελαφράς Φατμά ή της σκληράς Εμίνε,
κατά της Ζέναπ της πονηροτάτης.

Με τας σκηνάς τας σκιεράς και το ψυχρόν σερμπέτι
διώκονται ο καύσων και η σκόνη).

Φεύγουν αι ώραι ως στιγμαί, ως ίπποι εσπευσμένοι
εν πεδιάδι ομαλή, και η λαμπρά των χαίτη
επί της πανηγύρεως φαιδρώς εξαπλωμένη
το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ χρυσώνει.

Το ωχρόν μας Μισίρι
με βέλη ο ήλιος πλήρη
πικρίας και πείσματος καίει και δέρει,
και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.

Το γλυκύ μας Μισίρι
εν μια γελαστή πανηγύρει
μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,
και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.

τα παράθυρα



Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαριές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για να βρω τα παράθυρα.
Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θά 'ναι παρηγορία.

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τα βρω.
Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θά 'ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Ήλιε παίζεις μαζί μου



Ήλιε παίζεις μαζί μου
κι όμως δεν είναι τούτο χορός,
η τόση γύμνια αίμα σχεδόν
γι άγριο κανένα δάσο.

Σήμαντρα ακούστηκαν
κι ήρθαν οι μαντατοφόροι.
Δεν τους περίμενα
λησμονημένη κι η λαλιά τους.

Ξεκούραστοι, φρεσκοντυμένοι
κρατώντας κάνιστρα τους καρπούς.
Θαύμασα και ψιθύρισα:
"Μ' αρέσουν τα αμφιθέατρα".

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Απόσπασμα.....

Ασφαλισμένοι στ` Αλαβάστρινά τους Δώματα-
Ανέγγιχτοι απ` το πρωινό-
Κι ανέγγιχτοι απ` το μεσημέρι-
Κοιμώνται οι πράοι εταίροι της Ανάστασης,
Ατλάζινοι Δοκοί και Στέγη Πέτρινη-

Θριαμβικά περνούν τα Χρόνια,
Πάνω τους μες στο Μισό Φεγγάρι-
Σύμπαντα λαξεύουνε τα Τόξα τους-
Και Στερεώματα - κωπηλατούν-
Διαδήματα - κατρακυλάν-
Και Δόγηδες - παραδίνονται-
Σιωπηλά σα Σημάδια,
Σ` ένα Δίσκο Χιονιού.

Δεν πέρασα το Θάνατο

Δεν πέρασα το Θάνατο να πάρω,
και μού `κανε ο ίδιος την τιμή.
στην άμαξα καθίσαμε μονάχα
εμείς κι η μετά θάνατον ζωή.

Βραδύναμε, εκείνος δεν βιαζόταν,
κι εγώ από τα έργα και τους κόπους
κι απ` την ανάπαυλα μου είχα πλέον
παραιτηθεί, για τους καλούς του τρόπους.

Περάσαμε εκεί που τα παιδιά
στο διάλειμμα παλεύαν του σχολείου,
περάσαμε τα ατενή σπαρτά,
και πέρα από τη δύση του ηλίου-

κι ο ήλιος μας προσπέρασε. Κι η δρόσος
έφερνε παγωνιά κι ανατριχίλα-
αράχνης είχα φόρεμα, και τούλι
γύρω στους ώμους που έτρεμαν σαν φύλλα.

Σταθήκαμε μπροστά σε κάποιο σπίτι,
Που έμοιαζε μ` εξόγκωμα στη γη.
Μόλις που διακρινόταν η σκεπή του,
το γείσωμά του έμπαινε στη γη.

Πάει καιρός πολύς, μα εκείνη η μέρα
μοιάζει πολύ μακρύτερη για μένα,
που κοίταξα και είδα των αλόγων
στραμμένα τα κεφάλια στους αιώνες

Έχω τον τίτλο της συζύγου,

Έχω τον τίτλο της συζύγου, δίχως όμως
να`χω την άδεια καθώς ορίζει ο Νόμος.
Σκληρή μου δόθηκε, πικρή κι άδικη μοίρα.
«Βασίλισσα του Γολγοθά»για τίτλο πήρα,

κι όλα είναι βασιλικά, εκτός το στέμμα,
κι ο αρραβώνας, δίχως λίγωμα στο βλέμμα
που ο Θεός σε κάθε θηλυκό χαρίζει,
όταν το κράτημα του άλλου χεριού γνωρίζει.

Διαμαντικό με το διαμαντικό ταιριάζει
και το χρυσάφι, το χρυσάφι αγκαλιάζει.
Η γέννηση, ο αρραβώνας και κατόπι
δυο-τρία μέτρα από του σάβανου το τόπι.

Τριλπή μια νίκη σε μια μέρα να `ναι, φτάνει.
«Ο άντρας μου», λεν οι γυναίκες με στεφάνι
μ`ένα σκοπό που κι η ψυή τους τραγουδάει.
Να `ναι ο τρόπος, τάχα, αυτός; Ποιός μου απαντάει

Το μυστήριο του πόνου

Ο πόνος μοιάζει με άγραφο χαρτί.

Αδυνατεί να θυμηθεί

πότε άρχισε να υπάρχει, ή αν υπήρξε

μέρα που να μην υπήρχε.



Δεν έχει ορίζοντα άλλο απ’ τον εαυτό του.

Τα βασίλειά του τ’ απέραντα εσωκλείουν

το παρελθόν του, το φωτισμένο ν’ αντιλαμβάνεται

νέες περιόδους πόνου.

Το Νερό, μαθαίνεται απ’ τη δίψα

Το Νερό, μαθαίνεται απ’ τη δίψα.

Η Στεριά – απ’ το αρμένισμα στα Πέλαγα.

Η Έκσταση – απ’ την οδύνη –

Η Ειρήνη, απ’ των πολέμων της το χρονικό –

Η Αγάπη, απ’ του τάφου το ανάγλυφο –

Τα Πουλιά, απ’ το χιόνι.

Έμιλυ Ντίκινσον :

Έμιλυ Ντίκινσον

Έμιλυ Ντίκινσον :Η βασίλισσα του Γολγοθά. Σήμερα θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες της Δύσης.
«Η βασίλισσα του Γολγοθά»
Emily Dickinson (1830 - 1886)
Σήμερα θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες (αν όχι η μεγαλύτερη) ποιήτριες της Δύσης, αλλά το έργο της παρέμεινε άγνωστο όσο ζούσε και άρχισε να γίνεται σταδιακά γνωστό κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα ποιήματά της παρέμειναν αδημοσίευτα από δική της επιλογή και μόνο ένα μικρό μέρος ήταν γνωστό στον κύκλο της. Η ποίησή της έχει έντονα προσωπικό χαρακτήρα που κάνει σχεδόν αδύνατη την ένταξή της σε κάποια σχολή ή λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ποιήματά της δεν έβαζε τίτλους, γι` αυτό καταχωρούνται με τους αριθμούς που τους έδωσαν αυτοί που πρώτοι ανέλαβαν την έκδοση του έργου της μετά το θάνατό της. Η έρευνα γύρω από το έργο της συνεχίζεται και η βιβλιογραφία πυκνώνει, ενώ μεγάλη δυσκολία παρουσιάζει η ερμηνεία του. Σε αυτό το άρθρο θα παρουσιάσουμε ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία που βοηθούν να στοιχειοθετήσουμε τη δική μας ερμηνεία για το έργο της και θα κάνουμε επίσης μία αναφορά στα βιβλία που κυκλοφορούν στα ελληνικά και τα οποία μπορεί να μελετήσει ο αναγνώστης.

Η Έμιλυ Ντίκινσον γεννήθηκε το 1830 στο Άμερστ, μια μικρή πόλη δυο χιλιάδων πεντακοσίων κατοίκων κοντά σε δάσος στην πολιτεία της Μασαχουσέτης. Ο πατέρας της ήταν επιτυχημένος δικηγόρος και ένα διάστημα είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον. Η μητέρα της ήταν μία νοικοκυρά που ζούσε στη σκιά του. Είχε έναν αδελφό μεγαλύτερο, τον Ώστιν και μία αδελφή μικρότερη, την Λαβίνια. Μεγάλωσε σε ένα αυστηρά καλβινικό περιβάλλον, όπου ο πατέρας ήθελε τα παιδιά του να διαβάζουν μόνο τη Βίβλο. Τα πρώτα βιβλία τα έφερνε στο σπίτι ένας μαθητευόμενος του πατέρα της, που τα έκρυβε σε ένα θάμνο δίπλα στην πόρτα. Μετά το πρώτο της βιβλίο η Έμιλυ αναλογίστηκε: «Να, τι είναι το βιβλίο, λοιπόν! Και υπάρχουν ακόμα ένα σωρό!» Φοίτησε σε προτεσταντικά σχολεία με εξαιρετικούς δασκάλους, όμως ήταν ώριμη από παιδί και έδειξε από νωρίς την ανεξαρτησία πνεύματος που τη χαρακτήρισε σε όλη της τη ζωή. Ήδη από τα δεκατρία της χρόνια αρνούνταν να πηγαίνει στις θρησκευτικές τελετές δημόσιας μετάνοιας, ομολογίας πίστης και τόνωσης του χριστιανικού φρονήματος, τα revival. Στα δεκαεφτά της, όταν πήγε στο πουριτανικής γραμμής παρθεναγωγείο Mout Holyoke, ένοιωσε να απειλείται η εσωτερική της ελευθερία.[1] Παρόλα αυτά η χριστιανική πνευματικότητα έπαιξε τεράστιο πόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, όχι όμως σαν συμμόρφωση και υποταγή, αλλά σαν προσωπικός στοχασμός και προβληματισμός.

Ερωτεύθηκε άνδρες που ήταν αδύνατο να παντρευτεί ή να έχει ερωτική σχέση μαζί τους (γιατί ήταν ήδη παντρεμένοι και ζούσαν σε άλλα μέρη μακρυά, ώστε μόνο η αλληλογραφία να είναι δυνατή), με αποτέλεσμα και το πάθος να διατηρεί και να μην χρειαστεί να κάνει συμβιβασμούς για να αρέσει ή να ικανοποιήσει. Έζησε όλη της τη ζωή στο μεγάλο πατρικό σπίτι μαζί με την αδελφή της που έμεινε κι αυτή ανύπαντρη, διαβάζοντας ασταμάτητα βιβλία και γράφοντας ποιήματα:



Έχω τον τίτλο της συζύγου, δίχως όμως

να`χω την άδεια καθώς ορίζει ο Νόμος.

Σκληρή μου δόθηκε, πικρή κι άδικη μοίρα.

«Βασίλισσα του Γολγοθά»για τίτλο πήρα,



κι όλα είναι βασιλικά, εκτός το στέμμα,

κι ο αρραβώνας, δίχως λίγωμα στο βλέμμα

που ο Θεός σε κάθε θηλυκό χαρίζει,

όταν το κράτημα του άλλου χεριού γνωρίζει.



Διαμαντικό με το διαμαντικό ταιριάζει

και το χρυσάφι, το χρυσάφι αγκαλιάζει.

Η γέννηση, ο αρραβώνας και κατόπι

δυο-τρία μέτρα από του σάβανου το τόπι.



Τριλπή μια νίκη σε μια μέρα να `ναι, φτάνει.

«Ο άντρας μου», λεν οι γυναίκες με στεφάνι

μ`ένα σκοπό που κι η ψυή τους τραγουδάει.

Να `ναι ο τρόπος, τάχα, αυτός; Ποιός μου απαντάει;[2]



Τα ποιήματά της όσο κι αν είναι μερικές φορές σκοτεινά ή βαριά από άποψη θεματολογίας, έχουν μια παιγνιώδη διάθεση, ένα κέφι παιδικό. Η Έμιλυ Ντίκινσον κατάφερε να διασώσει το παιδί που ήταν, να μη το σκοτώσει με αντάλλαγμα την κοινωνική επιτυχία, στην οποία αντιστάθηκε με απαράμιλλο θάρρος. Άντεξε το σταυρό της γεροντοκόρης, της κοινωνικά απομονωμένης και το χειρότερο απ` όλα, της ποιήτριας που τα ποιήματά της θεωρούνται απαράδεκτα. Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η εμπειρία του θανάτου στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται είναι αυτή η αναχώρηση από τον κόσμο, η χριστιανική απάρνηση του εαυτού, το θάψιμο του ατομικιστικού-ναρκισσιστικού εγώ, χάριν της πνευματικής ανάπτυξης. Αγνόησε όλες τις υποδείξεις που της έγιναν για να γίνουν τα ποιήματά της αποδεκτά από περιοδικά και ανθολογίες της εποχής και συνέχισε να γράφει όπως την ικανοποιούσε εκείνην. Γιατί στα ελάχιστα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, της άλλαζαν τις ομοιοκαταληξίες, ολόκληρες λέξεις, της «συμμόρφωναν» δηλαδή το ποίημα που η πρωτοτυπία του προκαλούσε αμηχανία. Κλείστηκε κι αυτή στον εαυτό της και ακολούθησε το δικό της γούστο αναπτύσσοντας τις πρωτοποριακές της τεχνικές, σπάζοντας το ρυθμό όπως η ίδια αισθανόταν, ταιριάζοντας μη ολοκληρωμένες ομοιοκαταληξίες, τελειώνοντας τους στίχους με παύλες, αρχίζοντας με κεφαλαίο γράμμα όποια λέξη ήθελε να τονίσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτη αυτή οδήγησε την αγγλική ποίηση στον ελεύθερο στίχο. Ακόμα έσπασε τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες όπου έκρινε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για την οικονομία του ποιήματος, άφησε τον εαυτό της τελείως ελεύθερο ποιητικά, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει, δεν περίμενε την επιβεβαίωση κανενός, ώστε έφτασε τελείως μόνη της στην περιοχή της νεωτερικότητας που οι άλλοι θα έφταναν πολύ αργότερα.

Αφέθηκε μονάχα στην καθαρά πνευματική εμπειρία του ποιήματος, αυτό που η ίδια ονομάζει «έκσταση». Ανεπηρέαστη από τη γνώμη των πολλών και ελεύθερη από κάθε υστεροβουλία, μπόρεσε να δημιουργήσει μία τελείως προσωπική ποίηση, τόσο πρωτοποριακή, που αργά αργά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα άρχισε να αναγνωρίζεται και είναι μόλις το 1994 που ο μέγας και πολύς Χάρολντ Μπλουμ τη χαρακτήρισε ως τη «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης»[3] Είναι χαρακτηριστικό νομίζω το παρακάτω ποίημα όπου βάζει την αφοσίωσή της στην ομορφιά σε ίση μοίρα με την έως θανάτου αφοσίωση των μαρτύρων στην αλήθεια:



449



Πέθανα για την ομορφιά

και μπαίνοντας στο χώμα

ακούω κάποιον ν` ακουμπούν

σε πλαϊνό μου δώμα.



Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»

«η ομορφιά» του είπα

«για την αλήθεια πέθανα»

είπε «κι είμαστε αδέρφια».



Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς

μιλήσαμε, ωσότου

βρύα ήρθαν στα χείλη μας

κι έκρυψαν τ` όνομά μας. [4]



Ο άξονας θνητότητα-αθανασία διαπερνάει ολόκληρη την ποίησή της. Η άμεση και διαρκής μνεία της θνητότητας στα ποιήματά της, αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «μνήμη θανάτου», επιτυγχάνει να δώσει μια μεταφυσική-πνευματική διάσταση στα πιο καθημερινά και οικεία πράγματα. Το λεξιλόγιο της αποτελούν εικόνες της καθημερινής ζωής του χωριού, στο σπίτι, στην τριγύρω φύση και αναφορές στα διαβάσματά της. Έτσι μετατρέπει τις λέξεις αυτές σε μία συμβολική-μεταφορική γλώσσα, με την οποία δηλώνεται όχι πια η καθημερινή-κοινή εμπειρία, αλλά η έκσταση που αισθάνεται η ποιήτρια μπροστά στο φαινόμενο της ζωής.



[712]

Δεν πέρασα το Θάνατο να πάρω,

και μού `κανε ο ίδιος την τιμή.

στην άμαξα καθίσαμε μονάχα

εμείς κι η μετά θάνατον ζωή.



Βραδύναμε, εκείνος δεν βιαζόταν,

κι εγώ από τα έργα και τους κόπους

κι απ` την ανάπαυλα μου είχα πλέον

παραιτηθεί, για τους καλούς του τρόπους.



Περάσαμε εκεί που τα παιδιά

στο διάλειμμα παλεύαν του σχολείου,

περάσαμε τα ατενή σπαρτά,

και πέρα από τη δύση του ηλίου-



κι ο ήλιος μας προσπέρασε. Κι η δρόσος

έφερνε παγωνιά κι ανατριχίλα-

αράχνης είχα φόρεμα, και τούλι

γύρω στους ώμους που έτρεμαν σαν φύλλα.



Σταθήκαμε μπροστά σε κάποιο σπίτι,

Που έμοιαζε μ` εξόγκωμα στη γη.

Μόλις που διακρινόταν η σκεπή του,

το γείσωμά του έμπαινε στη γη.



Πάει καιρός πολύς, μα εκείνη η μέρα

μοιάζει πολύ μακρύτερη για μένα,

που κοίταξα και είδα των αλόγων

στραμμένα τα κεφάλια στους αιώνες.[5]



Τα βιβλία τα οποία μελετούσε η Ντίκινσον ήταν βασικά η Βίβλος και ο Σαίξπηρ στα οποία ξαναγύριζε πάντοτε, αλλά μελέτησε συγχρόνως τους Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία. Από τους Αμερικανούς: Έμερσον και Θορώ, Χώθρον, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, την ποιήση του Ουίτμαν). Από τους Άγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντγουέρθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα όμως τους Μπράουνιγκ (έγραψε τουλάχιστον δύο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Έλιοτ (δύο ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη της), την Έμιλυ και τη Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» (Ιminatio Christi) του γερμανού μυστικού Thomas a Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό και απόλυτο: απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε την ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα). Στους τοίχους του δωματίου της είχε προσωπογραφίες της Έλιοτ και της Μπράουνιγκ.[6]

Κάθε πρωί ο πατέρας διάβαζε στην οικογένεια μία περικοπή της Βίβλου. Και ήταν αυτός που χάρισε στη δωδεκάχρονη Έμιλυ το δικό της αντίτυπο. Η Αγία Γραφή «θα είναι η πρώτη μυθολογία» (Warren 1963). Είναι το υλικό που τροφοδοτεί τα ποιήματά της με ιδέες, εικόνες, θέματα. Οικειοποιείται το ιερό κείμενο, το τροποποιεί, ανοίγει διάλογο μαζί του, κάποτε χαριτολογώντας. Συχνά υποδύεται βιβλικά πρόσωπα (Εύα, Ιουδήθ, Ρεβέκκα) ή ονομάζει τον εαυτό της «βασίλισσα του Γολγοθά». Από τη παλαιά Διαθήκη τα βιβλία που ξεχώριζε ήταν η Γένεση, η Έξοδος, οι Ψαλμοί, ο Ησαίας και από την Καινή τα Ευαγγέλια, ιδιαίτερα του Ματθαίου, η Α΄ προς Κορινθίους, η Αποκάλυψη, αν και τα παραθέματα καλύπτουν όλο το εύρος της Αγίας Γραφής.[7]



124

Ασφαλισμένοι στ` Αλαβάστρινά τους Δώματα-

Ανέγγιχτοι απ` το πρωινό-

Κι ανέγγιχτοι απ` το μεσημέρι-

Κοιμώνται οι πράοι εταίροι της Ανάστασης,

Ατλάζινοι Δοκοί και Στέγη Πέτρινη-



Θριαμβικά περνούν τα Χρόνια,

Πάνω τους μες στο Μισό Φεγγάρι-

Σύμπαντα λαξεύουνε τα Τόξα τους-

Και Στερεώματα - κωπηλατούν-

Διαδήματα - κατρακυλάν-

Και Δόγηδες - παραδίνονται-

Σιωπηλά σα Σημάδια,

Σ` ένα Δίσκο Χιονιού. [8]



Η ποίηση της έχει χαρακτηριστεί «επιθανάτια» από το Διονύση Καψάλη, ο οποίος πολύ σωστά συσχετίζει το θάνατο με την αθανασία: «Η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, όλη σχεδόν επιθανάτια, πραγματεύεται, κατά τρόπο εξωφρενικά διαυγή κάποτε, την αθανασία για την οποία δικαιούνται ίσως να μιλούν ακόμα οι άνθρωποι - ή δεν δικαιούνται.[...] Η αθανασία της, σφυρηλατημένη πάνω στην πραγματικότητα του θανάτου, δεν είναι αίτημα ή θεολογικό αξίωμα. Είναι μια επώδυνη υπόθεση εργασίας για την κατανόηση του φυσικού κόσμου και όρος της συνάφειάς του με τον ανθρώπινο νου. Δύσκολα θα βρει κανείς στον δυτικό κόσμο ποίηση τόσο βαθιά αλληλέγγυα με τον πόνο της θνητότητας...» [9] Εκείνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι αυτή η εγγύτητα με την επίγνωση του θανάτου μπορεί να επιτευχθεί επειδή ο θάνατος προσεγγίζεται μέσα από την προοπτική της Ανάστασης:



1338



Κι όμως ο Χρόνος συνεχίζεται -

Το λέω χαρούμενη σ` όσους πονάνε τώρα -

Θα ζήσουν -

Υπάρχει Ήλιος -

Δεν το πιστεύουν τώρα -



Το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίηση της Ντίκινσον είναι αυτό που πρέπει να εξεταστεί περισσότερο, γιατί εκεί κατά τη γνώμη μου βρίσκεται το κλειδί για την κατανόησή της. Αν και από νωρίς κράτησε αποστάσεις από την επίσημη θρησκεία, η άρνηση αυτή δεν την οδήγησε στην απόρριψη και την άρνηση, αλλά ακολουθώντας χωρίς συμβιβασμούς τον εσωτερικό της δρόμο με το δικαίωμα που έχει ο ποιητής να εξερευνά τον εσωτερικό του κόσμο και έχοντας ως οδηγό την έμπνευση, κατόρθωσε να να ξεπεράσει όλα τα εξωτερικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του χριστιανισμού και να φτάσει στη βίωση της πνευματικότητας, απαρνούμενη τον «κόσμο» σαν τους ασκητές και δεχόμενη τη χάρη της έμπνευσης. Δεν είναι τυχαίο νομίζω ότι το βιβλίο που τόσο βαθιά την επηρέασε σε νεαρή ηλικία, η «Μίμηση Χριστού» είναι το μόνο σύγχρονο βιβλίο που συνιστά στα πνευματικά της παιδιά η γερόντισσα Γαβριηλία μαζί με το ευαγγέλιο και τους πατέρες της Εκκλησίας. [10] Προφανώς αυτό το βιβλίο ξεπερνά τους διαχωρισμούς των δογμάτων και αγγίζει το βαθύτερο νόημα του χριστιανισμού, όπως συμπυκνώνεται στη διδασκαλία του Χριστού και όπως μόνο οι άγιοι τον πραγματώνουν.



995



Που έχασα τα Πάντα, Μ` εμπόδισε

Να χάσω Πράγματα μικρότερα.

Αν δε φαινόταν κάτι μεγαλύτερο

Από την Εκτροπή ενός Κόσμου από έναν Άξονα

Ή από του Ήλιου τον Αφανισμό

Τόσο μεγάλο δε θάταν βέβαια

Που να σηκώσω εγώ το βλέμμα απ` τη δουλειά μου

Για περιέργεια. [11]



Ευτυχώς από πέρσι άρχισαν να εκδίδονται βιβλία με ποιήματά της και στα ελληνικά. Πρώτα κυκλοφόρησαν 27 ποιήματα στην πολύ προσεγμένη και άρτια αισθητικά μετάφραση του Διονύση Καψάλη, ο οποίος διαλέγει κάθε λέξη σαν ένα πολύτιμο λίθο που θα βάλει σε ένα μοναδικό κόσμημα. Το βιβλίο αυτό που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις «΄Αγρα» και έχει τον τίτλο «Το μέγα ύδωρ» αποτέλεσε την πρώτη εμφάνιση ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον στα ελληνικά.

Φέτος, σαν να δόθηκε μία επιτάχυνση, εκδόθηκαν «44 ποιήματα και 3 γράμματα» σε μετάφραση Ερρίκου Σοφρά από τις εκδόσεις «Το ροδακιό». Οι μεταφράσεις αυτές συνοδεύονται από εκτενείς σημειώσεις και κατατοπιστικό σχολιασμό, βιβλιογραφία καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Είναι εμφανές ότι ο Ερρίκος Σοφράς δούλεψε συστηματικά για να μας μυήσει στον κόσμο της ποιήτριας.

Επίσης φέτος, κυκλοφόρησε και μία επιλογή από ερωτικά ποιήματα της Ντίκινσον με τίτλο «Αγάπη» σε μετάφραση Άννας Δασκαλοπούλου από τις εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος. Το τεύχος αυτό περιλαμβάνει 58 ποιήματα με σύντομη βιογραφία και βιβλιογραφία και απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, καθώς περιλαμβάνει αποκλειστικά ερωτικά ποιήματα ή ποιήματα που μπορούν να εκληφθούν ως ερωτικά, (μια και η ποίηση της Ντίκινσον είναι πολυεπίπεδη). Η μεταφράστρια καταφεύγει σε ποιητικούς τρόπους που δίνουν την εντύπωση του παρωχημένου (εύκολες ομοιοκαταληξίες, επιλογές λέξεων από μια δημοτική που κανένας δεν χρησιμοποιεί πια και φαίνονται σαν ξεπερασμένοι ποιητικοί τρόποι. Παρόλα αυτά, αν θέλει κανείς να εξερευνήσει την «αγεωγράφητη ήπειρο», όπως ονομάζει την ποίηση της Ντίκινσον η καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας κ. Λίζυ Τσιριμώκου [12] , τα διαβάζει κι αυτά παραβλέποντας αυτές τις ατέλειες, αφού έχει υποψιαστεί πια το μέγεθος της Ντίκινσον.

Το καλύτερο θα ήταν μια δίγλωσση έκδοση, για να μπορεί ο αναγνώστης να έχει μια επαφή με το πρωτότυπο και να βοηθιέται από τη μετάφραση. Γιατί τελικά όσο πιο πολλές μεταφράσεις διαβάσει κανείς του ίδιου ποιήματος, τόσο πιο κοντά έρχεται στο ίδιο το ποίημα και συγχρόνως καταλαβαίνει ότι ο μεταφραστής που τον έφερε τόσο κοντά σ`αυτό το ποίημα, ταυτοχρόνως τον απομακρύνει.