Σελίδες

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

η τρελή ροδιά

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μεσ’ στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Πότε θλιμμένη και πότε γκρινιάρα, πεστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ’αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ’άρμενα ψηλά στον διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

η παναγια των κοιμητηριων

Πέτρες εήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα

Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ' όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε

Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα 'κανα παραγγελιά
Τις πόρτες,τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου

Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ' άσπρα μνήματα

Έλα κυρά και Παναγιά
με τ' αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στον Θάνατο


η μπαλαντα του στρατιωτη

Την ώρα που ο λεβέντης
στον πόλεμο κινούσε
η αγαπημένη του έκλαιγε
και τον παρακαλούσε:

-Μακριά στη μάχη σαν βρεθείς
καλέ μου, έχε το νου σου
φυλάξου από τη μάνητα
κι απ' το σπαθί του οχτρού σου.

Μπροστά πολύ μην προχωρείς
πίσω μην απομένεις
μπροστά φωτιά, πίσω φωτιά
καταμεσής να μένεις.

Μονάχα ξέρει ο μεσιανός
να τρέξει να πηδήξει
κι αυτός μονάχα σπίτι του
μια μέρα θα γυρίσει.


η μαγια

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.

-Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.

-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.

-Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
-Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά 'σαι ο άντρας τ' ουρανού.

Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ' αποχαιρετά.


επεσα για να κολυμπησω

Λάμπει τ' ασημί του σπάρου
μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
το τραγούδι της Σαπφώς

Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
μες στην άσπρη κάμαρά μου

Κωπηλάτες του θανάτου
να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
σαν νησάκι που κοιμάται

Και βουές γεμίζει μόνον
στους αιώνες των αιώνων

Έντιμο αίμα

Τα παιδιά ξεχύνονται στους κάμπους,
οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια.
Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση.



Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Γεια σου, μωρέ ποτάμι

Γεια σου, μωρέ ποτάμι, οπού 'βλεπες χαράματα
παρόμοιο τέκνο του θεού, μ' ένα κλωνί ρογδιάς
στα δόντια να ευωδιάζεται απ' τα νερά σου
κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του.


Ανοίγω το στόμα μου

Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν' ακούν των ερώτων τα θαύματα.


Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Μάννα μου Ελλάς

Δεν έχω σπίτι πίσω για να ρθω
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα

Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρενες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς



Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας

Γύρνα φτερωτή του μύλου

Γύρνα φτερωτή του μύλου να περάσει το νερό,
μέριασε θολό ποτάμι να 'ρθει το συμπεθεριό,
έβγα στ' άσπρο σου μπαλκόνι φεγγαράκι μου χρυσό.

Τραγουδάνε τα νιογάμπρια και περνάν τον ποταμό,
λάμπει στο χορτάρι η πάχνη, φτάνει το συμπεθεριό.
Μέλι θα γιομίσει τώρα κάθε μύγδαλο πικρό.

Γύρνα φτερωτή του μύλου να περάσει το νερό
κι απ' τον ποταμό που λάμπει να 'ρθει το συμπεθεριό,
έβγα στ' άσπρο σου μπαλκόνι φεγγαράκι μου χρυσό.


Άσπρο περιστέρι

Όποιος πόνεσε μέσα στη ζωή
όποιος έκλαψε σαν μικρό παιδί
τώρα τίποτα πια δε σου ζητά
μόνο στ' όνειρο θα σ' αναζητά

Άσπρο περιστέρι μεσ' τη συννεφιά
μου 'δωσες το χέρι να 'χω συντροφιά
άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό
κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ

Όταν σήκωσα το βαρύ σταυρό
μου παράγγειλες να 'ρθω να σε βρω
κι όταν δάκρυσα σαν την Παναγιά
ήταν άνοιξη και Πρωτομαγιά

Άσπρο περιστέρι μεσ' τη συννεφιά
μου 'δωσες το χέρι να 'χω συντροφιά
άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό
κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Αφιέρωμα (Δημοτική)
Απρόσωπη ποίηση
Απρόσωπη Ποίηση (Δημοτική)


Η ποίηση έχοντας βαθιά τις ρίζες της, ακόμα από την αρχαιότητα, είναι η πρώτη μορφή τέχνης με την οποία εκφράστηκε ο άνθρωπος. Ήταν ο μόνος τρόπος να καταθέσει μια πλειάδα συναισθημάτων, τα οποία προξενούσαν εξωτερικοί παράγοντες, και αργότερα συναισθηματικοί, ανάλογα τα ερεθίσματα και την ψυχική σφαίρα του δημιουργού. Η Δημοτική ποίηση φέροντας αρκετά στοιχεία από την αρχαιότητα(στην ρίζα της), αναπτύχθηκε από απλούς και άγνωστους ανθρώπους, σύμφωνα πάντα με την λαϊκή αντίληψη και αισθητική.
Η Δημοτική ποίηση, και κατά το πλείστον το Δημοτικό τραγούδι, αναπτύχθηκαν σε κοινωνίες με κλειστή οικονομία, κυρίως σε αγροτικές και ορεινές περιοχές που δεν είχαν μεγάλη δυνατότητα επικοινωνίας μ΄ άλλους τόπους και πολύ περισσότερο με άλλους λαούς. Οι κάτοικοι απόμακρων ορεινών περιοχών ανέπτυξαν περισσότερο τον προφορικό λόγο, της δημοτικής ποίησης, κυρίως βάση των καιρικών συνθηκών, της ιδιαιτερότητας των διαφόρων δυσκολιών επιβίωσης, καθώς και της οικογενειακής παράδοσης. Οι «καμπίσιοι» με την σειρά τους, πιο «ανάλαφροι», δημιούργησαν την δική τους ιστορία στην δημοτική ποίηση, βασιζόμενοι πάντα στις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας στην οποία ζούσαν. Η ύπαρξη μιας ορισμένης πολιτιστικής παράδοσης, που ωστόσο ήταν παρούσα και η ύπαρξη διαφόρων επαγγελμάτων, όπως…του πεταλωτή, του παραμυθά, του γανωτή, της υφάντρας, της μαμής, του βαγενά, του μυλωνά , του τσέλιγκα κ.λ.π. ήταν πηγές έμπνευσης και βασικά στοιχεία, που ενέπνεαν τους ποιητές.
Εδώ, θα πρέπει να σημειώσουμε την διαφορετικότητα των τοπικών διαλέκτων, ανά την Ελληνική επικράτεια. Τις βαθιές γλωσσικές διαφοροποιήσεις, που δέχτηκαν κατά τις κατακτητικές περιόδους, που έζησαν, και όχι μόνο. Κρατώντας πάντα λέξεις η εκφράσεις με τις ρίζες τους να βρίσκονται στα αρχαία ελληνικά, και λατινικά. Ασφαλώς η διαφορετικότητα των διαλέκτων προ-υπήρχε , ανάλογα την γεωγραφική κατοικία τους, καταγωγή, και ιδιομορφία του προφορικού λόγου, και των διαφόρων ονομασιών που έδιναν.
Οι Ενετοί, επηρέασαν σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, τα Ελληνικά παράλια, και πολύ περισσότερο τα Επτάνησα, τα οποία δεν είχαν υποστεί καν την Τουρκική κατοχή. Αντίθετα οι Τούρκοι επηρέασαν ένα μεγάλο βαθμό την Βόρεια, Ηπειρωτική, Κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησο, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της νησιωτικής χώρας. Η Κρήτη, Κύπρος, Μυτιλήνη, Χίος, κ.λ.π. βαθύτατα επηριασμένες σε μια κραματική διάλεκτο, η οποία έχει την ρίζα της στα αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Τουρκικά και σε τοπικές εκφράσεις, ανάλογα πάντα τα ήθη, έθιμα, τον τόπο και τον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων.
Σήμερα υπάρχει μια πλειάδα βιβλίων, γραμμένα και αφιερωμένα στις διάφορες τοπικές ελληνικές διαλέκτους, σε μορφή ετυμολογικών και επιξηγηματικών λεξικών.
.Πχ.
-Αντώνιος Ξανθινάκης- Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης..
Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό λεξικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος
-Μπάμπης Κουβέλης- Αθήνα 1999
Λεξικό του Ξηρομέρου.
-Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών- Αθήνα 1888
Το Χιλιακόν Γλωσσάριον (Χίος) του Α.Γ. Πασπάτη.
-Διονύσιος Πανταζάτος.- Μάιος 2000 δεύτερη επανέκδοση
Κεφαλονίτικη και Θιάκια Ντοπιολαλιά.
-Παναγιώτης Βεργωτής, έκδοση 1821
Γλωσσάρι Κεφαληνίας.
-Ηλίας Τσιτσέλης, Φιλ. Συλ. Παρνασσού 1876
Γλωσσάριον Κεφαλονιάς, και ανατύπωση το 1973 από τον Νότη Καραβία.
-Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, 1909
Ηπειρώτικον Γλωσσάριον του Π. Αραβαντινού.
-Ανδρέας Ι. Καλαντζάκος, επανέκδοση 2000
Λεξικό Ρουμελιώτικης Λαϊκής Γλώσσας.
-Νίκος Ηλ. Κατσαρός- εκδόσεις Σιδέρη 1995
Οι Αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσιάνικου Λόγου. Κλπ.
Μελετώντας έχουμε την δυνατότητα της σύγκρισης ορισμένων λέξεων, ανά τοπικές διαλέκτους, που παρά την μεγάλη χιλιομετρική απόσταση, μεταξύ τόπων, και χώρων, καθώς και τρόπου διαβίωσης, βλέπουμε να επαναλαμβάνονται, με μια μικρή ηχητική προφορική, ή γραμματική αλλοίωση, κρατώντας εις βάθος το νόημα της λέξης-έκφρασης. Στα νησιά Άνδρο και Τήνο, βρίσκουμε λέξεις ιταλικής καταγωγής, από το 1200μχ. Με τον τρομερό λοιμό όμως, ο οποίος κτύπησε την Αττική το 1500, βλέπουμε μια ολική μετακίνηση των Αρβανιτών από Ραφήνα, προς Άνδρο και Τήνο. Οι κάτοικοι υπέστησαν μεγάλες επιμειξίες εκείνες τις περιόδους. Για να φτάσουμε σήμερα, και να έχουμε την Άνδρο χωρισμένη σε 3 διαφορετικά μέρη. Την Αρβανίτικη Άνδρο. (προς την πλευρά της Ραφήνας ιδιαίτερα στο Γαύριο και την Χώρα.) Την Βενετσιάνικη Άνδρο, προς το Αιγαίο. Και τέλος τα Ορεινά χωριά, πιστά στην τοπική Ανδριώτικη Διάλεκτο. Η Άνδρος κρατάει έναν σταθερό Λαογραφικό πολιτισμό, περίπου 80 χρόνια τώρα.
Οι ρίζες της Δημοτικής ποίησης-τραγούδι, βρίσκονται στις αρχές του Ελληνισμού.
Ενώ οι ιστορικές αρχές τους, τοποθετούνται στο Βυζάντιο, τον 9ο, με 10ο αιώνα. Το «Δημοτικός» σημαίνει λαϊκός, κρατώντας κάτι από την αρχαία σημασία. Η ποίηση-τραγούδι, διακρίνεται σε προσωπική και σε απρόσωπη(Δημοτική). Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και στην Νεοελληνική.
Αυτό το οποίο θα πρέπει να τονιστεί, είναι, πως κάθε ποιητής ξεχωριστά έχει το δικό του ποιητικό «πιστεύω» και σαφώς την δική του ποιητική έκφραση. Ο Ν.Γ.Πολίτης διαίρεσε,( και όπως είναι γνωστό η διαίρεση την οποία έκανε, έγινε κατά το πλείστον η πιο αποδεκτή), την δημοτική ποίηση-τραγούδι σε κατηγορίες. Ακριτικά, Παραλογές, Ιστορικά, Κλέφτικα, Ερωτικά η της αγάπης, Νυφιάτικα, της ξενιτιάς, Μοιρολόγια η του Χάρου, Κάλαντα, Βαΐτικα, Ναναρίσματα, Βλάχικα, Εργατικά, Καμπίσια, Περιγελαστικά και τέλος Γνωμικά. Ο Στίλπων Κυριακίδης, βασίστηκε στην εσωτερική τους δομή. Δηλαδή, αν είναι τραγούδια με υπόθεση η όχι, και τα διακρίνει σε δύο κατηγορίες, η μία περιλαμβάνει τα διηγηματικά, (παραλογές, ακριτικά, ιστορικά, ριμάδες), και η άλλη «κυρίως άσματα». Δηλαδή όλα τα υπόλοιπα. Ο Αλέξης Πολίτης πιστεύει πως… < τα κλέφτικα είναι «τραγούδια» που πρώτο-δημιουργήθηκαν στις αρχές ή στα μέσα του 18ου αιώνα στη Ρούμελη και είναι κυρίως αρματολικά> Φυσικά δημιουργήθηκαν όπου έδρασαν κλεφταρματολοί. Πελοπόννησο, Στερεά, Θεσσαλία, Ήπειρος και σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας. Τα κλέφτικα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.(κύκλους). Σε αυτά που εξυμνούν τα κατορθώματα και την ζωή του κλέφτη(αρματολού), και σε αυτά που αναφέρονται σ΄ ένα ορισμένο πρόσωπο. Στην πρώτη ομάδα επικρατεί το λυρικό στοιχείο, ενώ η δεύτερη, είναι αρχαιότερη και επικρατεί κυρίως το επικό στοιχείο. Πολύ αργότερα, μετά τα χρόνια της επανάστασης, η μορφή άλλαξε και προσαρμόστηκαν στους «ληστές». Έτσι έχουμε τα Ληστρικά. Ο Α. Πολίτης πιστεύει ότι αποτελούν παρακμή του είδους. Τους εδώθηκε διαφορετική ονομασία, από ιστορική διάκριση μια και ουσιαστικά συνεχίζουν τα κλέφτικα, ως προς την μορφή, και όχι, ως προς το πνεύμα, ενώ κατά βάθος δεν αποτελούν κανένα ξεχωριστό είδος. Κατά τον Γ. Αποστολάκη. < Τα κλέφτικα τραγούδια είναι πολύ απλά χτισμένα. Ο Δημοτικός ποιητής δεν σοφίζεται ούτε φαντασιώνεται ψεύτικες ιστορίες, ή τέχνες για να τραγουδήσει> Γ. Αποστολάκης- Το κλέφτικό τραγούδι- Εστία 1950. Ο Αλέξης Πολίτης τα θεωρεί « Λιγόστιχα, χωρίς καμία ιδιότυπη δομή». Ωστόσο ακόμα και σήμερα ορισμένα είδη δημοτικής ποίησης εξακολουθούν να βρίσκονται σε ακμή, διατηρώντας ζωντανή την Ελληνική Παράδοση, στις ρίζες της .Σε πολλά μέρη της Ελλάδος η σπιρτάδα αυτή παραμένει ανεξίτηλη. Στην Κρήτη οι γνωστοί «ριμάρηδες» στην Κύπρο οι « ποιηταράδες» και στην Μάνη ολοζώντανο το μοιρολόι.
Εξακολουθεί να είναι ζωντανή και να αναπτύσσεται η ιστορική ποίηση, ακόμα και στις ημέρες μας, με θέματα από την Νεότερη Ελληνική Ιστορία. Μάχη της Κρήτης, Κατοχή, Αντίσταση, Δικτατορία του 1967, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον Κυπριακό αγώνα,. Έχουν γραφτεί αλλά και συνεχίζονται να γράφονται χιλιάδες ιστορικά ποιήματα « Παλαιστίνια Μάνα» , με αφορμή την φρίκη των πολέμων ανά τους αιώνες.
Η Δημοτική ποίηση, είναι πολύ απλά χτισμένη, μέσα από τα μάτια και την ψυχή του ποιητή, ο οποίος δεν χρειάζεται φανταστικά ερεθίσματα. Απλά, περιγράφει αυτό το οποίο ο ίδιος ζει την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τα πλησιάζει με την πρώτη κονδυλιά ακόμα, από την εισαγωγή στο ποίημα του. Κάτι πολύ συνηθισμένο είναι να περάσει την αφήγηση στο στόμα της ίδιας της φύσης, δίνοντας λαλιά στα πουλιά, στα ζώα εν γένει και ακόμα στα άψυχα, όπως, βράχος, πέτρα, Πλάτανος, κλπ. Αρχίζει με περιγραφή τοποθεσίας και περνά ταυτόχρονα στις λεγόμενες «άστοχες ερωτήσεις». Δεν μπαίνει στην διαδικασία της περιγραφικής λεπτομέρειας, αποφεύγει να επεξηγεί το συγκεκριμένο γεγονός, δεν το περιγράφει, μα ούτε και το διευκρινίζει, απλά προσπαθεί κατά το μέτρο δυνατό, να παρουσιάσει ολοζώντανο το επεισόδιο την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, που γίνεται. Το ζωντάνεμα της στιγμής το πετυχαίνει με την ακρίβεια της περιγραφής και την απλότητα της έκφρασης. Με την επανάληψη ή προσφώνηση Κυρίων ονομάτων, τοπωνυμιών, ή του ίδιου του πρωταγωνιστή. Με μεγάλη χρήση ουσιαστικών, τα οποία είναι πάντοτε συγκεκριμένα και δεν αναφέρονται σε καμία περίπτωση σε έννοιες, αλλά σε αντικείμενα. Συνεχή και ειδική χρήση του επιθέτου, το οποίο βγαίνει από το ουσιαστικό. Να τοποθετεί πρώτα απ΄ όλα την γενικότερη έννοια στον στίχο μπροστά, πάντα από την ειδικότερη, έτσι ώστε να καταφέρνει να μεγαλώνει την ένταση της παραστατικότητας της εικόνας στο δεύτερο ημιστίχιο. Να καταφέρνει κατά το μέτρο δυνατό, να δίνει την δυνατότερη ακρίβεια, στα πρόσωπα, ονόματα, τοποθεσίες, ζώα, φυτά, ονόματα πρωταγωνιστών, ή ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται.

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ
Φωνή ΄πε. Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος.
Στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλικαρά και μορφονιέ γειά σου καλέ, χαρά σου.
Ακου! Νησιά στεριές της γης, εμάθαν τα΄ονομά σου.


Θα πρέπει να σκύψουμε με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον, πάνω από όσα κατά καιρούς έχουνε δηλώσει, μεγάλα ονόματα της Λογοτεχνίας, καθώς και μελετητές γλωσσολόγοι, Ιστορικοί, Καθηγητές Πανεπιστημίων και τέλος απλοί άγνωστοι άνθρωποι, που ωστόσο μένουν πιστοί στην Ελληνική παράδοση και στις ρίζες της γλώσσας μας, για τη Δημοτική ποίηση-τραγούδι.

Γ.ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
« Ο λαϊκός ποιητής περισσότερο από τα αισθήματα, την σκέψη, ή την πράξη του ήρωα του, νοιάζεται για την ζωντανή στιγμή.
Η Λαϊκή δηλαδή τέχνη, δεν πηγαίνει να παραστήσει βαθύτερα τα αισθήματα, ή ορμητικότερη την πράξη, παρά γυρεύει με κάθε τρόπο να ζωντανέψει τη στιγμή του χρόνου όπου φανερώνονται τα αισθήματα και η πράξη του ήρωα».

Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ (για το Ακριτικό τραγούδι).
«Κάθε τρία τετράστιχα μια πινελιά, μια νοσταλγία, ένα διαβατάρικο αίσθημα, προβληματισμός. Όλα πιασμένα στο χορό που χόρευαν αλαφροπάτημα οι ίαμβοι, βαριά και χτυπητά οι ανάπαιστοι, στο δωδεκάρσυτο χορό».

Ο. ΕΛΥΤΗΣ
« Η αγροτική φάση, πέρασε στη βιομηχανική, το χωριό στην πολιτεία, ο χριστιανός στον άπιστο. Κοινοτοπίες που αν είχαν την ίδια σημασία του αναπότρεπτου για το πνεύμα, όση έχουν για την καθημερινή μας ζωή, θα έπρεπε η μορφή του Λαϊκού ποιητή να γίνει αναζωογονητικός αέρας. Δεν έγινε.»
« Κάτεχε! Ότι μονάχα εκείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του, θα ΄χει μεθαύριο μερτικό δικό του, στον ήλιο».

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ
«…..¨Ήλθε μια μέρα ας πούμε ο Μιστριώτης και μας είπε..<τούτο δεν είναι ευγενικό, το άλλο δεν αρμόζει στους προγόνους>
Και τι μας συνεβούλευσε;
Να ρίξομε την μισή μας γλώσσα, άχρηστη στην θάλασσα. Τα ίδια κι ο Ψυχάρης έκανε, για την άλλη μισή.
<Εις το ποτάμι φώναξε κι αυτός, πρέπει να ρίξομε την μισή μας γλώσσα.>
Όλα αυτά είναι γελοία….
Την γλώσσα μας πρέπει να την μελετήσουμε γιατί δεν την ξεύρομε. Έχει κρυμμένους μέσα της θησαυρούς. Και τι θησαυρούς!!
Η έννοια μας πρέπει να είναι πως θα την πλουτίσομε, πώς θα φέρομε στο φως αυτό, που κρύβει εκείνη μέσα της».


Ο Ελληνισμός είχε για φυλαχτό του πάντα τον ζωοδότη ήλιο, με την δύναμη και το φως του ξόρκιζε το κακό. Αυτός ο ήλιος υπάρχει ακόμα και σήμερα, όπως πολύ σωστά πίστευε και ο….

Ο. ΕΛΥΤΗΣ
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
Γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο ΄Ήλιος ζει;
Κι όλ΄ αποκρίνονται μαζί.
-Ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει.


Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η πληθώρα των διαφορετικών εξωτερικών ερεθισμάτων (ξενόφερτες συνήθειες), η τρομερή κινητικότητα των πληθυσμών, οι νέες συνθήκες επιβίωσης, αναγκαστικά τοποθετούν την λαϊκή παιδεία σε ελάσσονα μοίρα. Και όλα αυτά μαζί, γίνονται τα βασικά αίτια του μαρασμού της Δημοτικής ποίησης.



Σοφία Τομαρά

ΑΠΟ ΤΟ lexima.gr

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Αφιέρωμα (Δημοτική)
Απρόσωπη ποίηση
Απρόσωπη Ποίηση (Δημοτική)


Η ποίηση έχοντας βαθιά τις ρίζες της, ακόμα από την αρχαιότητα, είναι η πρώτη μορφή τέχνης με την οποία εκφράστηκε ο άνθρωπος. Ήταν ο μόνος τρόπος να καταθέσει μια πλειάδα συναισθημάτων, τα οποία προξενούσαν εξωτερικοί παράγοντες, και αργότερα συναισθηματικοί, ανάλογα τα ερεθίσματα και την ψυχική σφαίρα του δημιουργού. Η Δημοτική ποίηση φέροντας αρκετά στοιχεία από την αρχαιότητα(στην ρίζα της), αναπτύχθηκε από απλούς και άγνωστους ανθρώπους, σύμφωνα πάντα με την λαϊκή αντίληψη και αισθητική.
Η Δημοτική ποίηση, και κατά το πλείστον το Δημοτικό τραγούδι, αναπτύχθηκαν σε κοινωνίες με κλειστή οικονομία, κυρίως σε αγροτικές και ορεινές περιοχές που δεν είχαν μεγάλη δυνατότητα επικοινωνίας μ΄ άλλους τόπους και πολύ περισσότερο με άλλους λαούς. Οι κάτοικοι απόμακρων ορεινών περιοχών ανέπτυξαν περισσότερο τον προφορικό λόγο, της δημοτικής ποίησης, κυρίως βάση των καιρικών συνθηκών, της ιδιαιτερότητας των διαφόρων δυσκολιών επιβίωσης, καθώς και της οικογενειακής παράδοσης. Οι «καμπίσιοι» με την σειρά τους, πιο «ανάλαφροι», δημιούργησαν την δική τους ιστορία στην δημοτική ποίηση, βασιζόμενοι πάντα στις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας στην οποία ζούσαν. Η ύπαρξη μιας ορισμένης πολιτιστικής παράδοσης, που ωστόσο ήταν παρούσα και η ύπαρξη διαφόρων επαγγελμάτων, όπως…του πεταλωτή, του παραμυθά, του γανωτή, της υφάντρας, της μαμής, του βαγενά, του μυλωνά , του τσέλιγκα κ.λ.π. ήταν πηγές έμπνευσης και βασικά στοιχεία, που ενέπνεαν τους ποιητές.
Εδώ, θα πρέπει να σημειώσουμε την διαφορετικότητα των τοπικών διαλέκτων, ανά την Ελληνική επικράτεια. Τις βαθιές γλωσσικές διαφοροποιήσεις, που δέχτηκαν κατά τις κατακτητικές περιόδους, που έζησαν, και όχι μόνο. Κρατώντας πάντα λέξεις η εκφράσεις με τις ρίζες τους να βρίσκονται στα αρχαία ελληνικά, και λατινικά. Ασφαλώς η διαφορετικότητα των διαλέκτων προ-υπήρχε , ανάλογα την γεωγραφική κατοικία τους, καταγωγή, και ιδιομορφία του προφορικού λόγου, και των διαφόρων ονομασιών που έδιναν.
Οι Ενετοί, επηρέασαν σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, τα Ελληνικά παράλια, και πολύ περισσότερο τα Επτάνησα, τα οποία δεν είχαν υποστεί καν την Τουρκική κατοχή. Αντίθετα οι Τούρκοι επηρέασαν ένα μεγάλο βαθμό την Βόρεια, Ηπειρωτική, Κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησο, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της νησιωτικής χώρας. Η Κρήτη, Κύπρος, Μυτιλήνη, Χίος, κ.λ.π. βαθύτατα επηριασμένες σε μια κραματική διάλεκτο, η οποία έχει την ρίζα της στα αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Τουρκικά και σε τοπικές εκφράσεις, ανάλογα πάντα τα ήθη, έθιμα, τον τόπο και τον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων.
Σήμερα υπάρχει μια πλειάδα βιβλίων, γραμμένα και αφιερωμένα στις διάφορες τοπικές ελληνικές διαλέκτους, σε μορφή ετυμολογικών και επιξηγηματικών λεξικών.
.Πχ.
-Αντώνιος Ξανθινάκης- Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης..
Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό λεξικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος
-Μπάμπης Κουβέλης- Αθήνα 1999
Λεξικό του Ξηρομέρου.
-Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών- Αθήνα 1888
Το Χιλιακόν Γλωσσάριον (Χίος) του Α.Γ. Πασπάτη.
-Διονύσιος Πανταζάτος.- Μάιος 2000 δεύτερη επανέκδοση
Κεφαλονίτικη και Θιάκια Ντοπιολαλιά.
-Παναγιώτης Βεργωτής, έκδοση 1821
Γλωσσάρι Κεφαληνίας.
-Ηλίας Τσιτσέλης, Φιλ. Συλ. Παρνασσού 1876
Γλωσσάριον Κεφαλονιάς, και ανατύπωση το 1973 από τον Νότη Καραβία.
-Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, 1909
Ηπειρώτικον Γλωσσάριον του Π. Αραβαντινού.
-Ανδρέας Ι. Καλαντζάκος, επανέκδοση 2000
Λεξικό Ρουμελιώτικης Λαϊκής Γλώσσας.
-Νίκος Ηλ. Κατσαρός- εκδόσεις Σιδέρη 1995
Οι Αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσιάνικου Λόγου. Κλπ.
Μελετώντας έχουμε την δυνατότητα της σύγκρισης ορισμένων λέξεων, ανά τοπικές διαλέκτους, που παρά την μεγάλη χιλιομετρική απόσταση, μεταξύ τόπων, και χώρων, καθώς και τρόπου διαβίωσης, βλέπουμε να επαναλαμβάνονται, με μια μικρή ηχητική προφορική, ή γραμματική αλλοίωση, κρατώντας εις βάθος το νόημα της λέξης-έκφρασης. Στα νησιά Άνδρο και Τήνο, βρίσκουμε λέξεις ιταλικής καταγωγής, από το 1200μχ. Με τον τρομερό λοιμό όμως, ο οποίος κτύπησε την Αττική το 1500, βλέπουμε μια ολική μετακίνηση των Αρβανιτών από Ραφήνα, προς Άνδρο και Τήνο. Οι κάτοικοι υπέστησαν μεγάλες επιμειξίες εκείνες τις περιόδους. Για να φτάσουμε σήμερα, και να έχουμε την Άνδρο χωρισμένη σε 3 διαφορετικά μέρη. Την Αρβανίτικη Άνδρο. (προς την πλευρά της Ραφήνας ιδιαίτερα στο Γαύριο και την Χώρα.) Την Βενετσιάνικη Άνδρο, προς το Αιγαίο. Και τέλος τα Ορεινά χωριά, πιστά στην τοπική Ανδριώτικη Διάλεκτο. Η Άνδρος κρατάει έναν σταθερό Λαογραφικό πολιτισμό, περίπου 80 χρόνια τώρα.
Οι ρίζες της Δημοτικής ποίησης-τραγούδι, βρίσκονται στις αρχές του Ελληνισμού.
Ενώ οι ιστορικές αρχές τους, τοποθετούνται στο Βυζάντιο, τον 9ο, με 10ο αιώνα. Το «Δημοτικός» σημαίνει λαϊκός, κρατώντας κάτι από την αρχαία σημασία. Η ποίηση-τραγούδι, διακρίνεται σε προσωπική και σε απρόσωπη(Δημοτική). Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και στην Νεοελληνική.
Αυτό το οποίο θα πρέπει να τονιστεί, είναι, πως κάθε ποιητής ξεχωριστά έχει το δικό του ποιητικό «πιστεύω» και σαφώς την δική του ποιητική έκφραση. Ο Ν.Γ.Πολίτης διαίρεσε,( και όπως είναι γνωστό η διαίρεση την οποία έκανε, έγινε κατά το πλείστον η πιο αποδεκτή), την δημοτική ποίηση-τραγούδι σε κατηγορίες. Ακριτικά, Παραλογές, Ιστορικά, Κλέφτικα, Ερωτικά η της αγάπης, Νυφιάτικα, της ξενιτιάς, Μοιρολόγια η του Χάρου, Κάλαντα, Βαΐτικα, Ναναρίσματα, Βλάχικα, Εργατικά, Καμπίσια, Περιγελαστικά και τέλος Γνωμικά. Ο Στίλπων Κυριακίδης, βασίστηκε στην εσωτερική τους δομή. Δηλαδή, αν είναι τραγούδια με υπόθεση η όχι, και τα διακρίνει σε δύο κατηγορίες, η μία περιλαμβάνει τα διηγηματικά, (παραλογές, ακριτικά, ιστορικά, ριμάδες), και η άλλη «κυρίως άσματα». Δηλαδή όλα τα υπόλοιπα. Ο Αλέξης Πολίτης πιστεύει πως… < τα κλέφτικα είναι «τραγούδια» που πρώτο-δημιουργήθηκαν στις αρχές ή στα μέσα του 18ου αιώνα στη Ρούμελη και είναι κυρίως αρματολικά> Φυσικά δημιουργήθηκαν όπου έδρασαν κλεφταρματολοί. Πελοπόννησο, Στερεά, Θεσσαλία, Ήπειρος και σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας. Τα κλέφτικα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.(κύκλους). Σε αυτά που εξυμνούν τα κατορθώματα και την ζωή του κλέφτη(αρματολού), και σε αυτά που αναφέρονται σ΄ ένα ορισμένο πρόσωπο. Στην πρώτη ομάδα επικρατεί το λυρικό στοιχείο, ενώ η δεύτερη, είναι αρχαιότερη και επικρατεί κυρίως το επικό στοιχείο. Πολύ αργότερα, μετά τα χρόνια της επανάστασης, η μορφή άλλαξε και προσαρμόστηκαν στους «ληστές». Έτσι έχουμε τα Ληστρικά. Ο Α. Πολίτης πιστεύει ότι αποτελούν παρακμή του είδους. Τους εδώθηκε διαφορετική ονομασία, από ιστορική διάκριση μια και ουσιαστικά συνεχίζουν τα κλέφτικα, ως προς την μορφή, και όχι, ως προς το πνεύμα, ενώ κατά βάθος δεν αποτελούν κανένα ξεχωριστό είδος. Κατά τον Γ. Αποστολάκη. < Τα κλέφτικα τραγούδια είναι πολύ απλά χτισμένα. Ο Δημοτικός ποιητής δεν σοφίζεται ούτε φαντασιώνεται ψεύτικες ιστορίες, ή τέχνες για να τραγουδήσει> Γ. Αποστολάκης- Το κλέφτικό τραγούδι- Εστία 1950. Ο Αλέξης Πολίτης τα θεωρεί « Λιγόστιχα, χωρίς καμία ιδιότυπη δομή». Ωστόσο ακόμα και σήμερα ορισμένα είδη δημοτικής ποίησης εξακολουθούν να βρίσκονται σε ακμή, διατηρώντας ζωντανή την Ελληνική Παράδοση, στις ρίζες της .Σε πολλά μέρη της Ελλάδος η σπιρτάδα αυτή παραμένει ανεξίτηλη. Στην Κρήτη οι γνωστοί «ριμάρηδες» στην Κύπρο οι « ποιηταράδες» και στην Μάνη ολοζώντανο το μοιρολόι.
Εξακολουθεί να είναι ζωντανή και να αναπτύσσεται η ιστορική ποίηση, ακόμα και στις ημέρες μας, με θέματα από την Νεότερη Ελληνική Ιστορία. Μάχη της Κρήτης, Κατοχή, Αντίσταση, Δικτατορία του 1967, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον Κυπριακό αγώνα,. Έχουν γραφτεί αλλά και συνεχίζονται να γράφονται χιλιάδες ιστορικά ποιήματα « Παλαιστίνια Μάνα» , με αφορμή την φρίκη των πολέμων ανά τους αιώνες.
Η Δημοτική ποίηση, είναι πολύ απλά χτισμένη, μέσα από τα μάτια και την ψυχή του ποιητή, ο οποίος δεν χρειάζεται φανταστικά ερεθίσματα. Απλά, περιγράφει αυτό το οποίο ο ίδιος ζει την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τα πλησιάζει με την πρώτη κονδυλιά ακόμα, από την εισαγωγή στο ποίημα του. Κάτι πολύ συνηθισμένο είναι να περάσει την αφήγηση στο στόμα της ίδιας της φύσης, δίνοντας λαλιά στα πουλιά, στα ζώα εν γένει και ακόμα στα άψυχα, όπως, βράχος, πέτρα, Πλάτανος, κλπ. Αρχίζει με περιγραφή τοποθεσίας και περνά ταυτόχρονα στις λεγόμενες «άστοχες ερωτήσεις». Δεν μπαίνει στην διαδικασία της περιγραφικής λεπτομέρειας, αποφεύγει να επεξηγεί το συγκεκριμένο γεγονός, δεν το περιγράφει, μα ούτε και το διευκρινίζει, απλά προσπαθεί κατά το μέτρο δυνατό, να παρουσιάσει ολοζώντανο το επεισόδιο την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, που γίνεται. Το ζωντάνεμα της στιγμής το πετυχαίνει με την ακρίβεια της περιγραφής και την απλότητα της έκφρασης. Με την επανάληψη ή προσφώνηση Κυρίων ονομάτων, τοπωνυμιών, ή του ίδιου του πρωταγωνιστή. Με μεγάλη χρήση ουσιαστικών, τα οποία είναι πάντοτε συγκεκριμένα και δεν αναφέρονται σε καμία περίπτωση σε έννοιες, αλλά σε αντικείμενα. Συνεχή και ειδική χρήση του επιθέτου, το οποίο βγαίνει από το ουσιαστικό. Να τοποθετεί πρώτα απ΄ όλα την γενικότερη έννοια στον στίχο μπροστά, πάντα από την ειδικότερη, έτσι ώστε να καταφέρνει να μεγαλώνει την ένταση της παραστατικότητας της εικόνας στο δεύτερο ημιστίχιο. Να καταφέρνει κατά το μέτρο δυνατό, να δίνει την δυνατότερη ακρίβεια, στα πρόσωπα, ονόματα, τοποθεσίες, ζώα, φυτά, ονόματα πρωταγωνιστών, ή ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται.

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ
Φωνή ΄πε. Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος.
Στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλικαρά και μορφονιέ γειά σου καλέ, χαρά σου.
Ακου! Νησιά στεριές της γης, εμάθαν τα΄ονομά σου.


Θα πρέπει να σκύψουμε με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον, πάνω από όσα κατά καιρούς έχουνε δηλώσει, μεγάλα ονόματα της Λογοτεχνίας, καθώς και μελετητές γλωσσολόγοι, Ιστορικοί, Καθηγητές Πανεπιστημίων και τέλος απλοί άγνωστοι άνθρωποι, που ωστόσο μένουν πιστοί στην Ελληνική παράδοση και στις ρίζες της γλώσσας μας, για τη Δημοτική ποίηση-τραγούδι.

Γ.ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
« Ο λαϊκός ποιητής περισσότερο από τα αισθήματα, την σκέψη, ή την πράξη του ήρωα του, νοιάζεται για την ζωντανή στιγμή.
Η Λαϊκή δηλαδή τέχνη, δεν πηγαίνει να παραστήσει βαθύτερα τα αισθήματα, ή ορμητικότερη την πράξη, παρά γυρεύει με κάθε τρόπο να ζωντανέψει τη στιγμή του χρόνου όπου φανερώνονται τα αισθήματα και η πράξη του ήρωα».

Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ (για το Ακριτικό τραγούδι).
«Κάθε τρία τετράστιχα μια πινελιά, μια νοσταλγία, ένα διαβατάρικο αίσθημα, προβληματισμός. Όλα πιασμένα στο χορό που χόρευαν αλαφροπάτημα οι ίαμβοι, βαριά και χτυπητά οι ανάπαιστοι, στο δωδεκάρσυτο χορό».

Ο. ΕΛΥΤΗΣ
« Η αγροτική φάση, πέρασε στη βιομηχανική, το χωριό στην πολιτεία, ο χριστιανός στον άπιστο. Κοινοτοπίες που αν είχαν την ίδια σημασία του αναπότρεπτου για το πνεύμα, όση έχουν για την καθημερινή μας ζωή, θα έπρεπε η μορφή του Λαϊκού ποιητή να γίνει αναζωογονητικός αέρας. Δεν έγινε.»
« Κάτεχε! Ότι μονάχα εκείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του, θα ΄χει μεθαύριο μερτικό δικό του, στον ήλιο».

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ
«…..¨Ήλθε μια μέρα ας πούμε ο Μιστριώτης και μας είπε..<τούτο δεν είναι ευγενικό, το άλλο δεν αρμόζει στους προγόνους>
Και τι μας συνεβούλευσε;
Να ρίξομε την μισή μας γλώσσα, άχρηστη στην θάλασσα. Τα ίδια κι ο Ψυχάρης έκανε, για την άλλη μισή.
<Εις το ποτάμι φώναξε κι αυτός, πρέπει να ρίξομε την μισή μας γλώσσα.>
Όλα αυτά είναι γελοία….
Την γλώσσα μας πρέπει να την μελετήσουμε γιατί δεν την ξεύρομε. Έχει κρυμμένους μέσα της θησαυρούς. Και τι θησαυρούς!!
Η έννοια μας πρέπει να είναι πως θα την πλουτίσομε, πώς θα φέρομε στο φως αυτό, που κρύβει εκείνη μέσα της».


Ο Ελληνισμός είχε για φυλαχτό του πάντα τον ζωοδότη ήλιο, με την δύναμη και το φως του ξόρκιζε το κακό. Αυτός ο ήλιος υπάρχει ακόμα και σήμερα, όπως πολύ σωστά πίστευε και ο….

Ο. ΕΛΥΤΗΣ
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
Γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο ΄Ήλιος ζει;
Κι όλ΄ αποκρίνονται μαζί.
-Ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει.


Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η πληθώρα των διαφορετικών εξωτερικών ερεθισμάτων (ξενόφερτες συνήθειες), η τρομερή κινητικότητα των πληθυσμών, οι νέες συνθήκες επιβίωσης, αναγκαστικά τοποθετούν την λαϊκή παιδεία σε ελάσσονα μοίρα. Και όλα αυτά μαζί, γίνονται τα βασικά αίτια του μαρασμού της Δημοτικής ποίησης.



Σοφία Τομαρά

ΑΠΟ ΤΟ lexima.gr

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Το δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική λογοτεχνική παράδοση, αυτήν που αναπτύχθηκε στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο των Βαλκανίων και συνδέεται με όψεις της κοινωνικής δραστηριότητας εκείνης της εποχής ή -στην περίπτωση των επικών Κλέφτικων- με την πρακτική της κοινω­νικής αντί­δρασης, ατομικής ή συλλογικής, στον εκάστοτε εξουσιαστικό φορέα. Κατόπιν συνδέθηκε στενά με την πρακτική της εθνογένεσης, υπό την επίδραση της ρομαντικής ιδεολογίας του volksgeist.

Καθο­ριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση του χαρα­κτήρα της προφορικής λογοτεχνίας αποτελεί η σύνδεσή της με προγενέστερα είδη. Η συνεχής αναδημιουργία και μετάλλαξη αποκαλύπτεται κυρίως με όσα απορρόφησε το συγκεκριμένο είδος κατά την πορεία του μέσα στον χρόνο. Η αφομοίωση ξένων στοιχείων σχετίζεται με διαφορετικούς τρόπους ζωής, σύμφωνα με τους οποίους νέα γεγονότα καθορίζουν και επιβάλλουν τις διαδικασίες επιλογής των απορροφούμενων στοιχείων. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία εκσυγχρονισμού είχε ως αποτέλεσμα τον βαθμιαίο εκτοπισμό αυθεντικών παραδοσιακών στοι­χείων.


Δημοτικό τραγούδι και παραδόσεις
Ως παράδοση ή θρύλος αναφέρεται η μυθική προφορική αφήγηση, άμεσα συνδεδεμένη με δεδομένο τόπο, χρόνο και πρόσωπα. Οι φανταστικές επινοήσεις αλληλο­συμπλέκονται με ιστορικά ή πρωτοϊστορικά στοιχεία της προφορικής παράδοσης και το ακροατήριο τις αποδέχεται συνήθως ως αληθινές1. Το αποτέλεσμα της συνδυαστικής εκφοράς του λόγου είναι η συναισθηματική φόρτιση όχι μόνο του υποκειμένου που δρα αλλά και του ακροατηρίου. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο υποβλητικός χαρακτήρας της αφήγησης και η πίστη στο περιεχόμενό της. Οι αναφορές σε ορισμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο αποτελούν το ρεαλιστικό χαρακτήρα της παράδοσης, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο δημοτικό τραγούδι. Ο γεωγραφικός χώρος, οι περιγραφές από την καθημερινότητα της κοινοτικής ζωής ή χρηστικά αντικείμενα, όπως η βρύση, ο μύλος κ.ά «αποδεικνύουν» την εγκυρότητα του συμβάντος που περιγράφεται2. Στις παραδόσεις και τα δημοτικά τραγούδια διακρίνουμε στοιχεία που σχετίζονται με την κοινωνική, θρησκευτική και υλική ζωή των Ελλήνων.

Εξίσου κοινό σημείο της παράδοσης και του δημοτικού τραγουδιού είναι η αναγωγή της αφετηρίας τους σε βαθύτερες ρίζες3. Έτσι τα θέματα και τα μοτίβα των δημοτικών τραγουδιών, όπως και της παράδοσης, πέρασαν στα νεότερα σημερινά τραγούδια.

Κοινοί είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων και οι λόγοι που οδηγούν στη δημιουργία των τραγουδιών και της λαϊκής παράδοσης. Τόσο τα ιστορικά γεγονότα όσο και καθαρά ψυχολογικές δομές στην ατομική και τη συλλογική λειτουργία, είναι ικανές να προκαλέσουν την αυθόρμητη λυρική δημιουργία. Το δημοτικό τραγούδι, με την έννοια της απρόσωπης ποιητικής και μουσικής δημιουργίας, αντιστοιχεί στο κοινωνικό στρώμα της πατριάς. Στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, σε μια ομάδα που χαρα­κτηρίζεται από την κλειστή αγροτική οικονομία, υπάρχει ο τραγουδιστής, ο άνθρωπος που φτιάχνει το τραγούδι, χωρίς ωστόσο να έχει τη συνείδηση δημιουργού.

Η συλλογικότητα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα και των δύο ανωτέρω ειδών της προφορικής λογοτεχνίας. Κατά τη δημιουργία των παραδόσεων, όπως και των δημοτικών τραγουδιών, ο δημιουργός συνθέτει αυτό που αργότερα μετουσιώνεται σε πνευματικό προϊόν της κοινότητας. Καθώς το τραγούδι μοιράζεται, στην πραγματικότητα μεταβάλλεται σε συνθετικό έργο ολόκληρων γενεών. Η ομήγυρη και η κοινωνική πραγμα­τικότητα αναπλάθει και αναπροσαρμόζει την παράδοση, όπως άλλωστε και ο καθένας που τραγουδάει το τραγούδι και το αλλάζει, είτε γιατί δεν το θυμάται, είτε γιατί το προσαρ­μόζει στη δική του ψυχική ιδιοσυγκρασία4.

Επιπλέον, τα φανταστικά και καθ’ υπερβολήν στοιχεία που παρουσιάζουν και τα δύο είδη καταλήγουν σε υποβλητικό αφηγηματικό χαρακτήρα και ενδυναμώνουν την πίστη στο περιεχόμενό τους. Στο σημείο αυτό αξιοσημείωτη διαφορά εντοπίζεται στην αδυναμία των προσώπων της παράδοσης κατά τις αναμετρήσεις τους με το υπερφυσικό στοιχείο και την παθητική υποταγή τους. Διαφορετικός εμφανίζεται ο κεντρικός χαρακτήρας τόσο των ακριτικών τραγουδιών, όσο και των κλέφτικων που δε γνωρίζει και δεν επιθυμεί συμβιβασμούς στη δράση του5.

Ιστορικές συνάφειες
Μετά από αιώνες αφάνειας, ανάμεσα στον 8ο και 9ο αιώνα η δημοτική ποίηση επανεμφανίζεται με την ίδια κοινωνική συμπτωματολογία της ανώνυμης ποίησης που ανιχνεύουμε στην αρχαιότητα. Το δημοτικό τραγούδι γίνεται και πάλι ο εκπολιτιστικός καρπός μιας κοινωνίας που χαρακτηριζόταν από την πατριαρχική της οργάνωση και την κλειστή αγροτική οικονομία της.

Ο βασικός πυρήνας των δημοτικών τραγουδιών περιλαμβάνει στοιχεία κυρίως μη αφηγηματικά, στα οποία κυριαρχεί το συναίσθημα και οι άμεσες αναφορές στην καθη­μερινή ζωή, τις χαρές τις λύπες του λαού που τα δημιουργεί και τα χρησιμοποιεί. Τόσο στον κύκλο της ζωής (νανουρίσματα, ταχταρίσματα, μοιρολόγια, γάμου, ξενιτιάς) όσο και στον κύκλο του χρόνου (κάλαντα, αποκριάτικα) τα δημοτικά τραγούδια είναι αλληλένδετα με τα σχετικά έθιμα.

Από τις ανωτέρω κατηγορίες, βάσει της ταξινόμησης των ελληνικών τραγουδιών που επιχειρεί ο Ν. Πολίτης, ξεχωρίζουν για τη σύνδεσή τους με την ιστορία και την αφηγηματικότητά τους τα επικά τραγούδια. Στα επικά ανήκουν τα «ακριτικά», τα παλαι­ότερα δημιουργήματα της δημοτικής ποίησης του Πόντου και της Καππαδοκίας, που αφηγούνται τις δοκιμασίες των ακριτών της βυζαντινής περιόδου, αλλά αντλούν το υλικό τους από την αρχαιότερη παράδοση της ευρύτερης ιρανοαφγανικής επικράτειας και τις επικές αφηγήσεις των πεχλιβά(νηδων) ακριτών της επαρχίας του Σεϊστάν6.

Από την ίδια κατηγορία των επικών προβάλλουν τα «κλέφτικα», που τραγουδούν την αγωνία του ελληνισμού στα χρόνια της σκλα­βιάς και τα «ιστορικά», που παραθέτουν ιστορικά γεγονότα, αλώσεις πόλεων, μάχες, πολιορκίες και γενναίες πράξεις αγωνιστών. Ορισμένα από τα «ιστορικά» τραγούδια αναφέρονται και σε γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, της περιόδου 1881-1913, της μικρασιατικής καταστροφής, του β’ παγκόσμιου πόλεμου και του εμφυλίου7.

Είναι γεγονός ότι μετά την οθωμανική κατάκτηση οι Έλληνες υπόδουλοι, ευρισκόμενοι ως κοινωνική ομάδα στο περιθώριο ενός αρνητικού απέναντί τους κράτους, του Οθωμανικού, στήριξαν την ομαδική τους λειτουργία στην παράδοσή τους. Το δημοτικό τραγούδι, εξελισ­σόμενο παρακολουθούσε την ιστορική πορεία του ελληνισμού, εκφράζοντας τις ιδιαιτε­ρότητες της ελληνικής κοινωνίας, αντανακλώντας τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες, σχολιάζοντας τα γεγονότα. Στο πλαίσιο αυτό, ο λαο­γράφος Ζαμπέλιος, θεωρούσε ότι τα δημοτικά τραγούδια γεννήθηκαν μόλις χάθηκε η πολιτική ελευθερία και σκοπός τους ήταν να διαμηνύουν την ανάκτησή της. Τα τραγούδια, ο λαϊκός στίχος, οι κλέφτες «περί την αυτήν, ως έγγιστα, εποχήν θέλουσι αποσυρθεί της σκηνής, ήγουν τότε, ότε σύμπαν πολιτικώς το γένος αποκατασταθήσεται»8.

Τα λόγια αυτά, εκτός από την οριοθέτηση της πορείας των δημοτικών τραγουδιών, υποδηλώνουν την εθνική σκοπιμότητα που παρεισέφρυσε στη μελέτη και χρήση τους, μια τάση που κυριάρχησε και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικότερα στον ελληνικό χώρο, το δημοτικό τραγούδι με την ποιητική αρετή του, ως ανάγκη πολιτιστικής φυσιογνωμίας, ως ζήτημα επιβίωσης, χρησιμοποιήθηκε αντισταθμιστικά ως προς τις θεωρίες του Φαλμεράυερ, λειτούργησε ως αποδει­κτική ζεύξη της ιστορικής συνέχειας του έθνους ανά τους αιώνες και ιδιαίτερα από το αποκαλούμενο ένδοξο ηρωικό παρελθόν της αρχαιότητας.

Ανακαλύπτοντας τη λαϊκή ποίηση, οι μελετητές και οι συλλογείς των δημοτικών τραγουδιών, απέκτησαν εθνική αυτοπεποίθηση και οδηγήθηκαν, καθώς φαίνεται, σε υπερβολές. Παραβλέποντας την αυστηρά οργανωμένη, μονότονα επαναλαμβανόμενη μορφή του δημοτικού τραγουδιού, όπως άλλωστε κάθε προφορικής λογοτεχνίας, προχώρησαν στην τροποποίησή του. Στα βήματα του Σπ. Ζαμπέλιου, ο θεμελιωτής της επιστήμης της λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, αλλά και ο μαθητής του Στίλπων Κυριακίδης αναδημοσίευαν νοθευμένα δημοτικά τραγούδια παράγοντας εξιδανικεύσεις και ιδεολογήματα περί ηρωικής επανάστασης και εθνικής παλιγγενεσίας9.

Τα δημοτικά τραγούδια στο πέρασμα του χρόνου υπέστησαν αρκετές αλλοιώσεις και σώζονται σε πολλές παραλλαγές. Πολλά παλιά δημοτικά τραγούδια που συγκεντρώθηκαν και ταξινομήθηκαν τον 19ο αι. έως τις αρχές του 20ου αι., ακόμα και τη στιγμή της καταγραφής τους από τους Έλληνες και ξένους μελετητές και λαογράφους, είτε καταγράφτηκαν σε κάποια ήδη υπάρχουσα παραλλαγή, είτε υπέστησαν παραποιήσεις και γλωσσικές αλλοιώσεις κατά την καταγραφή, αλλοιώσεις που υπαγορεύτηκαν από τις επικρατούσες απόψεις των λογίων της εποχής και τις προσωπικές γλωσσολογικές επιλογές των καταγραφέων10.

Επιπλέον, είναι διαπιστωμένο ότι τα ακόμη «νωπά» δημοφιλή κλέφτικα και ιστορικά τραγούδια της επανάστασης, περιβεβλημένα με τους θρύλους και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς και του αγώνα, υπέστησαν με τη διάδοσή τους τα αμέσως μετέπειτα χρόνια πολλές τροποποιήσεις και παραλλαγές στο στόμα του λαού. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή που σύμφωνα με τους μελετητές αποτελεί ορόσημο για τον κύκλο του (αυθεντικού) δημοτικού τραγουδιού. Φαίνεται πως το ποιητικό περιεχόμενο μετουσιώνεται σε ιδεο­λόγημα, καθώς προσαρτούνται στην ιστορική διαδρομή ένδοξα κατορθώματα. Σε αυτά τα κατορθώματα οι αρματωλοί δεν έχουν θέση, ενώ οι κλέφτες, διακριτό παράδειγμα προ­επαναστατικής ένοπλης αντίστασης, έγιναν «πολέμιοι των Μουσουλμάνων και προ­στάτες των Χριστιανών11. Ταυτόχρονα, αποσιωπήθηκε η αλληλεπίδραση της ελληνικής και τουρκικής μουσικής12.

Στο επιστημονικό έργο της λαογραφίας προστέθηκαν αργότερα οι μουσικές κατα­γραφές τραγουδιών. Οι πρώτοι λαογράφοι περιορίζονταν στα κείμενα. Ο Νικόλαος Πολίτης δεν ασχολήθηκε ο ίδιος με με την μουσική καταγραφή, αλλά την περιέλαβε στο διάγραμμα της λαογραφικής ύλης του. Το 1930, ωστόσο, σημειώθηκε σημαντική μεταβολή στη μελέτη της μουσικής του δημοτικού τραγουδιού και άρχισαν να γίνονται οι πρώτες συστηματικές μουσικολογικές παρατηρήσεις. Μεταγενέστεροι λαογράφοι εξέτασαν τους δρόμους των τραγουδιών, με συνέπεια να αποδειχθεί η μη καλλιτεχνική αυτονομία, όπως άλλωστε συμβαίνει σε οποιαδήποτε εκδήλωση λαϊκής τέχνης. Καθώς η παραδοσιακή μουσική δεν συνιστά ένα ερμητικά κλειστό σύστημα, μέσω των δρόμων του εμπορίου ταξίδευε ως πολιτισμικό προϊόν και υιοθετείτο σε άλλες επικράτειες καθιστώντας δυσδιάκριτο πλέον τον τόπο παραγωγής του13.

Το δημοτικό τραγούδι εκφράζεται με ποιητική και μουσική αρτιότητα ανώνυμης διεργασίας, προφορικής λαϊκής παράδοσης και αυτοσχεδιαστικής αρχής. Η δημοτική μουσική είναι καταρχήν τροπική, ώστε να μην επιτρέπει στο μη μυημένο να συλλάβει τις καθοριστικές ιδιαιτερότητές της διαβάζοντας απλώς μια μελωδία στο πεντάγραμμο. Αυτός που θα προσπαθήσει να συνοδέψει μια μελωδία θα διαπιστώσει ότι η λογική του τρόπου είναι πιο περιοριστική από αυτήν της κλίμακας. Επιπλέον, δεν ακολουθεί το συγκερασμό και είναι προσαρμοσμένη στις φυσικές κλίμακες και στη γνωστή διαφορετικότητα των μουσικών διαστημάτων. Ως προς τον τρόπο εκτέλεσης και μελωδικής σύστασης τα δημοτικά τραγούδια είναι μονοφωνικά. Έχουν ως βάση μια μελωδία και τραγουδιούνται από έναν ή ομάδες τραγουδιστών και οργανοπαιχτών.

Εξαίρεση αποτελεί η πολυφωνία σε ορισμένα τραγούδια της Ηπείρου14, που καλλιεργεί την εντύπωση χορωδιακού τραγουδιού. Δεδομένου ότι η πολυφωνική μουσική θεωρείται εξέλιξη της μονοφωνικής, διατυπώνονται διάφορες απόψεις. Ο Ανωγειανάκης πιστεύει ότι ο εκσυγχρονισμός της λαϊκής μουσικής έφερε τις συγκερασμένες κλίμακες και την πολυφωνική τεχνική, που γενικεύεται βαθμιαία, ενώ παλαιότερα τη συναντούμε μόνο στην καντάδα15.

Ως ζωντανά είδη της προφορικότητας οι παραδόσεις και τα δημοτικά τραγούδια συνδέονται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα και με τη συμπεριφορά των μελών της κοινότητας. Από την παρακολούθηση της πορείας του δημοτικού τραγουδιού συμπε­ραίνεται ότι ως ξεχωριστή κατηγορία τα επικά τραγούδια είναι αυτά που δημιουργήθηκαν βάσει ιστορικών γεγονότων που εκτυλίχθηκαν στον ελλαδικό χώρο της οθωμανικής επικράτειας, σε ορισμένο χρόνο και περιοχή, αντίθετα από τις άλλες κατηγορίες που έχουν ως αφορμές δημιουργίας τον έρωτα, τη γέννηση του παιδιού, το θάνατο, τη ξενιτιά, και τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε παγκόσμιες.

Η τάση αναζήτησης και καταγραφής των εκφραστικών δημιουργιών του αγροτικού κόσμου κατά τον 19ο αιώνα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την ανάπτυξη των πολιτικών και πνευματικών ρευμάτων του εθνικισμού και του ρομαντισμού αντίστοιχα. Με το κλέφτικο τραγούδι ενισχυόταν το ιδεολόγημα της διαρκούς αντίστασης στην καταπίεση που ασκούσαν όλοι οι πιθανοί φορείς τοπικής και συλλογικής εξουσίας, όπως συνέβαινε με όλα τα είδη σχεδόν επικού τραγουδιού στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο.
Παραπομπές-σημειώσεις
1: Βλ. Μ. Παπαχριστοφόρου, 2002, «Παραδόσεις», Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Γ, Πάτρα: ΕΑΠ, 97, για τα υπερφυσικά πλάσματα που κινούνται στους γνώριμους χώρους της κοινότητας.
2: Στο ίδιο, 97.
3: Μιρασγέζη Μ.Δ., 2002, «Εισαγωγή στο δημοτικό τραγούδι», Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Γ, Πάτρα: ΕΑΠ, 156.
4: Στο ίδιο, 154.
5: Στο ίδιο, 161.
6: Βερνίκος Ν., 2004, Μανδαίοι, ο λαός της τέταρτης θρησκείας, Αθήνα: Ιάμβλιχος, 181-193
7: Μιρασγέζη Μ.Δ., ό.π., 163.
8: Ζαμπέλιος Σ., Άσματα Δημοτικά, Κέρκυρα 1852, 474-475.
9: Λέκκας Δ., Τζάκης Δ., 2003, «Ιδεολογικά και Μουσικά Μεταίχμια της Νεότερης Περιόδου», στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Γ, Πάτρα: ΕΑΠ, 287.
10: Ο ίδιος ο Πολίτης αναφέρει ότι το «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω...», που θεωρήθηκε «ακραιφνώς δημώδες» είναι διασκευή δημοτικοϋ άσματος, «Του Βασίλη», καμωμένη από τον Πέτρο Λάμπρο. Πολίτης Ν.Γ, 2001, Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού, Εκάτη: Αθήνα.
11: Τζάκης Δ., «Το Κλέφτικο και το Ρεμπέτικο τραγούδι: εθνικοί Μύθοι και Λαογραφικές Αναζητήσεις», ό.π., 299.
12: Οι αμανέδες θεωρούνταν Τουρκικοί και για αυτό ποτέ δεν καταγράφηκαν στις συλλογές. Μ. Μερακλής, ό.π, 87.
13: Η Μέλπω Μερλιέ στη μελέτη της έγραψε ότι μαζί με τα σκουμπριά και τις παλαμίδες πήγαιναν και τα τραγούδια. Βλ. Μερακλής Μ., 1992, Λαϊκή Τέχνη Ελληνική Λαογραφία, τομ Γ΄, Αθήνα: Οδυσσέας, 81.
14: Β. Ήπειρος, Λάκκα Πωγωνίου, μερικά μεμονωμένα χωριά της επαρχίας Κόνιτσας. Βλ. Καβακόπουλος Π., 1978, «Μουσική αποστολή στην Ήπειρο», Δωδώνη, 7, 365.
15: Ανωγειανάκης, Φ., 1974, «Το γενεαλογικό δέντρο ενός μουσικού», Λαογραφία, 29, 104 και σημ. 1. Να σημειώσουμε εδώ ότι η περιοχή αυτή δεν είναι ιδιαίτερα ανοικτή σε ξένες επιδράσεις ή εξελίξεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι τη συναντάμε στους Αλβανούς, Λιάπηδες, Τόσκηδες, ενώ βορειότερα ακούγεται αποκλειστικά ο μονοφωνικός τρόπος.
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
Ανωγειανάκης Φ., 1974, «Το γενεαλογικό δέντρο ενός μουσικού», Λαογραφία, 29.
Δαμιανάκος Σ., 1987, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα: Πλέθρον,
Ζαμπέλιος Σ., 1852, Άσματα Δημοτικά, Κέρκυρα.
Καψωμένος Ε., 1996, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα: Πατάκης.
Κοντογιώργης Γ., 1979, Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικο-κοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, Αθήνα: Ν. Σύνορα.
Καβακόπουλος Π., 1978, «Μουσική αποστολή στην Ήπειρο», Δωδώνη, 7.
Τζάκης Δ., 2002, «Το Κλέφτικο και το Ρεμπέτικο τραγούδι: εθνικοί Μύθοι και Λαογραφικές Αναζητήσεις» Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τομ. Γ, Πάτρα: ΕΑΠ,
Μερακλής Μ., 1992, Λαϊκή Τέχνη Ελληνική Λαογραφία, Γ΄ τομ. Αθήνα: Οδυσσέας
Μιρασγέζη Μ. Δ., 2002, «Εισαγωγή στο δημοτικό τραγούδι», Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Γ, Πάτρα: ΕΑΠ
Παπαχριστοφόρου Μ., 2002, «Παραδόσεις» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι *Χρόνοι, Τόμος Γ, Πάτρα: ΕΑΠ
Πολίτης Ν. Γ, 2001, Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού, Αθήνα: Εκάτη

ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ένα Σάββατο βράδυ

Ένα Σάββατο βράδυ, ένα Σάββατο βράδυ,
μια Κυριακή πρωί, καημένε Μήτσο,
μια Κυριακή πρωί.

Βγήκα να σεργιανίσω, βγήκα να σεργιανίσω,
μέσα στο Γκιούλ μπαχτσέ, καημένε Μήτσο,
μέσα στο Γκιούλ μπαχτσέ.

Βλέπω μια αρχοντοπούλα, βλέπω μια αρχοντοπούλα,
να κλαίει μεσ’ το μπαχτσέ, καημένε Μήτσο,
να κλαίει μεσ’ το μπαχτσέ.

Τι έχεις αρχοντοπούλα, τι έχεις αρχοντοπούλα,
και κάθεσαι και κλαις Βασιλικούλα,
και κάθεσαι και κλαις;

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Ένα μήλο κόκκινο

Ένα μήλο κόκκινο
σε τούτο το τραπέζι
πέφτει ο άνθος πέφτει ο μόσχος
και μοσχοβολάει ο τόπος.
Γύρισε βρε Δέσποινα
φίλα τη γείτονά σου
τη Γιώτα που 'χεις κοντά σου.

Ένα μήλο κόκκινο
σε τούτο το τραπέζι
πέφτει ο άνθος πέφτει ο μόσχος
και μοσχοβολάει ο τόπος.
Γύρισε βρε Γιώτα μου
φίλα τη γείτονά σου
τη Βάσω που 'χεις κοντά σου.

Ένα μήλο κόκκινο
σε τούτο το τραπέζι
πέφτει ο άνθος πέφτει ο μόσχος
και μοσχοβολάει ο τόπος.
Γύρισε βρε Βάσω μου
φίλα τη γείτονά σου
τη Μιράντα που 'χεις κοντά σου.

Ένα μήλο κόκκινο
σε τούτο το τραπέζι
πέφτει ο άνθος πέφτει ο μόσχος
και μοσχοβολάει ο τόπος.
Γύρισε Μιράντα μου
φίλα τη γείτονά σου
τη Πόπη που 'χεις κοντά σου.

Ένα μήλο κόκκινο
σε τούτο το τραπέζι
πέφτει ο άνθος πέφτει ο μόσχος
και μοσχοβολάει ο τόπος.
Γύρισε βρε Πόπη μου
φίλα το γείτονά σου
τον Βασίλη που 'χεις κοντά σου.

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Δημοτικό τραγούδι

Το δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική λογοτεχνική παράδοση, αυτήν που αναπτύχθηκε στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο των Βαλκανίων
και συνδέεται με όψεις της κοινωνικής δραστηριότητας εκείνης της εποχής ή -στην περίπτωση των επικών Κλέφτικων- με την πρακτική της κοινω­νικής αντί­δρασης, ατομικής ή συλλογικής, στον εκάστοτε εξουσιαστικό φορέα.
Κατόπιν συνδέθηκε στενά με την πρακτική της εθνογένεσης, υπό την επίδραση της ρομαντικής ιδεολογίας του volksgeist.

Καθο­ριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση του χαρα­κτήρα της προφορικής λογοτεχνίας αποτελεί η σύνδεσή της με προγενέστερα είδη.
Η συνεχής αναδημιουργία και μετάλλαξη αποκαλύπτεται κυρίως με όσα απορρόφησε το συγκεκριμένο είδος κατά την πορεία του μέσα στον χρόνο.
Η αφομοίωση ξένων στοιχείων σχετίζεται με διαφορετικούς τρόπους ζωής, σύμφωνα με τους οποίους νέα γεγονότα καθορίζουν και επιβάλλουν τις διαδικασίες επιλογής των απορροφούμενων στοιχείων.
Ωστόσο, αυτή η διαδικασία εκσυγχρονισμού είχε ως αποτέλεσμα τον βαθμιαίο εκτοπισμό αυθεντικών παραδοσιακών στοι­χείων.

ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟ ΕΧΕΙ ΛΗΦΘΕΙ ΑΠΌ ΤΟ XORIO.GR

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Τωρα που πας στην ξενιτιά

Τώρα που πας στη ξενιτειά
πουλί θα γίνω του νοτιά
γρήγορα να σ' ανταμώσω.
Για να σου φέρω τον σταυρό
που μου παράγγειλες να βρω
δαχτυλίδι να σου δώσω.

Ήσουν κυπαρίσσι στην αυλή μου αγαπημένο
ποιος θα μου χαρίσει το φιλί που περιμένω.
Στ' όμορφο ακρογιάλι καρτερώ να μου 'ρθεις πάλι
σαν μικρό χαρούμενο πουλί. (δις)

Χρυσή μου αγάπη έχε γεια
να 'ναι μαζί σου η Παναγιά
κι όταν 'ρθει το περιστέρι.

Θα χω κρεμάσει φυλαχτό
στο παραθύρι τ' ανοιχτό
την καρδιά μου σαν αστέρι.

Ήσουν κυπαρίσσι στην αυλή μου αγαπημένο
ποιος θα μου χαρίσει το φιλί που περιμένω.
Στ' όμορφο ακρογιάλι καρτερώ να μου ρθεις πάλι
σαν μικρό χαρούμενο πουλί. (δις)

το παιδί και το ταμπούρλο

Ζούσε κάποτε στον κόσμο τον αγιάτρευτο
Ένα αγόρι ξεχασμένο κι απροστάτευτο.
Είχε ένα μικρό ταμπούρλο και το βάραγε.
Τι ψυχή βασανισμένη να 'ταν άραγε;

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Η γειτονιά του δεν το κράταγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Τους δρόμους πήρε και περπάταγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Καπνός τριγύρω δε φαινότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε.

Τι τα θέλει τα βιβλία και τα γράμματα
Σ' όλους έρχονται μια μέρα τα γεράματα.
Τι τα θέλει τα παλάτια, τα μαλάματα.
Η ζωή κυλάει με δάκρυα και με κλάματα.

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Κανένας τόπος δεν τον χώραγε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Στις ερημιές μακριά προχώραγε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ούτ' ένα φύλλο δεν κουνιότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα κάπου πόλεμος γινότανε.

Νύχτα μέρα περπατούσε ασταμάτητα
Σε λαγκάδια φουντωμένα, δάση απάτητα.
Μα στου ποταμού την άκρη που αργοκύλαγε,
Το τσακάλι του πολέμου παραφύλαγε.

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Με τ' άγριο νύχι του σημάδεψε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Και μια ζωούλα ακόμα κλάδεψε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Τ' αγόρι λες ονειρευότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα γύρω πόλεμος γινότανε.

Κι όταν στις κορφές απάνω μέρα χάραξε
Στη μικρή καρδιά του μέσα κάτι σπάραξε.
Έτσι πέρασε στη χώρα του αμίλητου
Και τ' αγρίμια του άλλου κόσμου γίναν φίλοι του.

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Της γης ο κόρφος δεν τον χώρεσε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Στον ουρανό βαθιά προχώρησε.
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε.

Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ ταμ - ταμ ταμ
Μα πάντα πόλεμος γινότανε.

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Απόσπασμα από το βιβλίο:.Κρίνος και Όφις

2 του Μάη
Έχω πυρετό πάλι σήμερα. Ανατριχίλες διαβαίνουν το κορμί μου -κάτι τι σπαράσσει και τεντώνεται στο νου μου,- σαν να λύεται απότομα ένα ελατήριο, να σα ξετυλίσσεται μ’ορμή μια αμέρωτη σκέψη πίσω απο το μέτωπό μου.
Το άρωμα του κορμιού της σκορπιέται ακόμα και αργοπεθαίνει γύρω μου και μπαίνει μέσα και μέσα στη σάρκα μου και μεθά την ψυχή μου. Κάποιος με σπρώχνει να τρέξω και να την προφθάσω και να της πω να γυρίσει πάλι και να καθίσει απάνω στα γόνατά μου και να μου δώσει πάλι τα χείλη της.
Τα χείλη της τα κόκκινα μου φαίνονται σαν δυο μεγάλες σταλαγματιές αίμα κι όταν γέρνω απάνω των και τα φιλώ, ένας πόθος άγριος κι ένα ένστικτο πρωτογενούς εποχής ανθρωποφάγων κυλιούνται μεσ’ στις φλέβες μου κι ανατριχιάζω όλος – θαρρώ πως πιπιλίζω ανθρώπινη σάρκα που στάσσει αίμα.

Απόσπασμα από το Βιβλίο ΄: Κρίνος και Όφις

10 του Μάη
Έλα… κάποια νοσταλγία μυστική λυγίζει την ψυχή μου κι ένας πόθος λευκός φωληάζει στα μεγάλα μάρμαρα και με σέρνει. Έλα μαζί μου. Θα ξαπλωθούμε κάτω από τη μαρμαρωμένη αρμονία, θα σμίξομε τα χέρια μας, και θάναι κάτω μπροστά μας η πόλη αμαρτωλή και πέρ’ απάνω στα νερά θα βλέπομε πως μαδιούνται οι μενεξέδες στο ηλιόγερμα.
Μαδιούνται οι μενεξέδες στο ηλιόγερμα και τα χρώματα γιορτάζουν εκεί κάτω. Ώ Πολυαγαπημένη! λυγίζουν τα γόνατά μου από τον πόθο και στα χείλη μου γιορτάζουν τα φιλιά. Παντοδύναμη η χαρά της ζωής κυλιέται στα στήθη μου. Και την ψυχή μου κερνά η Αγάπη με το μυστικό κρασί των ανοίξεων και των παραληρημάτων.
Ώ Πολυαγαπημένη, γιορτάζει η αγάπη μου απόψε κι από τον Κεραμεικό, κύτταξε, ανεβαίνει κι έρχεαι η ιερά πομπή, φαιδρά και θορυβώδης – σαν κύμα που ανεβαίνει τραγουδώντας και φιλεί ερωτεμένο τους ώμορφους βράχους.
Ώ Πολυαγαπημένη και ώ Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Είνε τα μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου. Κ’ είνε τα όνειρά μου ντυμένα στα γιορτάσιμα που εξεκίνησαν απο το νεκροταφείο κι εδιάβηκαν το Δίπυλο, κι ανεβαίνουν σιγά, σιγά, τον Βράχο τον Ιερό. Κρατούν στα χέρια των ώμορφο και πολύτιμο και τεχνικά υφαμέν τον Πέπλο τον Ιερό. Μέρες και νύχτες έγερναν οι σκέψεις μου, -εργαστίνες ερωτεμένες,- απάνω του και τον κεντούσαν. Κάτω από τα μάγια του φεγγαριού τη νύχτα, μέσα στη φλογερήν αγάπη του ήλιου την ημέρα, έγερναν και τον κεντούσαν.
Ώ Αγαπημένη και ώ Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Η Νίκη κάθεται απάνω στο χέρι Σου. Το κορμί Σου είνε φιλντίσι και λαμποκοπά μέσα στη νύχτα. Και κάτω στα πόδια σου σωρειάζεται ο μεγάλος όφις -ο υποχθόνιος Θεός που σκορπίζει τ’ αγαθά από τα βάθη της γης. Οι στήλες ανορθώνονται περήφανες και ζωντανεύει η πάλλευκη άνθιση των μαρμάρων κι έρχονται πάλι στο διάζωμα όλοι οι Θεοί και κηρύσσεται πάλι στις μετόπες ο πόλεμος των Λαπθών και των Κενταύρων.
Ώ χαμογέλασε, Ώ Ζωή και ώ Αγάπη, στο ορφανεμένο αέτωμα και θα γυρίσουν πάλιν οι μαρμαρένιες σκέψεις του Φειδία και η Παρθένα Θεά θα γεννάται πάνοπλη και θάναι γύρω οι Θεοί και θα χαμογελούν.
Ξανανειώνουν τα τρίγλυφα και τα διαζώματα κι απλώνεται αποπάνω η στέγη και ξυπνούνε τα κοιμισμένα χρώματα κι έρχονται φαιδρά τα κοιμισμένα χρώματα κι έρχονται φαιδρά και πανώρηα τα ξενιτεμένα μας αγάλματα κι ανεβαίνουν τα βάθρα των με σιγαλές κινήσεις των πάλλευκων μεριών μέσα στις μαρμάρινες και τεχνικές γραμμές.
Ώ Αγαπημένη και ώ Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και ανυψώσου Ανέγγιχτη στο βάθος του σηκού και χαμογέλασε. Η πομπή ανεβαίνει τώρα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι έρχεται ν’ απλωθή στα πόδια Σου και να Σε προσκυνήσει. Τα μαύρα μου προαισθήματα και οι έκφυλοι πόθοι κι οι αγέλαστες σκέχεις όλες σέρνονται δεμένς στο βωμό Σου για να θυσιασθούν. Καββαλάρηδες τρέχουνε στο ναό Σου οι πόθοι μου, ώ Πολυαγαπημένη, κι οι επιθυμίες μου, αδάμαστες παρθένες, διαβαίνουν τα Προπύλαια -κανηφόροι- και Σου κρατούν λουλούδια κόκκινα και άγρια που τα μάζεψαν σωρούς από την ακόλαστη γονιμότητα της καρδιάς μου.
Συ είσαι η μόνη Θεά, Συ είσαι η Αλήθεια και η Νίκη! Στο μέτωπό Σου χαμογελά η Αθανασία κι ανάβει στα χείλη σου η λαχτάρα της ζωής και κοκκινίζουν απάνω στα μάγουλά Σου όλα τ’ απόκρυφα κι όλατα ντροπαλά της αγάπης. Συ είσαι η Ευρυθμία, Συ η Αλήθεια και η Ζωή. Ανεβαίνει σαν κύμα κι απλώνεται κάτω από τον Παρθενώνα η πομπή η ιερά της αγάπης μου και γονατίζουν οι επιθυμίες μου και μαδούν σιωπηλές στα πόδια Σου όλα των τα λουλούδια.
Έλα, ώ Λαχτάρα της ψυχής μου! κατέβα από τα μάρμαρα και δώσε μου τα χείλη Σου και δώσε μου το κορμί Σου. Οι ίμεροι των αιώνν χύνονται κάτω από τα κιονόκρανα και οι πόθοι των πεθαμένων γενεών πετιούνται από το χώμα. Μέσα στη νέκρα των λευκών μαρμάρων, ο πόθος της ζωής ολοκόκκινος ανάβει και με κυριαρχεί.
Κάτω από τα σκιόφωτα του δειλινού, πέρ’ από τα νερά της Σαλαμίνας, από το χώμα του Κεραμεικού, ανεβαίνουν μεγαλόπρεπες τον Βράχο τον Ιερόν οι αναμνήσεις οι μεγάλες. Έλα. Είνε τα Μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου απόψε.
Έλα να γεμίσομε τις καρδιές μας, σαν τα ποτήρια τα Παναθηναϊκά από το άδολο κρασί του Ιδανικού και θα λάμψουνε τα μάτια μας από το μεθύσι της ζωής και τα χείλη μας θα γεμίσουνε φιλιά. Κι έλα να ψάλομε μαζί από τον Βραχο τούτον την ωμορφιά του Απόλλωνα και τον κισσό του Διονύσου και το μέτωπο το ευρύ της Αθηνάς και την αιώνια νηότη της Ήβης και τα κόκκινα χείλη της Αφροδίτης τα αιωνίως φιλούμεντα και αιωνίως διψασμένα.
Ας μεθύσομε από το ατέλειωτο χαμόγελο του ουρανού μας κι από τις ερωτικές ενώσεις των χρωμάτων της γης μας, από τα άσματα των αηδονιών του Κολωνού κι από το μέλι του Υμηττού μας – το ξανθό ωσάν αχτίνες ήλιου πηγμένες.
Έλα. -Σαν τους αθανάτους Θεούς απάνω στη ζωφόρο, να ξαπλωθούμε κι εμείς απάνω στα μάρμαρα εδώ, στη Σαλαμίνα απέναντι που βγαίνει μέσα από τη θάλασσα ωσάν πελώριο τρόπαιο και μας χαμογελά… Ας ανοιχτούνε σαν κάλυκες ρόδων και σαν δοχεία αρωμάτων και σαν χείλη προσευχόμενα οι καρδιές μας, και ας ευχαριστήσουν τους μεγάλους θεούς γιατί έπλασαν τη ζωή τόσον ώμορφη και τα χείλη Σου τόσο κόκκινα και την αγάπη μου τόσο μεγάλη.
Ας αρχίσουνε το χορό και τα τραγούδια και τα λειτουργιά του Καλού, οι μεγάλοι ιερείς και οι ιέρειές του, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης, ο Φειδίας και η Διοτίμα, ο Περικλής και η Ασπασία. Και ο λαός ο Εκλεχτός των θεών – όλοι οι Αθηναίοι κι όλες οι Ατθίδες – ας ψάλλουν εύθυμοι όλοι μαζί την φαιδράν επωδόν των Ιερέων. Και όλα τα λουλούδια ας ανοιχοτύν τριγύρω και όλη η αρμονία και το μουρμουρητό της θάλασσας ας ανέβει ίσα μ’ εδώ και όλη η ηρεμία κι η χαρά του Ολύμπου η ξενητεμένη ας γυρίσει πάλιν εδώ και ας χυθεί κάτω από τα κιονόκρανα του Παρθενώνα και από τς εσθήτες των Καρυατίδων και ας περιπλεχτή στα μέλη τα τορνευτά των Ατθίδων και στο μέτωπο των ανδρών – η μεγάλη, η άγια, Ανατριχίλα της αγάπης

Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά

Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά
ποτέ δε βάλαν έγνοια στην καρδιά
δεν είδανε πολέμους και θανάτους
και πάνω απ' τη γαλάζια τους ποδιά
φοράν τις Κυριακές τα γιορτινά τους

Τις νύχτες που κοιτάν τον ουρανό
ένα άστρο σαν φτερό θαλασσινό
παράξενα παιδεύει το μυαλό τους
τους φαίνεται καράβι μακρινό
και πάνε και ρωτάν το δάσκαλό τους

Αυτή τους λέει παιδιά μου είναι η γη
του σύμπαντος αρρώστια και πληγή
εκεί τραγούδια λένε γράφουν στίχους
κι ακούραστοι του ονείρου κυνηγοί
κεντάνε με συνθήματα τους τοίχους

Στο Σείριο δακρύσαν τα παιδιά
και βάλαν από κείνη τη βραδιά
μιαν έγνοια στη μικρούλα τους καρδιά

Ο Εφιάλτης Της Περσεφόνης



Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντακι
έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν' να δουν διϋλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μη ξαναβγείς.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ-ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: ΑΜΟΡΓΟΣ




Ένα Ελληνικό Έργο


1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις
2 ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥΣ ΔΕΜΕΝΗ ΣΤΑ ΠΑΝΙΑ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη
3 ΑΛΛΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΦΥΚΙΩΝ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Δώρος Δημοσθένους
4 ΚΙ ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Tάσης Χριστογιαννόπουλος
5 ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ’ΡΘΟΥΝ ΑΕΡΗΔΕΣ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Δώρος Δημοσθένους
6 ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΤΩΝ ΓΡΥΛΩΝ
συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις
7 ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΛΟΙΠΟΝ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΜΟΥ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Tάσης Χριστογιαννόπουλος
8 ΚΑΙ ΜΗ ΓΕΛΑΣ ΚΑΙ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΚΑΙ ΜΗ ΧΑΙΡΕΣΑΙ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη & Tάσης Χριστογιαννόπουλος
9 ΕΙΝΑΙ ΛΗΜΕΡΙ ΤΩΝ ΟΥΓΓΡΩΝ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Δώρος Δημοσθένους
10 ΟΙ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΕΣ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝΕ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη
11 ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις
12 ΕΤΣΙ Σ’ ΕΝΑ ΠΙΘΑΡΙ ΒΑΘΥ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Δώρος Δημοσθένους
13 ΕΤΣΙ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΟΛΟΓΥΜΝΗ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Δώρος Δημοσθένους
14 ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΤΡΕΜΟΥΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Tάσης Χριστογιαννόπουλος
15 ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ
συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις
16 ΤΙ ΝΑ ΜΟΥ ΚΑΜΕΙ Η ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΑ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη
17 ΙΝΤΕΡΛΟΥΔΙΟ
συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις
18 ΗΤΑΝ ΤΟΥ ΜΑΗ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη
19 ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ ΝΑ ΦΙΛΙΟΥΝΤΑΙ
συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις
20 ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΑ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη
21 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΛΕΨΑ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Δώρος Δημοσθένους, Tάσης Χριστογιαννόπουλος & Μαρία Φαραντούρη
22 ΤΙ ΝΑ ΜΟΥ ΚΑΜΕΙ Η ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΑ
ποίηση: Νίκου Γκάτσου, , συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Μάνος Χατζιδάκις
Ιδιωτική ηχογράφηση, 1972

Αμοργός: Σχετικά, από τον Σείριο

ΑΜΟΡΓΟΣ
Έργο 46 (1970 - 1987)
Καντάτα βασισμένη στο ομώνυμο ποίημα του Νίκου Γκάτσου, για μια γυναικεία φωνή, δυο ανδρικές, μικτή χορωδία και συμφωνική ορχήστρα.

Τραγουδούν: Μαρία Φαραντούρη, Tάσης Χριστογιαννόπουλος, Δώρος Δημοσθένους
Ενορχήστρωση - Αναπροσαρμογή: Νίκος Κυπουργός
Μουσική Διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Διεύθυνση χορωδίας: Αντώνης Κοντογεωργίου

H μουσική σχέση του Μάνου Xατζιδάκι με την AΜΟΡΓΟ δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί παρά μόνο μέσω της σχέσης του με τον Nίκο Γκάτσο, σχέσης πολυετούς, βαθιάς, σχέσης ζωής. Όταν πρωτογνωρίστηκαν, ο Χατζιδάκις ήταν δεκαεπτά ετών και ο Γκάτσος εικοσιοκτώ.

Μελοποίησε στίχους του Γκάτσου και άλλων ποιητών ή στιχουργών, απέφυγε όμως -με λίγες εξαιρέσεις- τη μελοποίηση ποιητικών έργων. Πάντα πίστευα, έλεγε, ότι η ποίηση και η μουσική έχουνε μια αυτάρκεια και δεν περιμένουνε τα καινούρια έργα για να ξαναϋπάρξουν.
Ο Χατζιδάκις θεωρούσε ότι η AΜΟΡΓΟΣ δεν είναι ένα υπερρεαλιστικό ποίημα• είναι ένα ελληνικό ποίημα, με χρήση κάποιων υπερρεαλιστικών στοιχείων, τα οποία όμως υπάρχουν στην ίδια την ελληνική παράδοση. Γι αυτό και ο Γκάτσος δεν δυσκολεύτηκε να τα μεταφέρει στο νεοελληνικό τραγούδι, δίνοντας μια καινούργια αίσθηση, αλλά στην ουσία επαναφέροντας τα διαχρονικά στοιχεία που περιείχε η ελληνική παράδοση.

Παρά την μακρόχρονη σχέση του με το ποίημα και τις επανειλημμένες εξαγγελίες ολοκλήρωσης του, στην πράξη ο Xατζιδάκις αφιερώθηκε αποκλειστικά στη σύνθεσή του σε δύο μόνο συγκεκριμένες χρονικές περιόδους:
H πρώτη ήταν το καλοκαίρι του 1972 στη Nέα Yόρκη, λίγο πριν την επιστροφή του στην Eλλάδα. Στην πρώτη εκείνη μορφή του έργου προβλέπονταν αφηγηματικά μέρη ανάμεσα στα τραγούδια, με τον Aλέξη Mινωτή ως αφηγητή, και τον Δημήτρη Χορν στο ρόλο του Βυζαντινού χρονογράφου.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 1986 γράφει το Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, και σχεδιάζει κάποιες μελωδίες για μερικούς από τούς τελευταίους στίχους του ποιήματος: Xρόνια και χρόνια πάλεψα. Tον Mάιο και τον Iούνιο του 1987 καταπιάνεται για τελευταία φορά με το έργο.

Το 1981, καλεί τον Νίκο Κυπουργό από το Παρίσι να αναλάβει την ενορχήστρωση του έργου, υπό την καθοδήγησή του, ώστε εκείνος να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ολοκλήρωση της μελοποίησης, εν όψει της επικείμενης εκτέλεσης του έργου στα πλαίσια του Mουσικού Aυγούστου στο Hράκλειο Kρήτης. Tελικά, υπό την πίεση του χρόνου, στην Kρήτη αρκέστηκε να παρουσιάσει έξι από τα τραγούδια που ήδη είχε συνθέσει στην Aμερική, για φωνή και πιάνο. Tο 1987 προαναγγέλλει εκ νέου το έργο και αναθέτει και πάλι στον Νίκο Κυπουργό την ενορχήστρωση. H παρουσίαση όμως του έργου αναβάλεται για μία ακόμα φορά.

Έτσι η ΑΜΟΡΓΟΣ εξακολουθεί να παραμένει ένα «ανολοκλήρωτο» ταξίδι επιστροφής. Κι επειδή δεν είναι νησί, μπορεί κανείς να φτάσει εκεί, μόνο στα όνειρά του!

To καλοκαίρι του 2003, η ΑΜΟΡΓΟΣ παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Hρώδειο (26 Iουνίου) και σήμερα, δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί από τον ΣΕΙΡΙΟ.

Το πέλαγο είναι βαθύ,

Το πέλαγο είναι βαθύ,
κι η αγάπη είναι μεγάλη
έχω έναν πόνο στην ψυχή
και ποιος θα μου τον βγάλει

Το πέλαγο είναι γλυκό,
χάδι μαζί και δάκρυ
και με κυλάει αφρίζοντας
στου ορίζοντα την άκρη.

Το πέλαγο είναι παιδί,
τρέχει και δεν το φτάνω
παιδί και στην αγάπη του,
που σαν παιδί το χάνω.

Ο κυρ Αντώνης

Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή
με ένα κανάτι κι ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ
είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά

Αχ κυρ Αντώνη πώς σ' αγαπάμε και μαζί σου τ' άστρα μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή

Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ό,τι ποτέ δεν έζησε μες τ' όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή

Αχ κυρ Αντώνη πώς σ' αγαπάμε και μαζί σου τ' άστρα μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε ώσπου να ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή

Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί
μα ο κυρ Αντώνης δε θα βγει ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες τ' όνειρό του θέλησε πια να ζει

Μακριά στο Κατμαντού

Φεύγει κάποιο τραίνο
σ' έρημο σταθμό
Φεύγει δίχως φρένο
δίχως αριθμό
Πάει στην Ασία - (στην Αχερουσία)
στην Αθανασία
κάθε μέρα και παντού
στο Κατμαντού

Πέτα
μαύρη πεταλούδα
στα βουνά του Βούδα
να του πεις την προσευχή σου
Πέτα
στην κορφή του κόσμου
για να γίνει εντός μου
φως, η ταραχή

Έφυγε το τρένο
έφυγα κι εγώ
τρέχω δίχως φρένο
δίχως οδηγό
Βλέπω το φαράγγι
στην καρδιά του Γάγγη
κάθε μέρα και παντού
στο Κατμαντού

Πέτα
μαύρο χελιδόνι
στ' άδειο μου βαγόνι
να τρυγήσεις τον καρπό σου
Πέτα
μη γυρεύεις λόγια
μόνο μοιρολόγια
έχω να σου πω

Έφυγε το τραίνο
έφυγα κι εγώ...

Ήταν καμάρι της αυγής



Ήταν καμάρι της αυγής
και καβαλάρης όμορφος.
Τώρα μια χούφτα χιόνι.

Γύρισε κάμπους και βουνά
και πανηγύρια πέρασε
στην αγκαλιά των κοριτσιών.

Ποιος το ‘λπιζε να γίνουνε
τα μούσκλια τα νυχτιάτικα
στεφάνι στα μαλλιά του;

μελοποιήθηκε και ερμηνεύτηκε

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παππάς
Άλλες ερμηνείες: Αρλέτα

γιαρέμ γιαρέμ

Με βασιλικό γιαρέμ γιαρέμ και δυόσμο
στόλισε ο Θεός γιαρέμ γιαρέμ τον κόσμο
μα 'ρθε συννεφιά γιαρέμ γιαρέμ και μπόρα
κι έπεσε κακό γιαρέμ γιαρέμ στη χώρα.
Τώρα το παιδί γιαρέμ γιαρέμ μονάχο
μοιάζει με πουλί γιαρέμ γιαρέμ σε βράχο,
τέτοιο ξαφνικό Χριστέ Χριστέ Χριστέ μου
να μην ξαναδώ ποτέ ποτέ ποτέ μου.

Με της ομορφιάς γιαρέμ γιαρέμ τον ήλιο
σου 'χτισα κι εγώ γιαρέμ γιαρέμ βασίλειο
μα 'ρθανε καιροί γιαρέμ γιαρέμ και χρόνοι
κι έγινε καπνός γιαρέμ γιαρέμ και σκόνη.
Κι έμεινε η καρδιά γιαρέμ γιαρέμ μονάχη
σαν της ερημιάς γιαρέμ γιαρέμ το στάχυ,
τέτοια συμφορά Χριστέ Χριστέ Χριστέ μου
να μην ξαναδώ ποτέ ποτέ ποτέ μου.

Με του φεγγαριού γιαρέμ γιαρέμ τ' αγιάζι
τ' όνειρο χαρές γιαρέμ γιαρέμ μοιράζει
μα στην ξαστεριά γιαρέμ γιαρέμ της μέρας
γίνεται φτερό γιαρέμ γιαρέμ κι αγέρας.
Τώρα στου ματιού γιαρέμ γιαρέμ την άκρη
θάλασσα κυλάει γιαρέμ γιαρέμ το δάκρυ,
τι να πω κι εγώ Χριστέ Χριστέ Χριστέ μου
που 'μαι ένα μικρό πουλί πουλί τ' ανέμου.

Αθανασία

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ' αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε κανείς

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ' του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε κανείς

Αμοργός (απόσπασμα) , Αυτή είναι η ζωή μας, Ασε τον καιρό

.....Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα' χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα' χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα' ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν' ανθίσει μόνο
Λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη.....


...Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.....








Αυτή ήταν η ζωή μας

Λίγα δένδρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός
είταν όλος μας ο κόσμος είταν όλο μας το βιός.
Το κανάτι στο πρεβάζι το πηγάδι στην αυλή
το κουράγιο της μητέρας του πατέρα η συμβουλή

Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη
μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη
κι αν κάποτε μας πίκρανε - χαλάλι!

Με το κρύο με το χιόνι με το δάκρυ στην καρδιά
Το ψωμάκι μετρημένο το προσφάϊ λιγοστό
και στη γη την πρώτη μάνα το μεγάλο ευχαριστώ

Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη
μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη
κι αν κάποτε μας πίκρανε - χαλάλι!


Ασε τον καιρό

Ασε τον καιρό
να γίνει χάδι δροσερό
πάνω στη πληγή σου.
Ασε να φανεί
στην άδεια θάλασσα πανί
κι ύστερα θυμήσου.

Θυμήσου κείνο το πρωί
που μες του κόσμου τη βοή
άνοιξες δρόμο στη ζωή
και χάθηκες
και χάθηκες.

Ασε τα παιδιά
που 'χουν σπίθα στην καρδιά
να 'ρθουνε κοντά σου.
Ασε τη φωτιά
να σου χαϊδεύει τη ματιά
κι ύστερα στοχάσου.

Στοχάσου κείνο το πρωί
που μες του κόσμου τη βοή
άνοιξες δρόμο στη ζωή
και χάθηκες
και χάθηκες.

ΑΣΚΗΤΙΚΗ: Η ΡΑΤΣΑ

Η κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ . πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.




Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γενήκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γενήκαν ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.



Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.



Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη του εαυτού σου.



Δεν είσαι ένας. είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.



Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.



Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας πρόπαππος αφρίζει στο στόμα σου. όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται. όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.



Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνονται κοπάδια κοπάδια οι γίσκοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.



«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!» φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. «Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε. πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις ιδέες. κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας. στερέωσέ το εσύ!



«Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθούμε στον αγώνα. Λύτρωσε μας!»



Δε φτάνει ν΄ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνονται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν΄ ανεβούν πάλι στο φως της μέρας.



Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιός πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αιμάτου σου και ποιός ν΄ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.



Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο. να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα. ας πιεί το αίμα μου όλο!



Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούλησή τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο. αυτό είναι το δεύτερο χρέος.



Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.



Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Πως θ΄ αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.



Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.



Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Ως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργάς την κοίτη όπου θα μπει και θα οδέψει ο ποταμός των απογόνων.



Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.



«Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!» Τ΄ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.



Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί. πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονικό ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.



Το σώμα του το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ΄ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.



Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.



Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.



Όπως μάχεται για το μικρό σου σώμα, πολεμά και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουμε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.



Πώς μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πώς μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.



Να ζεις βαθιά, όχι σαν ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.



Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.



Ποιός είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στερεά από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέει αλάκερο το δέντρο.



Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.



Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό δε θέλει πια να ΄ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.



Πατέρα, δε χωρώ στην καρδία σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω! Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!



«Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν΄ ακολουθούν το ρυθμό της καρδιάς μου. Βιάζομαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!»



Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. «Όλα, όλα για το γιο μου!» φωνάζεις. «Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!»



Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: «Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!



«Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!»

ΑΣΚΗΤΙΚΗ ( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

Αποσπάσματα από την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη
Πιστεύω σ' ένα θεό, ακρίτα, διγενή, στρατευμένο, πάσχοντα,

μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ' ακροτατα σύνορα, στρατηγό
αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δυνάμεις, τις ορατές και τις αόρατες.

Πιστεύω στ' αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο θεός στους αιώνες
και ξεκρίνω πίσω από την άπαυτη ροή του την ακατάλυτη ενότητα.

Πιστεύω στον άγρυπνο βαρυν αγώνα του, που δαμάζει και καρπίζει την υλη'
τη ζωοδόχα πηγή φυτών, ζώων κι ανθρώπων.

Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και
νύχτα παλεύει ο ακρίτας με το θάνατο.

«Βοήθεια!» κράζεις, κύριε. «βοήθεια!» κράζεις, κύριε, κι ακούω.

Μέσα μου οι πρόγονοι κι απόγονοι κι οι ράτσες όλες, κι όλη η γης, ακούμε
με τρόμο, με χαρά, την κραυγή σου.

Μακάριοι όσοι ακούν και χυνουνται να σε λυτρώσουν, κύριε, και λεν: «εγώ
και συ μοναχά υπάρχουμε.»

Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί σου, κύριε, και λεν: «εγώ και συ
είμαστε ένα.»

Και τρισμακαριοι όσοι κρατούν, και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το
μεγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό:

Και το ένα τούτο δεν υπάρχει!

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Οδυσσέας

Δυο μήνες πάνε πια στης πλούσιας Πύλος
τ' αμμουδερά ακρογιάλια που περνούσα.
Νοτιάς φυσούσε, ξέσπασεν η μπόρα
κι από τα μαύρα νέφελα χυνόταν
βαριά νεροποντή – κι ολούθε ο μέγας
μας τρογυρνούσε κεραυνός του Δία...
Στο φως της αστραπής βιγλίζω απάντεχα
στη µέση του πελάγου το ∆υσσέα
γαλήνιος να κρατάει σφιχτά το δοιάκι,
κατάµατα στυλώνοντας τη µπόρα!
«– ∆υσσέα!», του κράζω, «πας για την πατρίδα;…
Πια µες στης θεάς την κλίνη δε χωρούσες;… »
Μ’ αυτός, µε το τιµόνι στην παλάµη
και τ’ αρµυρά δαγκώνοντας µουστάκια
τήραε µπροστά, σκυφτός, και δεν εστράφη!

Ο Καζαντζάκης και ο θεός

(Από την ομιλία του Δημήτρη Νικολόπουλου)

Ένας προβληματισμός πάνω στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη απαιτεί, οπωσδήποτε να εξεταστεί και το επιμέρους θέμα: «ο Καζαντζάκης και ο θεός». Αυτό κυρίως γιατί ο Καζαντζάκης σ΄ ‘όλα τα έργα, σε κικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κάνει αναφορές στο θεό ή σους θεούς, το θείο γενικότερα, τη θρησκεία και το ιερατείο. Σε κάποια μάλιστα απ΄ τα έργα του αυτές οι αναφορές εξαγγέλονται ήδη από τους τίτλους τους. Τέτοιοι τίτλοι είναι: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «ο φτωχούλης του Θεού», «η Ασκητική» που έχει και δεύτερο τίτλο στα λατινικά “Salvatores Dei”, που μεταφράζεται «Σωτήρας του Θεού». Και ακόμη οι τίτλοι «ο τελευταίος πειρασμός» και ο λιγότερο γνωστός «Βούδας».

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτές οι αναφορές δεν περιορίζονται μόνο στον χριστιανικό θεό και στη χριστιανική θρησκεία, αλλά απλώνονται και σε πολλούς άλλους θεούς και άλλες θρησκείες. Έτσι απ΄ το έργο του Καζαντζάκη, πέρα βέβαια απ΄ τ΄ άλλα, αναδύεται μια ατμόσφαιρα, μια αύρα θρησκευτικού πλουραλισμού, μια θρησκευτική πολυμορφία ή ακόμη και ένας θρησκευτικός κοσμοπολιτισμός.

Γεννιέται όμως το ερώτημα: Ο Καζαντζάκης που είναι τόσο εγκωμιαστικός, που υμνολογεί όλους αυτούς τους ετερόκλητους, τους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους θεούς, πιστεύει ότι όλοι αυτοί οι θεοί είναι ζώντες; Ότι είναι αληθινοί θεοί; Ότι πράγματι υπάρχουν; Μήπως πιστεύει σε κάποιον από αυτούς και όχι στους άλλους;Μήπως δεν πιστεύει σε κανέναν; Μήπως τους εγκωμιάζει για κάποιον άλλο λόγο, που δεν έχει σχέση με την πίστη;

Όλα αυτά τα ερωτήματα μπορούν να διατυπωθούν, κάπως σχηματικά βέβαια, σε ένα: Πιστεύει ο Καζαντζάκης στο θεό;

Αρχικά θα θέσω το επιμέρους ερώτημα: Πιστεύει ο Καζαντζάκης στο χριστιανικό θεό; Απάντηση, ΟΧΙ. Η στήριξη της απάντησης μπορεί να ζητηθεί στην πρώτη παράγραφο της «Ασκητικής», που είναι το κατεξοχήν φιλοσοφικό έργο του:

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή.

Σύμφωνα όμως με τη χριστιανική διδασκαλία και το χριστιανικό δόγμα, «ερχόμαστε» απ΄ τη Δημιουργία του Θεού και θα «καταλήξουμε» στη Βασιλεία των Ουρανών, σε μια Δευτέρα Παρουσία. Άρα η άβυσσος του Καζαντζάκη, της Ασκητικής, αποκλείει τη χριστιανική πίστη και το χριστιανικό θεό. Ο Καζαντζάκης λοιπόν δεν πιστεύει στο χριστιανικό θεό.

Ερώτημα άλλο: Μήπως ο Καζαντζάκης πιστεύει σε κάποιον άλλο θεό μονοθεϊστικής θρησκείας; π.χ. στον Ιεχωβά των Εβραίων ή τον Αλλάχ των Μουσουλμάνων; Απάντηση, ΟΧΙ. Και στηρίζω αυτή την απάντηση λέγοντας πως όλοι οι θεοί των μονοθεϊστικών θρησκειών είναι ανάλογοι ως προς το θέμα της Δημιουργίας και της κατάληξης, της συντέλειας του κόσμου, με τον χριστιανικό θεό. Τους αποκλείει και αυτούς λοιπόν η άβυσσος και μάλιστα η σκοτεινή άβυσσος, που αναφέρει ο Καζαντζάκης στην Ασκητική του.

Ερώτημα άλλο: Μήπως ο Καζαντζάκης είναι ειδωλολάτρης; Μήπως πιστεύει σε κάποια μορφή παγανισμού; Απάντηση, ΟΧΙ. Η στήριξη αυτής της απάντησης έχει ως εξής: Στην ειδωλολατρία υπάρχει κατακερματισμόςτης θεϊκής δύναμης. Οι θεοί είναι πολλοίκαι σκόρπιοι μέσα στη φύση – σύμπαν. Η μεταφυσική όμως αγωνία του Καζαντζάκη ψάχνει το θεό, ασχέτως αν τον βρίσκει ή όχι, στην Ενότητα, στο Ένα και Μοναδικό.

Κατά τον Καζαντζάκη οι άνθρωποι δημιούργησαν τον θεό. Στο «Ταξιδεύοντας» στο Κεφάλαιο «Σινά», γράφει:

Ο θεός δεν είναι απροσδόκητο ουράνιο φαινόμενο. Οι ρίζες του είναι βαθιά μέσα στις μάζες.

Και στην «Ασκητική»

Ο θεός δε μας σώζει, εμείς τον σώζουμε.

Και στον επίλογο του ίδιου έργου του

Πιστεύω σε ένα Θεό, Ακρίτα, Διγενή, στρατευόμενο, Μεγαλοδύναμο, όχι Πολυδύναμο

Όπου το «πιστεύω» έχει την έννοια του «προτείνω».

Ο Καζαντζάκης δεν αποκλείει την ύπαρξη ενός θεού, ανώτερης δύναμης αλλά δεν Τον πιστεύει, με την έννοια ότι δεν έχει επαρκή βεβαιότητα γι΄ αυτόν. Δηλαδή είναι ένας άθεος, ο οποίος όμως διατηρεί και κάποια επιφύλαξη απέναντι της αθεϊα του.