Δυο μήνες πάνε πια στης πλούσιας Πύλος
τ' αμμουδερά ακρογιάλια που περνούσα.
Νοτιάς φυσούσε, ξέσπασεν η μπόρα
κι από τα μαύρα νέφελα χυνόταν
βαριά νεροποντή – κι ολούθε ο μέγας
μας τρογυρνούσε κεραυνός του Δία...
Στο φως της αστραπής βιγλίζω απάντεχα
στη µέση του πελάγου το ∆υσσέα
γαλήνιος να κρατάει σφιχτά το δοιάκι,
κατάµατα στυλώνοντας τη µπόρα!
«– ∆υσσέα!», του κράζω, «πας για την πατρίδα;…
Πια µες στης θεάς την κλίνη δε χωρούσες;… »
Μ’ αυτός, µε το τιµόνι στην παλάµη
και τ’ αρµυρά δαγκώνοντας µουστάκια
τήραε µπροστά, σκυφτός, και δεν εστράφη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου