Σελίδες

100 από τα δημοφιλέστερα Δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού Έθνους


100 από τα δημοφιλέστερα Δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού Έθνους

ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ – ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ (6)

1.   Ένα καράβι από τη Χιο

Ένα καράβι από τη Χιο
με τις βαρκούλες του τις δυο
στη Σάμο πήγε κι άραξε
κι έκατσε και λογάριασε

Πόσο πουλιέται το φιλί
στη Δύση, στην Ανατολή
Της παντρεμένης τέσσερα
της χήρας δεκατέσσερα

Της λεύτερης είναι φτηνό
το παίρνεις με το χωρατό
κι αν σε φιλήσει μια φορά
αλλού ψάχνει να βρει χαρά


2.   Κάτω στο γιαλό

Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, 
κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι.
Κάτω στο γιαλό κοντή νεραντζούλα φουντωτή,
 
κάτω στο γιαλό κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

Πλέναν Χιώτισσες, πλέναν Παπαδοπούλες,
 
πλέναν Χιώτισσες, πλέναν Παπαδοπούλες.
Πλέναν Χιώτισσες, κοντή νεραντζούλα φουντωτή,
 
πλέναν Χιώτισσες, κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

Και μια Χιώτισσα μικρή Παπαδοπούλα,
 
και μια Χιώτισσα μικρή Παπαδοπούλα.
Και μια Χιώτισσα κοντή νεραντζούλα φουντωτή,
 
και μια Χιώτισσα κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

Έπλεν’ , άπλωνε και με την άμμο παίζει,
 
έπλεν’ , άπλωνε και με την άμμο παίζει.
Έπλεν’ , άπλωνε, κοντή νεραντζούλα φουντωτή,
 
έπλεν’ , άπλωνε, κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

Φύσηξε Βοριάς, Μαΐστρος, Τραμουντάνα,
 
φύσηξε Βοριάς, Μαΐστρος, Τραμουντάνα.
Φύσηξε Βοριάς, κοντή νεραντζούλα φουντωτή,
 
φύσηξε Βοριάς, κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

Και της σήκωσε το ποδοφούστανό της,
 
και της φάνηκε ο ποδαστράγαλός της.
Έλαμψ’ ο γιαλός, κοντή νεραντζούλα φουντωτή,
 
έλαμψ’ ο γιαλός, κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

3.      Ο μπάρμπα Μαθιός.

    Α, πα, πα καημός
α, πα, πα καημός
βρε έχασε τσ’ αρβύλες
ο μπάρμπα Μαθιός.

Αχ, θα σε ξυλοφορτώσω
που μ’ έκλεισες απ’ όξω
και μ’ έσπασε τ’ αγιάζι
κι εσένα δε σε νοιάζει.

Α, πα, πα
τι έπαθε ο Θοδωρής,
 
το καλαθάκι έχασε.

Αχ, θα σε ξυλοφορτώσω
που μ’ έκλεισες απ’ όξω
και μ’ έσπασε τ’ αγιάζι
κι εσένα δε σε νοιάζει.

Α, πα, πα.
 
Α, πα, πα
βρε σκέπασέ με Κατερινιώ
με τον παλιό αμπά.

Α, πα, πα καημός
α, πα, πα καημός
βρε έχασε τσ’ αρβύλες
ο μπάρμπα Μαθιός.

4.   Ντιρλαντά/ ντιρλανταντά

Βρέ ντιρλαντά, ντιρλανταντά, βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι
και πώς θα πάρουμε την Πόλη, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Από την πόλη την καλή ήρθε μια σκούνα με πανί.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και δεν τελειώνει
βρε ντιρλαντά με ζαχαρώνει,
 
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, να το χαρώ που με κοιτά
Ω ντιρλαντά βρε λεβεντόνια, βρε και της Μπαρμπαριάς γλαρόνια.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά βρε και βραδιάζει
βρε κι η κουβέρτα αναστενάζει
Βρε και ο μάγερας φωνάζει, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι και πώς θα πάρουμε την Πόλη.

Από την πόλη την καλή, ήρθε μια σκούνα με πανί
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, αχ η Μαρία του Μηνά
Επάνω στ’ άσπρο της ποδάρι θα πάω να δέσω παλαμάρι.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά θα δέσω κόμπο
βρε στον λαιμό τους των αρχόντων
Να πέφτει ο κόμπος στο κοπάλι, στην Κατερίνα του τσαγκάρη
Βρε θα τη βάλω μες στην πλώρη και θα της κάμω γιο και κόρη.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και σεις λεβέντες
βρε θα σας δώσω εγώ βιολέτες
Θα δώσω σ’ όλους από δύο βρε και του Γιώργη δε του δίνω
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντα ντα ντα, ντιρλανταντά
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά...


5.   Πέρα στους πέρα κάμπους

     Πέρα στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές
είν’ ένα μοναστήρι που παν’ οι κοπελιές

Πάω και `γω ο καημένος για να λειτουργηθώ
να κάνω το σταυρό μου σαν κάθε Χριστιανός

Στο περιβόλι μπαίνω και βλέπω μια μηλιά
με μήλα φορτωμένη και πάνω κοπελιά

Της λέω έλα κάτω να χτίσουμε φωλιά
μα εκείνη κόβει μήλα και με πετροβολά

Ρωτώ ξαναρωτώ τη `πο που `σαι κοπελιά
από εδώ κοντά `μαι π’ αυτόν τον μαχαλά

Μα έχω γέρον άντρα και δυο μικρά παιδιά
π’ ολημερίς με δέρνει έχει σκληρή καρδιά

Βαρύ σταμνί μου δίνει κι ένα κοντό σχοινί
ν’ αργήσω να γεμίσω για να `βρει αφορμή

6.  Κάλαντα Ικαρίας 

     Για σένα κόρη όμορφη 
ήρθαμε να τα πούμε,
 
και τα καλά Χριστούγεννα
 
για να σου ευχηθούμε.

Φέρτε μας κρασί να πιούμε
 
και του χρόνου να σας πούμε,
 
και του χρόνου να σας πούμε
 
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
 

Αν έχεις κόρη όμορφη
 
βάλε τη στο τσιμπίδι,
 
και κρέμασε την αψηλά
 
να μην τη φαν οι ψύλλοι.

Φέρτε μας κρασί να πιούμε
 
και του χρόνου να σας πούμε,
 
και του χρόνου να σας πούμε
 
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
 

Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
 
καράβια `ν’ ασημένια,
 
του χρόνου σαν και σήμερα
 
να ‘ναι μαλαματένια.
 

Φέρτε μας κρασί να πιούμε
 
και του χρόνου να σας πούμε,
 
και του χρόνου να σας πούμε
 
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
 

Για σένα κόρη όμορφη
ήρθαμε να τα πούμε,
 
και τα καλά Χριστούγεννα
 
για να σου ευχηθούμε.

Φέρτε μας κρασί να πιούμε
 
και του χρόνου να σας πούμε,
 
και του χρόνου να σας πούμε
 

φέρτε μας κρασί να πιούμε.




ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ/ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (7)


1.    Μαύρο μου χελιδόνι


Μαύρο μου χελιδόνι από την αραπιά
άσπρο μου περιστέρι από τον τόπο μου
εσείς ψηλά πετάτε, για χαμηλώσετε
κι ανοίξτε τα φτερά σας και τα φτερούδια σας
να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή
στη μάνα μ’ και στ’ αδέρφια και στην αγάπη μου.

2.    Του νεκρού αδελφού


Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, 
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη.
Την είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδε.
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
 
στ’ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
 
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.
Στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
 
αν πάμε εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
Φρόνιμος είσαι Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογηθης.
Κι α’ μο `ρτει γιε μου θάνατος κι α’ μο `ρτει γιε μου αρρώστια,
 
αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους,
 
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
 
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα
κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό και οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
 
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
 
στου Κωνσταντίνου το μνημιό μοιρολογάει και λέει.
"Ανάθεμά σε Κωσταντή και μύρια ανάθεμά σε,
 
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
Το τάξιμο που μου `ταξες πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό έβαλες κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις".
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
 
η γης αναταράχθηκε και ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά την χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
Άιντε αδερφή να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.
Αλίμονο αδερφάκι μου και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να `ρθω.
Έλα Αρετή στο σπίτι μας κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.
Κοντολογίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.

Στην στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν,
 
δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
 
μον’ κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη ομιλία:
"Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος"!
Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.
Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
 
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους"!
Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
Φοβούμαι σ’ αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις.
Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αϊ Γιάννη
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
 
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή και ράγισε η καρδιά της.
Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Άφησ’ Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι κι α’ θέλ’ ας λέγουν.
Πες μου πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!

Αυτού σιμά αυτού κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της `χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
 
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
και τα σπιτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.
Χτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχτρός μου φύγε
κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.
Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και με φωνάζει μάνα;
Άνοιξε μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.



Mάνα με τους, μάνα με τους εννιά σου γιούς, 
άιντες πουλί μου χάιντες, τη μια σου θυγατέρα
την ήλουτζες, κι αμάν αμάν, την ήλουτζες στα σκοτεινά,
 
την ήλουτζες, την ήλουτζες στα σκοτεινά,
 
άιντες πουλί μου χάιντες, τη χτένιζες στα φέγγια
την εσυχνο κι αμάν αμάν, τήνε συχνοκολάκευγες

την εσυχνοκολάκευες όξω στα φεγγαράκια,
 
στ’ άστρι και στον αυγερινό ήπλεκες τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρτανε απέ τη 
Bαβυλώνα
να πάρουνε την 
Aρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Kι όλα τ’ αδέρφια δεν ηθέν1 κι ο Kωσταντίνος ήθε.
Mάνα να την παντρέψουμε την Aρετή στα ξένα
νά ’χω κι εγώ αποκούμπηση στα ξένα που γυρίτζω.
Φρένιμος2 είσαι 
Kωσταντή μ’ άσχημα λόγια λέγεις.
Κι αν μού ’ρθει θλίψη ή χαρά ποιος θα μου τήνε φέρει;
Αν σού ’ρθει θλίψη ή χαρά εγώ θα στήνε φέρω.
Ήρτε ο χρόνος δίσεκτος κι οι μήνες οργκισμένοι
κι ήπεσε το θανατικό κι οι εννιά ’δερφοί πεθάναν.
Επόθανε κι ο Κωσταντής όπου το τάμα είχε.
Κι ήμεινε η μάνα μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα ’κλαιγε σ’ όλα μοιρολογιούνταν.
Στου Κωσταντίνου το μνημιό ενέσπαν’ τα μαλλία της.
Δε μού ’λεγες βρε Κωσταντή πως ήθε ν’ αποθάνεις,
 
μον’ μού ’λεγες την Αρετή πως ήθε να μου φέρεις.
Aνάθεμά σου Κωσταντή και τρις ανάθεμά σε, 
Οπού μου την εξόριξες την Αρετή στα ξένα.
Αφ’ την κατάρα την πολλή κι αφ’ το πολύ το κλάμα
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντίνος ήβγκε.
Άφησ’ με, Χάρε, άφησ’ με τρεις μέρες και τρεις νύχτες
να κάμω και της μάνας μου το τάμα που της είχα.
Και ποιον αφήνεις εγγυητή να πας και να γυρίσεις;
Την Παναγιά και τον Χριστό τους Άγιους Αναργκύρους.
Κάμνει το μνήμα άλογο, την πλάκα συλλιβάρι, 3
το μαύρο καβαλίκεψε στην Αρετή να πάει.
Απέ καρσί τη γνάντεψε εις το χορό κι εβάστα.
Για έλ ’δω βρε Αρετή κι η μάνα μας σε θέλει.
Αλίμον’ αδερφάκι μου και τι ’ναι που με θέλει;
Αν είναι θλίψη να θλιφτώ κι αν είν’ χαρά ν’ αλλάξω.
Καλό, κακό, βρε Αρετή, έλα μ’ αυτά που είσαι.
Το μαύρο του εγονάτισε κι απάνω την επήρε.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, στο δρόμο που δγκιαβαίναν
ακούν πουλιά να κελαηδούν, ακούν πουλιά να λένε:
Για δες κορίτσι όμορφο που σέρνει αποθαμένος.
Γι’ άκου, γι’ άκου Κωσταντή τι λένε τα πουλάκια.
Πουλάκια είν’ και κελαηδούν πουλάκια είν’ κι ας λένε.
Μου φαίνεται βρε Κωσταντή πως λιβανιές μυρίζεις.
Εχτές προχτές επήγαμε κάτω στον άϊ Γιάννη
και θύμιασέ με ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λενε:
Θεέ μεγαλοδύναμε μεγάλο κρίμα κάμνεις
την Αρετή την όμορφη να σέρν’ αποθαμένος.
Ότι που κοντοκόντεψαν εις τους Αγιούς Μαρτύρους.
Άμ’ αδερφή στο σπίτι μας να μπω να προσκυνήσω.
Έλα να πάμε Κωσταντή κι απέ για γύρνα πίσω.
Άμ’ Αρετή στο σπίτι μας κι εγώ ’μ’ αποθαμένος.
Παίρνει και πα στο σπίτι ντους με μια καρδγκιά καμένη,
 
γλέπει την πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδγκιά παρμένα,
 
και τα παραθυρόφυλλα πού ’ταν αραχνιασμένα.
Άνοιξε μάνα μ’, άνοιξε κι η Αρετή σου είμαι.
Άμε Χάρε εις το καλό κι εγώ Αρετή δεν έχω.
Μνιάν Αρετή που ’χα Αρετή, άμε και γύρευγκέ την.
Να και το δαχτυλίδι μου τ’ αρραβωνιαστικού μου,
 
οπού μ’ αρραβωνιάσανε και τα εννιά μ’ αδέρφια.
Στην πόρτα αγκαλιαστήκανε, αντάμα ξεψυχήσαν


Η προέλευση του τραγουδιού «Του νεκρού αδελφού», δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Σε κάποιο Σχολικό Βιβλίο αναφέρεται ότι δημιουργήθηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Όμως τραγουδήθηκε έντονα και στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης και ειδικότερα στην περιοχή της Πόλης. Σε καταλόγους τραγουδιών αναφέρεται ως παραδοσιακό τραγούδι της Ανατολικής Ρωμυλίας. Υποστηρίζεται δε ότι ο μύθος του συνδέεται με σχετικούς μύθους της αρχαιότητας. Σε περίπτωση που ο αναγνώστης διαθέτει κάποιες άλλες πληροφορίες ή γνώσεις και επιθυμεί να μας τις κοινοποιήσει , απλώς αναμένουμε…



3.    Καροτσέρη τράβα

Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα,
πόσα τάλιρα γυρεύεις να με πας και να με φέρεις
τράβα…

Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα,
δε με βάζει αυτός ο τόπος βάλε με να φύγω πρώτος
τράβα…

Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα,
τράβηξε όποιο δρόμο ξέρεις μόνο πίσω μη με φέρεις
τράβα…

Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα,
δέκα τάλιρα γυρεύω να σας πάω και να σας φέρω
τράβα…

Τράβα καροτσέρη γρήγορα να πάμε,
τράβα τράβα γρήγορα να πάμε
τράβα…

4.   Έχε γεια Παναγιά

Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Tαταύλα μπόρα
βασίλισσα των κοριτσιών είναι η 
Mαυροφόρα.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
 
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.

Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω,
 
και μες απ’ το Γεντί 
Kουλέ κοπέλα θ’ αγαπήσω.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
 
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε

Γεντί 
Kουλέ και Θαραπειά, Ταταύλα και Nιχώρι, 
αυτά τα τέσσερα χωριά `μορφαίνουνε την Πόλη.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
 
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε

5.   Ο Αραμπάς

Τραγούδι με προέλευση από την Κωνσταντινούπολη.
και χορεύεται στα βήματα του «ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΡΣΙΛΑΜΑ».

Αραμπάς περνά σκόνη γίνεται
αραμπάς περνά σκόνη γίνεται,
σήκω’ το φουστανάκι σου να μη σκονίζεται
σήκω’ το φουστανάκι σου να μη σκονίζεται.

Αραμπάς περνά αραμπατζής κουτσός
αραμπάς περνά αραμπατζής κουτσός,
στην μπάντα κοριτσάκια να μη σας πάρει ομπρός
στην μπάντα κοριτσάκια να μη σας πάρει ομπρός.

Αραμπάς περνά με τα φόκαλα
αραμπάς περνά με τα φόκαλα,
εβγάτε Φασουλιώτισσες με τα τσόκαρα
εβγάτε Φασουλιώτισσες με τα τσόκαρα.

Δε σου το ‘πα μια μέσ’ τον Κασσαβά
δε σου το ‘πα δυο μέσ’ το Κορδελιό,
δε σου το ‘πα τρεις να μην παντρευτείς
δε σου το ‘πα τρεις να μην παντρευτείς

6.   Δώδεκα ευζωνάκια

Δώδεκα ευζωνάκια τ’ αποφασίσανε
στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου
να πολεμήσουνε

Στο δρόμο που πηγαίναν στη Μαύρη θάλασσα
κακιά φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου
ξεσκίζει τα πανιά

Δεν κλαίμε το καράβι δεν κλαίμε τα πανιά
μον’ κλαίμε τα ευζωνάκια Παναγιά μου
τα νιούτσικα παιδιά

Βοήθα Παναγιά μου να τα γλιτώσουμε
κι όλα σου τα καντήλια Παναγιά μου
θα στ’ ασημώσουμε

7.   Ντίλι, ντίλι, ντίλι


Ντίλι ντίλι ντίλι, 
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι.

Πήγε και ο ποντικός
και πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και η γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και ο σκύλος
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και ο φούρνος
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι.

Πάει και το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και το βόδι,
 
που ήπιε το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει κι ο χασάπης
που έσφαξε το βόδι
που ήπιε το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Ως καταγωγή του τραγουδιού αυτού μνημονεύεται η Προποντίδα, η Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης και η Βιθυνία της Μικράς Ασίας. 


ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ (4)

1. Με γελάσαν τα πουλιά     


Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ΄ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου 'πανε,
ποτέ δεν θα πεθάνω.

Φτιάχνω κι εγώ το σπίτι μου
ψηλότερο από τ΄ άλλα.
Σαράντα δυο πατώματα,
εξήντα παραθύρια.

Στα παραθύρια στέκομαι,
τους κάμπους αγναντεύω.
Βλέπω τους κάμπους πράσινους
και τα βουνά γαλάζια.

Βλέπω το Χάρο που ΄ρχεται
καβάλα στ' άλογό του
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ ΄ αηδόνια.

Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ΄ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου είπανε,
ο Χάρος δεν με παίρνει.

Μη με παίρνεις Χάρο,
μη με παίρνεις
γιατί δεν με ξαναφέρνεις.

2. Κάτω στην Αγιά Μαρίνη


Κάτω στην Αγιά Μαρίνη και στη Παναγιά
δώδικα χρονώ κορίτσι εγίνει καλογριά
δώδικα χρονώ κορίτσι εγίνει καλογριά

Μήδε το σταυρό του κάνει, μήδε προσκυνά
μόνο βλέπει τα παληκάρια και κρυφά γελά
και σταυροδρόμια κάθεται και κρασί πουλά
και σταυροδρόμια κάθεται και κρασί πουλά

Πέρασε κι ένας λεβέντης και την ερωτά
Πέρασε κι ένας λεβέντης και την ερωτά

Πόσο το κρασί κυρά μου, πόσο η οκά;
Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά
Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά

Το τραγούδι κατάγεται από το χωριό Κωστί της Ανατολικής Ρωμυλίας. Χορός Καρσιλαμάς. Το τραγούδι συναντάται και σε περιοχές της Ηπείρου.

    3. Κάτω στα ρόδα


Kάτου στα Pόδα, στα Pοδοπούλα
ξένους αγάπ'σι μια ρωμιοπούλα
κι η ρωμιοπούλα δεν τόνε θέλει.
Πάρτουν, κόρη μου, τουν ξένουν άντρα,
 
θα σι φουρέσει φλουριά κι χάντρα.
Δεν τόνε θέλω, δεν τόνε παίρνω,
 
δεν τόνε θέλω τουν ξένουν άντρα
κι ας μι φουρέσει φλουριά κι χάντρα.

Τραγούδι που χορεύεται στους ρυθμούς της Μπαιντούσκας.

    4. Διώχνεις με μάνα διώχνεις με   

Διώχνεις με μάνα διώχνεις με
στ' αλήθεια θα πααίνω.
Αχ, με τα πουλάκια θα διαβώ
κι μι τα χελιδόνια.
Αχ και τα πουλιά θα νέρχουνται
κι εγώ πάντα θα λείπω.

Αχ, θα πας μάνα μ' στην εκκλησιά
θα ειδιείς τις νιές θα ειδείς τους νιούς
θα ειδιείς τα παλικάρια.
Αχ, θα διείς τουν τόπου μου εύκηρου
και στου στασίδι μου άλλου.
Αχ, θα σερν΄ς μάνα μ' παράπουνου
και πίσου θα γυρίζεις.

Αχ σε σταυροδρούμ' θα κάθεισαι
για μένα θα ρωτάεις.
Αχ, θα διείς Τούρκου θα τουν ρωτάς,
Ρωμιό θα τουν ζητάζεις:
-Aχ, μην είδιατε αμάν-αμάν
αχ, μην είδατε μην άκσητε
τουν γιό μου τουν Γιαννάκη.
-Τουν είδιαμε τουν άκσαμε
σ' ηπράσινο λιβάδι.
Μαύρα πουλιά τουν τρώγανε
κι άσπρα τουν τριγυρίζουν.


Β' ΕΚΔΟΧΗ

Διώχνεις με, μάνα, διώχνεις με, κι εγώ να φύγω θέλω,
θα φύγω με τα κάτεργα, θα φύγω με τς αρμάδες.
Μάνα, σα ‘ρθει τ’ Αι-Γιωργιού, πρώτη γιορτή του χρόνου,
μάνα, σαν πας στην εκκλησιά και θες να με ξανοίξεις,
στράφου δεξιά, στράφου ζερβά να δεις τα παλικάρια,
να δεις τον τόπο μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλο.
Τότες να πάρεις τα βουνά, ν’ αναρωτάς περάτες:
«Περάτες, μην τον είδετε κι εμένα τον υγιό μου;»
«Οψές αργά τον είδαμε στση Μπαρμπαριάς τα μέρη,
μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν,
μα ένα πουλί, καλόν πουλί, δεν ήθελε να φάει.
«Φάε κι εσύ, καλό πουλί, απ’ αντρειωμένου πλάτες,
να ‘χεις τ’ ανύχια πιθαμές και μέτρα τσι φτερούγες».



ΔΥΤΙΚΗ ΘΡΑΚΗ (10)

1. Σαράντα μέρες      

Σαράντα μέρες πολεμώ
να πάω στον Πνευματικό

Πηγαίνω μια πηγαίνω δυο
δεν τονε βρίσκω μοναχό

Πηγαίνω και μια Κυριακή
τον βρίσκω κι έτσουζε ρακή

-Παπά μου ξαμολόγα με
τα κρίματα συχώρα με

-Τα κρίματά σου είναι πολλά
Αγάπη να μην κάνεις πια

-Αν αρνηθείς εσύ παπά
τον άρτο και τη λειτουργιά
τότε θε ν' αρνηθώ κι εγώ
τα δυο του μάτια π' αγαπώ

 2. Σ' αυτό τ' αλώνι     

Σ' αυτό το αλώνι Ελένη μου
σ' αυτό το αλώνι το φαρδύ
σ' αυτό τ' αλώνι το φαρδύ
τρανός χορός που γίνεται

Να 'χα μήλο Ελένη μου
να 'χα μήλο να 'χα ρόιδο
να 'χα μήλο να 'χα ρόιδο
να πέταγα μες στο χορό

Να ξεδιπλώ- Ελένη μου
να ξεδιπλώσω το χορό
να ξεδιπλώσω το χορό
να διω την κόρη που αγαπώ


3. Πέντε – δέκα παπαδιές


Πέντι δε μωρέ για για για πέντι δέκα παπαδιές 
πέντι δέκα παπαδιές κι άλλες τόσες καλογριές

Τα βαμπά μωρέ για για για τα βαμπάκια σκάλιζαν
τα βαμπάκια σκάλιζαν κι τα ξεβοτάνιζαν

Μια την ά μωρέ για για για μια την άλλη λέγουνταν
Μια την άλλη λέγουνταν αι να κουλυμπίσουμι

Που είναι το μωρέ για για για που είναι το νερό ζεστό
Που ειναι το νερό ζεστό, το ποτάμι σιγανό

Τα φουστά μωρέ για για για τα φουστάνιατς έβγαζαν
Τα φουστάνιατς έβγαζαν στου πουτάμι ρίχνουνταν


4. Δω στα λιανοχορταρούδια


Δω στα λια κι αμάν αμάν,
δω στα λιανοχορταρούδια.
Δω στα λιανοχορταρούδια,
τι τρανός χορός θα γένει.

Σαν γαϊτά κι αμάν αμάν,
σα γαϊτάνι θα παγαίνει.
Σαν γαϊτάνι θα παγαίνει,
πέντε πέρδικες πετούσαν.

Μες τον κά κι αμάν αμάν,
μες τον κάμπο όλο γυρνούσαν.
Μες τον κάμπο όλο γυρνούσαν,
για τα μας τα δυο ρωτούσαν.

Ποια είν' η ά κι αμάν αμάν,
ποια είν' η άσπρη ποια είν' η ρούσα.
Ποια είν' η άσπρη ποια είν' η ρούσα,
ποια είν' η γαϊτανοφρυδούσα. 


5. Όσα κάστρα και αν επήγα


Όσα κάστρα και αν επήγα και αν εγύρισα 
Σαν της χήρας το κορίτσι καλέ δεν αντάμωσα

Κάθε Κυριακή ν’ αλλάζει να στολίζεται
 
Και στο παραθύρι να βγαίνει καλέ να χτενίζεται

Πέρασε και ένας μεμέτης και τη λόγιασε
Ρίχνει μήλο τη κτυπάει καλέ δεν το δέχτηκε

Ρίχνει και τον αρραβώνα χαμογέλασε
Και το βράδυ ο μεμέτης καλέ στέλνει προξενιό

Καλησπέρα σταυρομάνα θεια Κιρετσινα
 
Δε μας δίνεις Αννούλα καλέ στον Μεμετ Αγα

Δεν την δίνω την Αννούλα στον Μεμετ Αγα
Είναι τούρκος την αρταίνει την Παρασκευή


6. Γω στα ξένα περπατούσα

Εγώ στα ξε καλή μου μάνα, 
εγώ στα ξένα περπατούσα
εγώ στα ξένα περπατούσα
τσ’ όμορφες παρατηρούσα
(εγώ στα ξένα περπατούσα
τσ’ όμορφες παρατηρούσα)

Όλα τα καλή μου μάνα,
 
όλα τα κορίτσια τα `δια
όλα τα κορίτσια τα `δια
με τα γέλια, με τα χάδια
(όλα τα κορίτσια τα'δια
με τα γέλια με τα χάδια)

Μια γαλά καλή μου μάνα,
 
μια γαλαζοφορεμένη
μια γαλαζοφορεμένη
την καρδιά μου έχει καμένη
(μια γαλαζοφορεμένη
την καρδιά μου έχει καμένη)

Δεν μπορώ, καλή μου μάνα
δεν μπορώ να τη γελάσω
δεν μπορώ να τη γελάσω
το χεράκι της να πιάσω
(δεν μπορώ να τη γελάσω
το χεράκι της να πιάσω)


7. Βασιλικούδα ( Στου Τοκμάκι στ'ς Μεταξάδες ) 

Στου Τοκμάκι, στ’ ς Μεταξάδες
στου Τοκμάκι, στ’ ς Μεταξάδες
Γιάννης Δήμαρχους άιντι Βασιλικούδα μ’
Γιάννης Δήμαρχους

Γιάννης έχει τρεις γυναίκις
Γιάννης έχει τρεις γυναίκις
κι άλλην αγαπάει άιντι Βασιλικούδα μ’
κι άλλην αγαπά

Θα χουρίσει τη Θουδώρα
θα χουρίσει τη Θουδώρα
θα πάρει τη Βασιλ'κή άιντι Βασιλικούδα μ’
Θα πάρει τη Βασιλ'κή

Μάνα της την ουρμηνεύει
μάνα της την ουρμηνεύει
την παρακαλεί άιντι Βασιλικούδα μ’
την παρακαλεί

Μην τουν παίρνεις πιδί μ’ τουν Γιάννη
μην τουν παίρνεις πιδί μ’ τουν Γιάννη
τουν Γιάννη του χουβαρντά άιντι Βασιλικούδα μ’
Τουν Γιάννη του χουβαρντά

 8. Αρχοντογιός παντρεύεται 

Αρχοντογιός αρχοντογιός παντρεύεται
 
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Η μάνα του η μάνα του σαν τ’ άκουσε
 
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Πιάνει δυο φι πιάνει δυο φίδια ζωντανά
 
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Κάτσε νύφη μ’ κάτσε νύφη μ’ να φας να πιεις
 
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου

Από την πρώ από την πρώτη πιρουνιά
 
η κόρη εφαρμακώθη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
η κόρη εφάρμακώθη
προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου

Αχ, πεθερά αχ, πεθερά θέλω νερό
 
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου


9. Στέργιους πισμάνιψι

Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ’
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ’
κρουν κι τα βιολιά

Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
 
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
 

Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν’ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν’ στην αγριμδιά

Κάτέβα Στέργιου μ’, κάτεβα γκζάνι μ’
 
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ’, κάτεβα γκζάνι μ’
 
να σε παντρέψουμι

Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δε γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δε γίνομι

Τα σημάδια πίσω να πάτι
 
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
 
Στέργιους πισμάνιψι

Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ’
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ’
πάπούς αγόρασι
 

Κάτέβα Στέργιου μ’, κάτέβα γκζάνι μ’
 
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ’, κάτέβα γκζάνι μ’
 
να σε παντρέψουμι


10. Κάλαντα Χριστουγέννων Θράκης

Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο, 
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
κι ή Παναγιά μας κοιλοπονούσε

Κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
κοιλοπονούσε παρακαλούσε

Κοιλοπονούσε παρακαλούσε
όλους τους άγιους τους άι Αποστόλους

Όλους τους άγιους τους άι Αποστόλους
τρεις αποστόλοι μαμή γυρεύουν

Τρεις αποστόλοι μαμή γυρεύουν
μαμή γυρεύουν για μήλο τρέχουν

Οι άι Αποστόλοι για μήλο τρέχουν
ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν

Η Παναγιά μας ξελευτερώθει
μέσα στις δάφνες μεσ’ στα λουλούδια

Μέσα στις δάφνες μέσ’ στα λουλούδια
κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι

Κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι
σαν ήλιος λάμπει σαν νιό φεγγάρι



 Σαν ήλιος λάμπει σαν νιό φεγγάρι
σ’ αυτό το σπίτι του νοικοκύρη

Σ’ αυτό το σπίτι του νοικοκύρη
στη φαμελιά του και στα παιδιά του

ΕΠΤΑΝΗΣΑ (1)


1.       Η Δούλα

Ακούσατε τι έπαθε στο Τζάντε
με μια δούλα
για να τη μπλέξει σ’ έρωτα
του `καψε την καρδούλα

Μια μέρα την συνάντησε
της έκλεισε το μάτι
και κείνη αποκρίθηκε
στο διάολο χωριάτη

Καρναβαλάκι ήτανε
και βράδυ μοναχούλα
τότε που αποφάσισε
να εκδικηθεί την δούλα

Την έβαλε και έκατσε
σε καναπέ με σούστα
κι ολονυχτίς του έκανε
του έρωτα τα γούστα

Περίπολα τον πήγανε
εις την εισαγγελία
"τη δούλα την παντρεύομαι
χωρίς διαμαρτυρία"

Εισαγγελείς κατάλαβαν
πως είναι ερώτου λύσσα
σε γάμο τον τιμώρησαν
και τόνε απολύσαν


ΗΠΕΙΡΟΣ (12)
 1.  Βασιλικός θα γίνω 

Μωρέ βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου,
στο παραθύρι σου.
Κι ανύπαντρος θα μείνω για το χατίρι σου,
για το χατίρι σου.
Έβγα στο παραθύρι να δεις τι γίνεται,
να δεις τι γίνεται.
Το αίμα της καρδιάς μου για σένα χύνεται,
για σένα χύνεται.
Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μανα σου,
κρυφά απ’ τη μανα σου.
Και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου,
τη μαντζουράνα σου.
Τούτο εδώ το καλοκαίρι θέλω να σε κάνω ταίρι.

Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα,
το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο.

 2. Παιδιά της Σαμαρίνας

Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα,
παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.

Σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά,
ψηλά στη Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα,
ψηλά στη Σαμαρίνα, κι ας είστε λερωμένα.

Τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε,
τραγούδια να μην πείτε, μωρέ παιδιά καημένα,
τραγούδια να μην πείτε, κι ας είστε λερωμένα.

Να μην τ’ ακούσει μωρέ η μάνα μου,
κι η δόλια η αδελφή μου, μωρέ παιδιά καημένα,
κι η δόλια η αδελφή μου, κι ας είστε λερωμένα.

Και βγουν στη στράτα μωρέ να σας δουν,
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν, μωρέ παιδιά καημένα,
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν, κι ας είστε λερωμένα.

Μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα,
βαριά για να πεθάνω, μωρέ παιδιά καημένα,
βαριά για να πεθάνω, κι ας είστε λερωμένα.

Να πείτε πως μωρέ παντρεύτηκα,
πήρα καλή γυναίκα, μωρέ παιδιά καημένα,
πήρα καλή γυναίκα, κι ας είστε λερωμένα.

Την πέτρα έχω μωρέ πεθερά,
τη μαύρη γης γυναίκα, μωρέ παιδιά καημένα,
τη μαύρη γης γυναίκα, κι ας είστε λερωμένα.

Κι αυτά τα μωρέ λιανολίθαρα,
αδέρφια και ξαδέρφια, μωρέ παιδιά καημένα,
αδέρφια και ξαδέρφια, κι ας είστε λερωμένα.


3. Της Άρτας το γιοφύρι     


Σαράντα μαστορόπουλα
κι εξήντα δυό μαστόροι,
γιοφύριν εστεριώνανε
στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς δουλεύανε
το βράδυ εγκρεμιζόταν
φερμάνι από το βασιλιά
να κόψουν τους μαστόρους
κλαίνε τα μαστορόπουλα
κλαίνε για τους μαστόρους
πουλάκι πήγε κι έκατσε,
δεξιά από το γεφύρι
δεν ελαλούσε σαν πουλί
σαν όλα τα πουλάκια
μόνο λαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα.
"Αν δε στεριώσετ' άνθρωπο
γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στεριώσετ' ορφανό
μη ξένο, μη διαβάτη,
μόνο του πρωτομάστορα, την όμορφη γυναίκα."
Τ' ακούει ο πρωτομάστορας
ραγίζετ' η καρδιά του...
με το πουλί παρήγγειλε
με το πουλί τ' αηδόνι
"Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί
αργά να πάει το γιόμα
αργά να πάει και να σταθεί
στης Άρτας το ποτάμι."
Και το πουλί παράκουσε
κι αλλιώς επήγε κι είπε
"Γοργά ντυθείς, γοργά αλλαχτείς,
γοργά να πας το γιόμα
γοργά να πας και να σταθείς
στης Άρτας το ποτάμι."
Να τηνε που ξεφάνηκε
από την άσπρη στράτα
"Ώρα καλή σας μάστορες...".


4. Ξενιτεμένα μου πουλιά   


Ωρέ ξενιτεμένα μου πουλιά, πο πο,
στο κόσμο σκορπισμένα.

Η ξενιτιά σας χαίρεται, πο πο,
τα νιάτα τα γραμμένα.

Χωρίς γυναίκα και παιδιά, πο πο,
χωρίς γονιούς κοντά σας.

Ανάθεμά σε ξενιτιά, πο πο,
εσύ και τα φλουριά σου.

Μας πήρες τα παιδάκια μας, μωρέ,
και τα κρατάς κοντά σου.


 5. Εμείς εδώ δεν ήρθαμε       

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε
να φάμε και να πιούμε,
εμείς τη νύφη ήρθαμε,
να βγει να την ειδούμε.

Να ‘ρθει σιμά να ρθει κοντά
να μας φιλήσει τα χέρια,
να μάσει τα κεράσματα
να κάνει τα προικιά της.


6.  Δεν μπορώ μανούλα μ’

     Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ, 
    αχ συρε να φέρεις το γιατρό.

Αχ συρε να φέρεις το γιατρό,
 
μην πεθάνω η δόλια και χαθώ.

Αγάπησα μανα μ’ αγάπησα,
 
πικρά η μαύρη το μετάνιωσα.

Πικρά η μαύρη το μετάνιωσα,
 
αχ μανούλα μου δε σ’ άκουσα.

Ζήλεψα μανα μ’ την ομορφιά,
 
τώρα είμαι άρρωστη βαριά.

Τώρα είμαι άρρωστη βαριά,
 
θα πεθάνω η δόλια κι είμαι νια.

Σώπα τσούπρα μ’ και μην κλαις εσύ,
 
θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί.

Θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί,
 
να σου γιάνει κόρη μ’ την πληγή.

7. Κοντούλα λεμονιά

     Μωρη κοντού μωρη κοντούλα λεμονιά, 
     Με τα πολλά λεμό λεμόνια, Βησσανιώτισσα, 
σε φίλησα κι αρρώστησσα
και το γιατρό δε φώναξα.

Πότε μικρή, πότε μικρή μεγάλωσες;
Κι έγινες για στεφά στεφάνι, Βησσανιώτισσα,
 
σε φίλησα κι αρρώστησσα
και το γιατρό δε φώναξα.

Χαμήλωσε, χαμήλωσε τους κλώνους σου,
 
να κόψω ένα λεμό λεμόνι, Βησσανιώτισσα,
 
Σε φίλησα κι αρρώστησσα
και το γιατρό δε φώναξα.

Για να το στύ για να το στύψω να το πιω,
 
να μου διαβούν οι πό οι πόνοι, Βησσανιώτισσα,
 
σε φίλησα κι αρρώστησσα
και το γιατρό δε φώναξα.

Mωρή κοντού μωρή κοντούλα λεμονιά
με τα πολλά λεμό λεμόνια,
Bησσανιώτισσα
δε σ’ είδα ψες κι αρρώστησα
κι ούτε γιατρό δε φώναξα.

Πότε μικρή μεγάλωσες κι απόλυκες κλωνάρια
 
συ μ’ έκαμες κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.

Xαμήλωσε τους κλώνους σου να κόψω ένα λεμόνι
μικρή Δελβινακιώτισα
απ’ τον καημό σ’ αρρώστησα.

Για να ντο ζήψω να ντο πιω να μου διαβούν οι πόνοι
σε φίλησα κι αρρώστησα
κι ούτε γιατρό δε φώναξα.

8. Ο Μενούσης


Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης
κι ο Ρεσούλ Αγάς,
 
σε κρασοπουλειό πηγαίναν
για να φαν να πιούν.

Κει που τρώγαν,
 
κει που πίναν
 
και που γλένταγαν,
 
κάπου πιάσαν τη κουβέντα
για τις όμορφες.

Όμορφη γυναίκα που `χεις
βρε Μενούσ’ Αγά!
Πού την είδες, πού την ξέρεις
και τη μολογάς;

Χθες την είδα στο πηγάδι
που `παιρνε νερό
και της `δωσα το μαντήλι
και μου το `πλυνε.

Αν την ξέρεις κι αν την είδες,
 
πες μου τι φορεί;
Ασημένιο μεσοφόρι
με χρυσό φλουρί.

Κι ο Μενούσης,
 
μεθυσμένος πάει την έσφαξε.
Το πρωί ξεμεθυσμένος
πάει την έκλαψε.

Σήκω πάπια μ’ ,
 
σήκω χήνα μ’ ,
 
σήκω πέρδικα μ’ .
Σήκω λούσου και χτενίσου
κι έμπα στο χορό.

Να σε δουν τα παλληκάρια
να μαραίνονται.
Να σε δω κι εγώ ο καημένος
και να χαίρομαι.



9. πώς το τρίβουν το πιπέρι

Πώς το τρί βλάχα μου 
πώς το τρίβουν το πιπέρι;

Με το πόδι τους το τρίβουν
 
και το ψιλοκοπανίζουν.

Πώς το τρίβουν το πιπέρι
 
καλογριές κι οι καλογέροι;

Με τη φτέρνα τους το τρίβουν
 
και το ψιλοκοπανίζουν.

Πώς το τρί βλάχα μου
 
πώς το τρίβουν το πιπέρι;

Με το γόνα τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Πώς το τρίβουν το πιπέρι
 
καλογριές κι οι καλογέροι;

Με το χέρι τους το τρίβουν
 
και το ψιλοκοπανίζουν.

Πώς το τρί βλάχα μου
 
πώς το τρίβουν το πιπέρι;

Με την γλώσσα τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Πώς το τρίβουν το πιπέρι
 
καλογριές κι οι καλογέροι;

Με τη μύτη τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Πώς το τρί τσούπρα μου
 
πώς το τρίβουν το πιπέρι;

Με τον κόπανο το τρίβουν
 
και το ψιλοκοπανίζουν.

---------------------------------------------------------------------------

Πώς το τρί βλάχα μου καλή,
 
πώς το τρίβουν το πιπέρι;
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
του διαβόλου οι καλογέροι;

Με το γό βλάχα μου μωρή,
 
με το γόνατο το τρίβουν.
Με το γόνατο το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με τη μύ βλάχα μου μωρή,
 
με τη μύτη τους το τρίβουν.
Με τη μύτη τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με την γλώ βλάχα μου μωρή,
 
με την γλώσσα τους το τρίβουν.
Με την γλώσσα τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με τον κώ βλάχα μου καλή,
 
με τον κώλο τους το τρίβουν.
Με τον κώλο τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με τον πού βλάχα μου καλή,
 
με τον πούτσο τους το τρίβουν.
Με τον πούτσο τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλληκάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

10. Αφήνω γεια στις όμορφες     

Αφήνω γεια στις όμορφες
και γεια τις μαυρομάτες
εγώ πάω στα Γιάννενα
στου Μπέη τα σαράια.

Βρίσκω τον Μπέη που λούζονταν
σε μια χρυσή λυγένη
καλή μερά σου Μπέη μου
καλώς τη βλάχα που ‘ρθε.

Εγώ είμ’ η βλάχα η έμορφη
η βλάχα η ξακουσμένη
πο’ χω τα χίλια πρόβατα
τα τρεις χιλιάδες γίδια.

Λύκος να φάει τα πρόβατα
και σκάρκαλος τα γίδια
να μείνει η βλάχα η έμορφη.

Στο ’να βουνό τα πρόβατα
στ’ άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυο βουνά
ρόδοι και μύλοι αλέθουν.

Τα έξι αλέθουν με νερό
τα έξι με το γάλα
κι απ’ τον αφρό του γάλατος
οι βλαχοπούλες πλένουν.

Η μια πλένει τους άρρωστους
κι η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη
τους αρραβωνιασμένους.

Εγώ είμαι η βλάχα η έμορφη.


11. Βλάχα πάει για τη στάνη    

Βλάχα πάει για τη στάνη
για ν' αρμέξει μάνι-μάνι,
μα βραδιάζει και νυχτώνει
και στο δρόμο μένει μόνη.

Τρεις λεβέντες αντικρίζει
μες στο δρόμο σαν γυρίζει,
μα απ' τους τρεις ο ένας τρέχει
και στα μάτια την προσέχει.

Είναι εκείνος π' αγαπούσε
και δυο χρόνια την κοιτούσε.
"Βλάχα γιατί είσαι λυπημένη
και βαριά βαλαντωμένη;"


12. Δέλβινο και Τσαμουριά   


Άιντε Δέλβινο μωρέ Δέλβινο,
ωρε Δέλβινο και Τσαμουριά.

Άιντε Δέλβινο και Τσαμουριά,
ωρε δεν τα δίνουν τα παιδιά.

Άιντε δεν τα δι- μωρέ δεν τα δι-,
ωρε δεν τα δίνουν τα παιδιά.

Άιντε δεν τα δίνουν τα παιδιά,
ωρε στο σουλτάνο βασιλιά.

Άιντε Δέλβινο μωρέ Δελβινο,
ωρε Δελβινο και Άγιοι Σαράντα.

Άιντε Δέλβινο και Άγιοι Σαράντα,
ωρε θα σας πάρουμε για πάντα.



ΘΕΣΣΑΛΙΑ (3)

1.   Ένα μουνί παινεύτηκε

     Ένα μουνί παινεύτηκε
     σ’ ανατολή και δύση
πως δεν ευρέθη πούτσαρος
να πάει να το γαμήσει

Κι ο πούτσος μου που τ’ άκουσε
πολύ του κακοφάνη
βάζει στ’ αρχίδια του φτερά
και τρέχει και το φτάνει

Βρε συ, βρε συ παλιόμουνο
τι έχεις και παινιέσαι;
στον κόσμο που γεννήθηκες
πρέπει για να γαμιέσαι

2.    πού πας αφέντη μέρμηγκα


     Πού πας αφέ , πού πας αφέντη μέρμηγκα
και είσ’ αρματωμένος, και είσ’ αρματωμένος
Λέλεμ του, λέλεμ του, λέλεμ του και βόι βόι βόι
Λέλεμ του, λέλεμ του, λέλεμ του και ταμ τουμ του

Έχω `να αμπέ , έχω `να αμπέλι στο γιαλό
και πάω να το τρυγήσω, και πάω να το τρυγήσω
Λέλεμ του, λέλεμ του...

Έχω έν’ αμπέ , έχω έν’ αμπέλι στο γιαλό
πού κάνει πέντε ρώγες, που κάνει πέντε ρώγες
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Μα πρώτα πά , μα πρώτα πάω απ’ το χωριό
να πάρω ένα γαϊδούρι, να πάρω ένα γαϊδούρι
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Στο δρόμο τα, στο δρόμο τα ποδάρια του
θα του τα κάνω ρόδες, θα του τα κάνω ρόδες
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Να τρέχει να, να τρέχει να ζαλίζομαι
να `μαι σαν μεθυσμένος, να `μαι σαν μεθυσμένος
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Να με κοιτά , να με κοιτάζουν τα πουλιά
να κόβετ’ η λαλιά τους, να κόβετ’ η λαλιά τους
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Κι όποιου δεν κό , κι όποιου δεν κόβετ’ η λαλιά
να φεύγει από τ’ αμπέλι, να φεύγει από τ’ αμπέλι
Λέλεμ του, λέλεμ του ...


3. Αχ πατρίδα μας γλυκιά     


Τι έχουν τα ματάκια σου και είναι δακρυσμένα
ο φασισμός εσκέπασε τη χώρα μας μια μέρα
Αχ πατρίδα μας γλυκιά αγαπημένη Ελλάδα
αχ πατρίδα μας γλυκιά πόσο σ' αγαπώ πιστά

Τη χώρα μας αρχίσανε να την λεηλατούνε
άντρες γυναίκες και παιδιά όλους να μας χτυπούνε
Αχ πατρίδα...

Μα το κακό δεν βάσταξε και ξέσπασε μια μέρα
εμείς τα ελληνόπουλα σηκώσαμε παντιέρα
Αχ πατρίδα...

Τον φασισμό να διώξουμε Χίτλερ και Μουσολίνι
στη χώρα μας να φέρουμε παντοτινά ειρήνη
Αχ πατρίδα... ]

ΚΡΗΤΗ (4)

1. Κόκκινα χείλη φίλησα   


Κόκκιν' αχείλι εφίλησα
κι έβαψε το δικό μου

και στο μαντίλι το 'συρα
κι έβαψε το μαντίλι

και στο ποτάμι το 'πλυνα
κι έβαψε το ποτάμι

κι έβαψε η άκρη του γιαλού
κι η μέση του πελάγου

κατέβη αϊτός να πιει νερό
κι έβαψαν τα φτερά του

κι έβαψε ο ήλιος ο μισός
τ' ολόγιομο φεγγάρι

κόκκιν' αχείλι εφίλησα
κι έβαψε το δικό μου


2. Αγρίμια κι αγριμάκια μου

     Αγρίμια κι αγριμάκια μου, 
λάφια μου μερωμένα,
 
πέστε μου πού `ναι οι τόποι σας,
 
πού `ναι τα χειμαδιά σας;

Γκρεμνά `ναι εμάς οι τόποι μας,
 
λέσκες τα χειμαδιά μας,
 
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.

3. Τούτο το μήνα

    Τούτο το μήνα, τον από πάνω
τον από πάνω τον παραπάνω
αϊτός εβγήκε να κυνηγήσει,
 
να κυνηγήσει και να γυρίσει

Δεν εκυνήγα λαγούς και λάφια
μόν’ εκυνήγα δυο μαύρα μάτια
μαύρα μου μάτια κι αγαπημένα
και πως περνάτε χωρίς εμένα

Μαύρα μου μάτια κόκκινα χείλη
έβγα μικρή μου στο παραθύρι
να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι
να δεις το νέο που θα σε πάρει

Γαϊτάνι πλέκω και δεν αδειάζω
δεν μου βολεί να κουβεντιάζω
ανάθεμά το και το γαϊτάνι
κι απού το πλέκει κι απού το φάνει

4.    Άσπρα πουλιά  

Άσπρα πουλιά τση θάλασσας
που χαμηλοπετάτε
αν δείτε την αγάπη μου
να μου την χαιρετάτε

Μηδέ μ' αναστοράσαι μπλιο
μηδέ ρωτάς μάθεις
α' ζω κι α' ντον αποκρατώ
τον πόνο μια αγάπης

Στερουσιανή μου πέρδικα
πέρδικα πλουμισμένη
απ' όλα τα πουλιά τση γης
σ' έχω μπεγιεντισμένη


ΚΥΚΛΑΔΕΣ (4)

           1. Μες στου Αιγαίου τα νησιά

Μες στου Αιγαίου πρόβαλε να δεις
Μες στου Αιγαίου,Αιγαίου τα νησιά
Μες στου Αιγαίου τα νησιά
άγγελοι φτερουγίζουν

Και μέσα στο φτε- πρόβαλ' άστρι μου
και μέσα στο φτε- στο φτερούγισμα
Α και μέσα στο φτερούγισμα
τριαντάφυλλα σκορπίζουν

Αιγαίο μου γα- βοήθα Παναγιά
Αιγαίο μου γαλήνεψε
Ε-ε αιγαίο μου γαλήνεψε
τα γαλανά νερά σου

Να 'ρθούνε τα ξε- πρόβαλε να δεις
να 'ρθούνε τα ξε- τα ξενάκια σου
Α, να ρθούνε τα ξενάκια σου
στα ποθητά νησιά σου

Ροδόσταμο να βοήθα Παναγιά
ροδόσταμο να γίνουνε
Α ροδόσταμο να γίνουνε
Αιγαίο τα νερά σου


2. Το λουλούδακι του μπαξέ       

Το λουλουδάκι του μπαξέ
πως θα με πάρει μου τάξε

Το λουλουδάκι του βουνού
δε μ' άφησε καθόλου νου

Έλα να πάμε στο νησί
η μάνα σου εγώ και εσύ

Έλα να πάμε εκεί που λες
που κάνουν τα πουλιά φωλιές


3. Μάτια σαν και τα δικά σου      


Μάτια σαν και τα δικά σου
δεν υπάρχουν στο ντουνιά
κι όποιος τα γλυκοφιλήσει
χάρο δεν φοβάται πια

Άσε με να τα φιλήσω
μην και βρω τη γιατρειά
για να βγάλω το σαράκι
που μου τρώει την καρδιά

Δεν μπορώ να κλαίω πια
μαράθηκε η καρδιά μου
και άδικα για σένανε
τρέχουν τα δάκρυά μου


4.  Αρμενάκι 

     Αρμενάκι είμαι κυρά μου πάρε με
κι άνοιξε τη αγκαλιά σου βάλε με
βάλε με έλα βάλε με

Έλα βάρκα να με πάρεις, πάρε με
πάρε με, έλα πάρε με
σε νησιώτικο λιμάνι βγάλε με
βγάλε με, έλα βγάλε με...

ΚΥΠΡΟΣ (8)


1. Τέσσερα τζιαι τέσσερα


Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.
 

Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι
τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.
 

Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.
 

Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί
τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί.
 

Δέστε με αδέρφκια μου τζ’ εγιώ να κατεβώ,
 
μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν.
 

Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν, 
μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν.
 

Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν
έν’ κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.
 

Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.
 

Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου
να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου,
 

να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
 
γιατί τον γιον της τον μιτσήν δε θα τον ξαναδεί.

2.  Αν βουληθώ

 Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!



3. Αγάπησά την `πού καρκιάς

Αγάπησά την `πού καρκιάς αμμά ενκαι εχαρηκά την
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

Αγάπησά την `πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά `που το στενόν της

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

"Αγάπησά την που καρκιάς, τζι είχα το για καμάριν,
 
μα τζείνη περιπαίζει με, που να την δω κουβάριν!"

Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
 
Αα, κι έλα δώσ’ μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς

4.  Τηλλυρκώτισσα

Εσει έ βερεβε ναν
ά βαραβα στρον
τζι ε βερε ν μιτσίν
μες τους βουρουβου ς
εφτά βαραβα πλανή βιριβι τες
για βαρα λουρου βουρου δα μου.
 

Τριαλάλα λα λα........
 

Τζι επιά βαραβα σαν με βερεβε
μες τη βιρβι ν καρκιάν
τα λό βοροβο για
που βουρουβου μου
εί βιριβι πες
μα βαρα βρομα βαρα τα μου.
 

Τριαλάλα λα λα........
 
Επή βιριβι αν τζ ει βιριβι παν
της βιριβι ς πελλής
πως έ βερεβε ν να πά βαραβά ω
πέ βερεβε ρα
για βαρα λουρου βουρου δα μου.
 

Τριαλάλα λα λα........
 
Τζι εμά βαραβα εψε βερεβε ν
την θά βαραβα λασσαν
τζε ασή βιριβι κωσέ βερεβε ν
αγέ βερεβε ραν
μα βαρα βρομα βαρα τα μου.
 

Τριαλάλα λα λα........
 

Έσιει έναν άστρον τζι εν μιτσίν1 μες στους εφτά πλανήτες,
 
τζι επκιάσαν με μες στην καρκιάν τα λόγια που μου είπες.
 
Επήαν τζι είπαν της πελλής2 πως εν να πάω πέρα3
τζι εμάεψεν τη θάλασσαν τζι εσήκωσεν αέρα.
 

1μιτσίν: μικρό
2πελλή: τρελή
3πέρα: ξενιτιά



5. η βράκα 



Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν,
 
σαρανταδκυό πήχες παννίν,
 
έκαμαν μου έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
 

Ε, τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
 
τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
 
τζι εσάριζεν τζι εσάριζεν
την στράταν.
 
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
 
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
 
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
 
στον ήλιον να στεγνώσει,
 
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
 
πονά τη σιερώσει,
 
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
 
Ε, τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
 
τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
 
τζι εφόρουν την τζι εφόρουν την
βρακού μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
 
Ε, τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
 
τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
 
κρυφά τους χω κρυφά τους
χωρκανούς μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
 
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
 
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
 
στον ήλιον να στεγνώσει,
 
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
 
πονά τη σιερώσει,
 
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
 
Ε, παρά να πάρεις άδρωπον,
 
παρά να πάρεις άδρωπον,
 
τζιαι ναν’ τζιαι με τζιαι ναν’ τζιαι με
την βράκαν.
 
Την γέραμην την βράκαν
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
 
 
Ε, καλλίτερα πανταλονάν
καλλίτερα πανταλονάν
τζι ας εν με την τζι ας εν με την
κομμάταν
 
 
Τη γ’ έρημην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
 
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
 
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
 
στον ήλιον να στεγνώσει,
 
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
 
πονά τη σιερώσει,
 
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

6.  Χριστουγιαννιάτικα κάλαντα 

Καλήν εσπέραν θα σας πω
τζιάν(κι αν) είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεια γέννηση
να πω, να πω στ’ αρκοντικόν σας.
 

Χριστός γεννιέται σήμερον
 
εν(στην) Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται
μαζί, μαζί τζι’ η φύσης όλη.
 

Γεννιέται μες το σπήλαιον
στη φάτνη των αλόγων
ο βασιλιάς των ούρανων
τζι ο πλά τζι ο πλάστης ημών όλων.
 

Αντζιέλοι εις τον ουρανόν
ψάλλουν το εν υψίστοις
 
τζιαι να το φανερώνετε
των νυ των νυκτοβάτων πίστης.
 

Που την Περσίαν έρκουνται(έρχονται)
τρεις μάγοι με τα δώρα
τζι’ έναν αστέριν λαμπερόν
τους ο τους οδηγά στην χώραν.
 

Το Πάσκαν που `ν’ να τρώετε
εις το αρκοντικόν σας
δώστε τζιαι κανενού φτωχού
απού απού το φαγητόν σας.
 

Χρονιά πολλάνα ζήσετε
να `στε ευτυχισμένοι
τζιαι στο κορμίν τζιαι στην ψυσιήν
 
να `σα να `σαστεν πλουμισμένοι.

7.  τα ριάλια 

Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή


Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού `ντα
ο πεζεβέγγης που τα `χει στη πούγγα, ω, ω
 

Εσύ `σαι ο καθρέφτης, το καθαρόν γιαλίν
το καθαρόν γιαλίν, ω, ω
που φέγγει στην Ευρώπην και στην Ανατολήν


Τα ριάλια...
 

Ίντα τραγούδιν να σου πω, μάνα μου να σ’ αρέσει
μάνα μου να σ’ αρέσει, ω, ω
που έχεις αγγελικόν κορμί και δαχτυλίδιν μέση


Τα ριάλια...
 

Στην σκάλα που ξεβαίνεις, να ξέβαινα κι εγιώ
να ξέβαινα κι εγιώ, ω, ω
και εις κάθε σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ


Τα ριάλια..

8. Γιασεμί μου   

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου


ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (8)
 1. Γερακίνα 



      Κίνησε η Γερακίνα για νερό
ωρε κρύο να φέρει.
Ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.

Κι έπεσε μες το πηγάδι
κι έβγαλε ωρε φωνή μεγάλη.
Ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.

Κι έτρεξε ο κόσμος όλος
κι έτρεξα ωρε κι εγώ ο καημένος.
Ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.

Γερακίνα θα σε βγάλω
και γυναίκα θα σε πάρω.
Ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.


2. Στης μαντζουράνας τον ανθό     

Στης μαντζουράνας τον ανθό
έπεσα ν' αποκοιμηθώ,
λίγο ύπνο για να πάρω
στην αγάπη μου επάνω.
Έπεσ' αποκοιμήθηκα,
αγάπη δεν θυμήθηκα.

Και στον υπνοφαντασμό μου
πάντρευαν τον αγαπό μου,
πάντρευαν την αγάπη μου,
το κάναν για γινάτι μου,
και τη δίναν τον εχθρό μου
για το πείσμα το δικό μου.

Και στη χαρά με προσκαλούν,
διά κουμπάρο με θωρούν,
για να πάω να στεφανώσω,
δυο κορμάκια να ενώσω.

Του γαμπρού τα παλικάρια
έρριχναν μαργαριτάρια
και της νύφης οι κοπέλες
έρριχναν τις καραμέλες.



3. γαλανή γαλαζιανή

     Με κάλεσε μια αρχόντισσα
γαλανή γαλαζιανή
με κάλεσε μια αρχόντισσα
κόρη Καλαματιανή

Να πάω να δειπνήσω
μαύρα μάτια να φιλήσω

Με στρώνει στρώσεις δώδεκα
γαλανή γαλαζιανή
με στρώνει στρώσεις δώδεκα
κόρη Καλαματιανή

Κι ένα χρυσό πάπλωμα
κι ένα χρυσό πάπλωμα

Πέφτω αγκαλιάζω κούτσουρο
γαλανή γαλαζιανή
πέφτω αγκαλιάζω κούτσουρο
κόρη Καλαματιανή

Πότε να ξημερώσει
πότε να ξημερώσει

Με κάλεσε και μια φτωχή
γαλανή γαλαζιανή
με κάλεσε και μια φτωχή
κόρη Καλαματιανή

Να πάω να δειπνήσω
μαύρα μάτια να φιλήσω

4.     Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Μακεδονίας

Ήρθε πάλι νέο έτος εις την πρώτη του μηνός
ήρθα να σας χαιρετίσω δούλος σας ο ταπεινός.

Ο Βασίλειος ο Μέγας, ιεράρχης θαυμαστός
εις την οικογένειά σας να ‘ναι πάντα βοηθός.

Τα παιδιά εις το σχολείο να πηγαίνουνε συχνά
να μαθαίνουνε το βίο, της πατρίδας τα ιερά.

Και για τους ξενιτεμένους έχω να σας πω πολλά
σας αφήνω καληνύχτα και του χρόνου με υγειά.

5. Μακεδονία ξακουστή

    Μακεδονία ξακουστή
του Αλεξάνδρου η χώρα
που έδιωξες τους τύρρανους
κι ελεύθερ’ είσαι τώρα.

Είσαι και θα `σαι ελληνική
Ελλήνων το καμάρι
κι εμείς θα σ’ αντικρίζουμε
περήφανα και πάλι.

Οι Μακεδόνες δεν μπορούν
να ζούνε σκλαβωμένοι
όλα και αν τα χάσανε
η λευτεριά τους μένει.

Μακεδονόπουλα μικρά
χορέψτε και χαρείτε
προτού κι εσείς στα βάσανα
του κόσμου τούτου μπείτε

6.   Μήλο μου κόκκινο

Μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο
 
μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο
 
γιατί με μάρανες τον πικραμένο
 
γιατί με μάρανες τον πικραμένο

Παένω κι έρχομαι μα δε σε βρίσκω
 
παένω κι έρχομαι μα δε σε βρίσκω
 
βρίσκω την πόρτα σου μανταλωμένη
 
βρίσκω την πόρτα σου μανταλωμένη
 

Τα παραθυρούδια σου φεγγοβολούνε
τα παραθυρούδια σου φεγγοβολούνε
ρωτώ την πόρτα σου "πού πάει η κυρά σου;"
ρωτώ την πόρτα σου "πού πάει η κυρά σου;"

Κυρά μ’ δεν είνι δω πάεισι στη βρύση
 
κυρά μ’ δεν είνι δω πάεισι στη βρύση
 
πάεισι να πιει νερό και να γεμίσει
πάεισι να πιει νερό και να γεμίσει



7.    Tι `θελα κι σ’αγαπούσα 

    Tι `θελα κι σ’αγαπούσα 
     κι δε κάθουμαν καλά, 
πήρα ζάλη στο κεφάλι,
 
δυο μαχαίρια στην καρδιά.

Έφταιξα συμπάθησέ με
 
κι ό,τι θέλεις κάνεις με,
 
άνοιξε την αγκαλιά σου
 
κι στη μέση βάλι μι.
 


Τι ήθελα και σ’ αγαπούσα
και δεν κάθομαν καλά
πήρα ζάλη στο κεφάλι
δυο μαχαίρια στην καρδιά

Ήθελα να `ρθω το βράδυ
μ’ έπιασε ψιλή βροχή
ας ερχόσουνα βρε φως μου
κι ας γινόσουνα παπί

Είχα ρούχα να σ’ αλλάξω
πάπλωμα να σκεπαστείς
και κορμάκι ν’ αγκαλιάσεις
ώσπου να το βαρεθείς

Τα ωραία σου τα μάτια
στον καθρέφτη μην τα δεις
γιατί μόνη σ’ αγαπιέσαι
και εμένα λησμονείς

8.    Τώρα που στή Μαρία μου


    Τώρα που στή Μαρία μου, 
τώρα που στήσαν το χορό,
 
τώρα που στήσαν το χορό,
 
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ.

Να ‘μαν κι εγώ Μαρία μου,
 
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ,
 
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ,
 
όλες οι βέργες είναι δω.

Όλες οι βε Μαρία μου,
 
όλες οι βέργες είναι δω,
 
δική μου η βέργα δε είναι δω,
 
πάει εις τη βρύση για νερό.

Πάει εις τη βρυ Μαρία μου,
 
πάει εις τη βρύση για νερό,
 
πάει εις τη βρύση για νερό,
 
κι εγώ στη στράτα καρτερώ.

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ / ΙΩΝΙΑ (8)

1. Να το πούμε ένα

Να το πούμε ένα, να το πούμε ένα
ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.

Nα το πούμε δύο, να το πούμε δύο
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.

Nα το πούμε τρία, να το πούμε τρία
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.

Nα το πούμε τέσσερα, να το πούμε τέσσερα
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
 

Nα το πούμε πέντε, να το πούμε πέντε
πέντε δάχτυλα στο χέρι
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
 

Nα το πούμε έξι, να το πούμε έξι
έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος1
πέντε δάχτυλα στο χέρι
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
 

Nα το πούμε εφτά, να το πούμε εφτά
εφτά μέρες η βδομάδα
έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος
πέντε δάχτυλα στο χέρι
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.

Nα το πούμε οχτώ, να το πούμε οχτώ
οχτώ πόδια το χταπόδι
εφτά μέρες η βδομάδα
έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος
πέντε δάχτυλα στο χέρι
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
 

Nα το πούμε εννιά, να το πούμε εννιά
εννιά μήνες η γυναίκα
οχτώ πόδια το χταπόδι
εφτά μέρες η βδομάδα
έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος
πέντε δάχτυλα στο χέρι
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
 

Nα το πούμε δέκα, να το πούμε δέκα
δέκα μήνες η γαϊδάρα
εννιά μήνες η γυναίκα
οχτώ πόδια το χταπόδι
εφτά μέρες η βδομάδα
έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος
πέντε δάχτυλα στο χέρι
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
 

Nα το πούμε έντεκα, να το πούμε έντεκα
έντεκα οι μπαλαδόροι2
δέκα μήνες η γαϊδάρα
εννιά μήνες η γυναίκα
οχτώ πόδια το χταπόδι
εφτά μέρες η βδομάδα
έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος
πέντε δάχτυλα στο χέρι
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.
 

Nα το πούμε δώδεκα, να το πούμε δώδεκα
δώδεκα μήνες ο χρόνος
έντεκα οι μπαλαδόροι
δέκα μήνες η γαϊδάρα
εννιά μήνες η γυναίκα
οχτώ πόδια το χταπόδι
εφτά μέρες η βδομάδα
έξι αυγά ο τσουρτσουλιάνος
πέντε δάχτυλα στο χέρι
τέσσερα βυζιά η γελάδα
τρία η
Aγιά Tριάδα
δύο πέρδικες στ’ αλώνι
κι ένα είναι τ’ αηδόνι, κι αυτό γλυκά λαλεί.

1τσουρτσουλιάνος: κορυδαλός
2μπαλοδόροι: οι έντεκα παίκτες της ποδοσφαιρικής ομάδας

2. Ύπνε που παίρνεις τα μωρά     

Ύπνε που παίρνεις τα μωρά
έλα πάρε και τούτο
μικρό-μικρό σου το'δωκα
μεγάλο φέρε μου το
μεγάλο σαν ψηλό βουνό
ίσιο σαν κυπαρίσσι
κι οι κλώνοι του ν'απλώνονται
σ'Ανατολή και Δύση !
….

3. Τι σε μέλλει εσένανε    

Τι σε μέλλει εσένανε
από πού είμαι εγώ
απ' το Καραντάσι φως μου
ή απ' το Κορδελιό

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ' αγαπάς

Απ' τον τόπο που είμαι εγώ
ξέυρουν ν' αγαπούν
ξεύρουν τον καημό να κρύβουν
ξεύρουν να γλεντούν

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ' αγαπάς

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
αφού δε με λυπάσαι φως μου
και με τυραγνάς

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ' αγαπάς

Απ' τη Σμύρνη έρχομαι
να βρω παρηγοριά
να βρω μες στην Αθήνα μας
αγάπη κι αγκαλιά

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ' αγαπάς


1   4. Μήλο μου και μανταρίνι   

Μες στα γλυκά ματάκια σου
μες στα γλυκά σου κάλλη
εξέχασα σιγά σιγά
κάθε αγάπη άλλη

Μήλο μου και μανταρίνι
ό,τι πεις εσύ θα γίνει

Και τώρα που σ΄αγάπησα
τρελαίνομαι ολοένα
και χάνομαι και σβήνομαι
αγάπη μου στα ξένα

Έλα με τον ταχυδρόμο
που 'ναι γρήγορος στο δρόμο

Πόσα θυμάμαι να σου πω
κι όταν σε δω τα χάνω
κι απ' την αγάπη την πολλή
κοντεύω να πεθάνω

Έλα, έλα που σου λέγω
μην με τυραννείς και κλαίγω

Εγώ για 'σένα τραγουδώ
και λες δε σ' αγαπάω
και λες με τ' άστρα του ουρανού
τις ώρες μου περνάω

Έλα, έλα με τα μένα
και θα ζεις χαριτωμένα



5.  Aπό ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό

     Aπό ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό
ήρθ’ ένα κορίτσι, φως μου, δώδεκα χρονώ

Ούτε στην πόρτα βγαίνει ούτε στο στενό
ούτε στο παραθύρι φως μου, δυο λόγια να της πω

Έχει μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά
και στο μάγουλό του, φως μου, έχει μιαν ελιά

Δε μου τη δανείζεις δε μου την πουλάς
την ελίτσα που `χεις, φως μου, και με τυραννάς

Δε σου τη δανείζω, δε σου την πουλώ
μόν’ να τη χαρίσω θέλω σε κείνον π’ αγαπώ


6. Από τα πολλά που μου `χεις καμωμένα

    Από τα πολλά που μου `χεις καμωμένα
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
τα σωθικά μου τα `χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

Τι μου το λες πως δεν μπορείς να ζήσεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
με φοβερίζεις πως θ’ αυτοκτονήσεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

Αλλού να βρεις τα νάζια σου να κάνεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
το ίδιο το `χω κι αν ζήσεις κι αν πεθάνεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

7. Ήθελα να ’ρθω το βράδυ
   
     Ήθελα να ’ρθω το βράδυ
αμάν, αμάν, αμάν ε, μ’ έπιασε ψιλή βροχή.

Tώρα μ’ έπιασε μια μπόρα.
αμάν, αμάν, αμάν ε, και σ’ αφήκα μοναχή.

Παναθεματισμένη και τζαναμπέτισσα
κρασί, ρακί δεν ήπια, σ’ είδα και μέθυσα.

Aς ερχόσουν κι ας βρεχόσουν κι ας γινόσουνα παπί
είχα ρούχα να σ’ αλλάξω, πάπλωμα να σκεπαστείς
και κορμί για ν’ αγκαλιάσεις ώσπου να ξημερωθείς.

Παναθεματισμένη του χάρου πας και λες
κι ο χάρος δε με παίρνει και κάθεσαι και κλαις.



8.    Σγουρέ βασιλικέ μου

         Σγουρέ βασιλικέ μου, πότε μεγάλωσες
    κι έριξες τα κλωνιά σου, το πουλάκι μου, 
και με παλάβωσες.

Σγουρέ βασιλικέ μου, ματζουρανούλα μου
συ θα μ’ αποχωρίσεις απ’ τη μανούλα μου.

Bασιλικός θα γίνω, στη γλάστρα σου να μπω
να με κορφολογάνε τα χέρια σου τα δυο.



ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΟΣ (7)
 1. Ενα νερό κυρά Βαγγελιώ

Ενα νερό κυρά Βαγγελιώ
ενά νερό κρυό νερό
κι από πούθε κατεβαίνει
Βαγγελιώ μου η παινεμένη

Από γκρεμνό κυρά Βαγγελιώ
από γκρεμνό γκρεμίζεται
σε περιβολάκι μπαίνει
Βαγγελιώ μου η παινεμένη

Ποτίζει δε κυρά Βαγγελιώ
ποτίζει δέντρα και κλαδιά
λεμονιές και κυπαρίσια
σαν τα όμορφα κορίτσια

 2, Κάλαντα Χριστουγέννων 

         Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
    για βγάτε, διέτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα,
 
το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
κ το μελισσοβότανο να νίβονται οι κυράδες.

Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
 
κυρά μ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου
βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι.

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
 
παρά σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
 
δώστε μας και πέντ’ έξι αυγά να πάμε σ’ άλλη πόρτα.


3. Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί 


Μπήκαν μωρέ μπήκαν
τα γίδια στο μαντρί
Τα πρόβατα στη στρούγκα
Χρυσούλα μ' κι αδερφούλα

Κι η Χρύ- μωρέ κι η Χρύσω
 
δεν αγνάντεψε,
 
η Χρύσω μ' δεν εφάνη
να ροβολάει στη στάνη

(Ώρε ροβόλατα ροβόλατα
τα γίδια και τα πρόβατα
Ροβόλατα ροβόλατα
τα γίδια τα λιανώματα.)

Ρωτά- μωρέ, ρωτάτε
 
τους τσοπάνηδες
και τις τσοπανοπούλες
βλάχους κι βλαχοπούλες

Μην ει- μωρέ, μην είδατε
 
τη Χρυσαυγή;
Τη Χρύσω τη μικρούλα
και τη σταυραδερφούλα;

(Ώρε ροβόλατα ροβόλατα
τα γίδια και τα πρόβατα
Ροβόλατα ροβόλατα
τα γίδια τα λιανώματα.)

Νεψές μωρέ νεψές
προψές την είδαμε
σε μια ψηλή ραχούλα
Χρυσούλα μ' κι αδερφούλα

Και γλυ- μωρέ και
 
γλυκοκουβεντιάζανε
μαζί με τον Νταβέλη
το Χρήστο το λεβέντη

(Ώρε ροβόλατα ροβόλατα
τα γίδια και τα πρόβατα
Ροβόλατα ροβόλατα
τα γίδια τα λιανώματα.)

4. Παντρεύουνε τον κάβουρα

     Παντρεύουνε τον κάβουρα, ωωω
και του δίνουν τη χελώνα
ντράγκα ντρούγκα τα `ργανα
 
ώρε τα `ργανα

Κάλεσαν και τον πόντικα, ωωω
τα συμβόλαια να γράψει
ντράγκα ντρούγκα τα `ργανα
 
ώρε τα `ργανα

Καλέσαν το σκατζόχοιρο, ωωω
λεν τα στέφανα ν’ αλλάξει
ντράγκα ντρούγκα τα `ργανα
 
ώρε τα `ργανα

Καλέσαν και το τζίτζικα, ωωω
για να παίξει το βιολί του
ντράγκα ντρούγκα τα `ργανα
 
ώρε τα `ργανα

Καλέσαν και το γάιδαρο, ωωω
για να πάει να τραγουδήσει
ντράγκα ντρούγκα τα `ργανα
 
ώρε τα `ργανα

Καλέσαν και το μέρμηγκα, ωωω
τα προικιά να κουβαλήσει
ντράγκα ντρούγκα τα `ργανα
 
ώρε τα `ργανα

Καλέσαν και την αλεπού, ωωω
λεν τις κότες να μαγίσει
ντράγκα ντρούγκα τα `ργανα
 
ώρε τα `ργανα

Καλέσαν και το βάτραχο, ωωω
το νερό να κουβαλήσει
ντράγκα ντρούγκα τα `ργανα
 
ώρε τα `ργανα

4.    Το παπάκι 

     Το παπάκι πάει, καλέ παπί
το παπάκι πάει στην ποταμιά.
Το παπάκι πάει στην ποταμιά, αχ
να κρυφτεί μέσα στην καλαμιά.

Χρυσός αϊτός, καλέ παπί
χρυσός αϊτός επέρασε.
Χρυσός αϊτός επέρασε, αχ
και δεν το καλημέρισε.

Πού πας, παπί, καλέ παπί
πού πας, παπί, και δεν το λες;
Ωρέ, πού πας παπί, και δεν το λες, αχ
παρά κάθεσαι και κλαις;

Θα πάω, γεια σας, ρε παιδιά
θα πάω για την ποταμιά.
Αχ, θα πάω μες στην ποταμιά,
 
για να φέρω κι άλλη συντροφιά.

4.    Σαράντα παλληκάρια
από τη Λε μωρ’ απ’ τη Λεβαδιά
πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο , μωρ’ την Τροπολιτσά

Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,
 
μωρ’ γέροντ’ απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.

Πού πάτε παλληκάρια
πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο , μωρ’ την Τροπολιτσά

5.    Σου `πα μάνα καλέ μάνα
σου `πα μάνα πάντρεψέ με,
 
σου `πα μάνα πάντρεψέ με
σπιτονοικοκύρεψέ με.

Και στα ξέ καλή μου μάνα
και στα ξένα μη με δώσεις
και στα ξένα μη με δώσεις
γιατί θα το μετανιώσεις.

Κι αν στα ξέ καλή μου μάνα
κι αν στα ξένα θ’ αρρωστήσω
κι αν στα ξένα θ’ αρρωστήσω
ποια μανούλα θα ζητήσω;

Θα ζητή καλή μου μάνα
θα ζητήσω την κουνιάδα
θα ζητήσω την κουνιάδα
και την πρωτοσυννυφάδα.

Θα μου πουν καλή μου μάνα,
 
θα μου πουν πως δεν αδειάζω
θα μου πουν πως δεν αδειάζω
και θα βαριαναστενάζω.

ΠΟΝΤΟΣ (4)


1. Η μάνα εν κρύο νερό   
  
Όταν γερά η μάνα και άλλο κε πορεί
Ατότε θέλ' βοήθειαν, ατότε θέλ' ζωήν
Ατότε θέλ' ζωήν
Κι όταν θα έρτε η ώρα και άλλο κι θα ζει
Αμαν κ' ευτας το χρέος σοις θα καίεται η ψύ σ'

Η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ' κε μπαίν'
Η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη εν
Η μάνα να μη εν

Η μάνα εν βράχος, η μάνα εν ρασίν
Σον δύσκολον την ώρα σ', μανίτσα θα τσαείς
Μανίτσα θα τσαείς
Η μάνα εν το στήριγμαν, τη χαράς το κλαδί
τ' ατηνές η εγάπη κε βρίεται ση γην

Η μάνα εν κρύο νερόν...

Θα δεβαίνε τα χρόνεα, θα γέρουμε και μεις
Ατά είναι με τη σειρά κι θα γλυτών' κανείς
κι θα γλυτών' κανείς
και ολ' πρέπ' να εξέρουμε σ' αούτο την ζωήν
χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς κε λέπ' χαΐρ'

Η μάνα εν κρύο νερόν...

Η μάνα εν κρύο νερόν...


2. Πατρίδα   

Πάντα θυμούμαι και πονώ
Τι Πάτριδας τον τόπον
Ο νουσ’ ειμ’ επέμνεν εκεί
Κι αδά έν το κορμόπομ (δις)

Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδαμ’
Άλλο εσέν ξάει κι είδα
Ας επάτνα τα χώματα σ’
Κι εκεί την ψυμ’ εφήνα (δις)

Το Πόντο ερωθύμεσα
Τι πατρίδας το χώμα
Ατόσα χρόνε εδέβανε
Κι ενέσπαλα ακόμα (δις)

Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδαμ’
Άλλο εσέν ξάει κι είδα
Ας επάτνα τα χώματα σ’
Κι εκεί την Ψυμ’ εφήνα (δις)



3. Η μάναν εν Θεός   

Λόγια κι θα ευρίουνταν τη μάνα να υμνούνε
όσοι μανάδες μοναχόν την μάνα εγρυκούνε

Η μάνα εν Θεός η μάνα Παναγία
Άμον τη μάνας την εγάπ κι ευρίεται άλλον μία

Η μάνα πρωτού να γεννά πονεί για το παιδίν'ατς
και ους να φέραι ση ζωή πολεμά με την ψην'ατς

Φαϊ σο νουνα'τς ξάϊ κι κρούει νε διξά νε νυστάζει
Αν το παιδίν'ατς κατ παθάν το αίμαν'ατς λιφτάζει

Τι παιδί το χαμόγελο εν η χαρά τη μάνας
Ρουζ απές σο παράδεισο όντας γομόν τα πάνα



4. 
Αϊτέντς επεριπέτανεν


Αϊτέντς επεριπέτανεν
Ψηλά σαν επουράνια
Ούι αμάν αμάν.

Είσεν τσαγγία κόκκινα
Και το τσαρκούλ’ νατ μαύρον
Ούι αμάν αμάν.

Εκράνε και σαν κάρτσια του
Παλικαρί βρασ(ι)όναν
Ούι αμάν αμάν.

Αϊτέ μ’ για δώσ’ μ’ ασό κρατείς
Για πέ(ι)με όθεν κείται
Ούι αμάν αμάν.

Ασό κρατώ κι δίγω σε
Αρ’ όθεν κείται λέγω
Ούι αμάν αμάν.

Εκεί σο πέραν το ρασίν
Σε ελάτα επ’ εκεί μέρος
Ούι αμάν αμάν.

Τραντέλλεναν εσκότωσαν
Και κείται ματωμένος
Ούι αμάν αμάν.

Μαύρα πουλία τρώγν’ ατόν
Και άσπρα τριγυρίσκουν
Ούι αμάν αμάν.

Ση θάλασσα κολυμπετής
Σ’ ομάλια πεχλιβάνος
Ούι αμάν αμάν.

Σον πόλεμον Τραντέλλενας
Του πόντου παλληκάρι
Ούι αμάν αμάν.

ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΡΟΥΜΕΛΗ) (8)


1. Κάτω στου βάλτου τα χωριά

Κάτω στου βάλτου τα χωριά
Ξηρόμερο και Άγραφα
Και στα πέντε βιλαέτια
Φάτε, πιείτε μωρ’ αδέρφια.

Εκεί είν’ οι Κλέφτες οι πολλοί
ούλοι ντυμένοι στο φλούρι
κάθονται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή
βρίζουν τα γένια του κατή
γράφουνε και στο Κομπότι
προσκυνούνε το δεσπότη.

Βρε Τούρκοι κατσετε καλα
γιατί σας καίμε τα χωριά!
Γρήγορα το αρματολίκι
γιατ’ ερχόμαστε σα λύκοι. 


2. Του Κίτσου η μάνα

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
"Ποτάμι μ' για λιγόστεψε, ποτάμι μ' γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
πόχουν οι κλέφτες σύναξη κι όλοι οι καπεταναίοι,
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
πόχουν κι ένα γλυκό κρασί οπού γλεντούν και πίνουν".

Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του η μανούλα.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογεί και λέει:
-Κίτσο, πού είναι τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια;
-Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
μον' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια.

 3. Να 'σαν τα νιάτα     

Όρε να 'σαν τα νιάτα
πουλί μου δυό φορές
τα γηρατειά καμμία

Όρε να ξανανιώσω
πουλί μου μια φορά
να γίνω πουλί μου παλικάρι

Όρε να βάλω το φεσάκι μου
να βγαίνω παιδιά μου στο παζάρι

4. Ένας αϊτός     

Ένας αϊτός μωρέ ένας αϊτός
καθότανε ναι μωρέ, καθότανε
αχ ένας αϊτός καθότανε
στον ήλιο και λιαζότανε
ναι μωρέ λιαζότανε

Και τσίμπαγε τα νύχια του
μωρέ τα νυχάκια του
αχ και τσίμπαγε τα νύχια του
τα νυχοποδαράκια του
του μωρέ ποδαράκια του

Ε την πέρδικα που πιάσατε
ε μωρέ που πιάσατε
αχ την πέρδικα που πιάσατε
να μην την εχαλάσετε
ε μωρέ χαλάσετε
για΄θα την βάλω σε χρυσό κλουβί
να με ξυπνάει κάθε πρωί



5.  Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες


6. Κάλαντα Λαζάρου 

     Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια
ήρθε των βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
 
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.

Πού ήσουν Λάζαρε ; Πού ήσουν κρυμμένος ;

Κάτω στους νεκρούς, στους πεθαμένους.
Δε μου φέρνετε λίγο νεράκι
πουν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι ;
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι
πουν’ το στόμα μου σαν περιβόλι ;

7. Μανουσάκια

Εμένα η μάναμ’ μ’ έστειλε να μαζέψω μανουσάκια
              Μανουσάκια, μανουσάκια μόσχος και γαρυφαλάκια

Στην αγορά τα πούλησα και πήρα δυο τσαμπράκια
Μανουσάκια μανουσάκια έμορφά μου κοριτσάκια
Μανουσάκια μανουσάκια νόστιμά μου κοριτσάκια

Σαν τι τον έχεις τον παππά και κάθεσαι κοντά του
Μανουσάκια μανουσάκια μόσχος και γαρυφαλάκια

Τον έχει η μάναμ’ αδερφό και εγώ τον έχω μπάρμπα
Μανουσάκια μανουσάκια νόστιμά μου κοριτσάκια
Μανουσάκια μανουσάκια έμορφά μου κοριτσάκια


8. Τι να σε κάνω γαλανή, να γίνεις μαυρομάτα
να λεν χαρά στα νιάτα
Να σε ζηλεύω κούκλα μου, να σε ρωτώ στη στράτα
να σε ρωτώ στη στράτα

Τι, τι, τι μωρό μου, τι
 
Μη με ζηλεύεις, μάτια μου, και μη ρωτάς στη στράτα
και μη ρωτάς στη στράτα
Εγώ θα γίνω ταίρι σου, θα γίνω μαυρομάτα
να λεν χαρά στα νιάτα

Τι, τι, τι μωρό μου, τι



Πανελλαδικά (5)
 1. Ξύπνα Ραγιά

Ραγιά καημένε μου ραγιά για σήκω το κεφάλι
τη δόξα πουχες μια φορά απόκτησε την πάλι.


Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά.

Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια
διψούνε και για λευτεριά οι σκλάβοι τόσα χρόνια.

Κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο ξυπνώ με μιαν ελπίδα
να ιδώ κι εγώ μια μέρα φως ελεύθερη πατρίδα.




2. Τα κλεφτόπουλα 

Μάνα μου τα, μάνα μου
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε.

Μα ένα μικρό μα ένα μικρό
κλεφτόπουλο δεν τρώει,
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δεν γλεντάει.

Μόν' τ' άρματα,
μόν τ' άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:

Γειά σου Κίτσο μου λεβέντη,
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ' των εχθρών
τα χέρια κι απ' των Τούρκων
τα μαχαίρια.

 3. Ένα παλικάρι είκοσι χρονών

Ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ
Τ' άρματα του δώσαν για τον πόλεμο

Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε
Στα μισά του δρόμου νεροδίψασε

Έσκυψε να πιει νερό στο Γιουλ μπαξέ
Εκεί μία σφαίρα τόνε λάβωσε

Σύρε πες στην μάν μ' την μπαμπόγρια
Και στην αδερφή μου την καλόγρια

Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί
Μ' ένα με σκοτώσανε στο Γιουλ Μπαξέ

 4. τα ευζωνάκια.

Στην Αγιά-Σοφιά αγνάντια
βλέπω τα ευζωνάκια.

Τα ευζωνάκια τα καημένα
μες στους ήλιους μαυρισμένα,

κλέφτικο χορό χορεύουν
και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας την Πόλη
τραγουδούν και λένε:

«Πάλι θα γένει δικιά μας
να η μεγάλη εκκλησιά μας.
Τούτα είν’ οι χρυσοί της θόλοι
αχ κατακαημένη Πόλη.

Στην κυρά την δέσποινά μας
πες να μην λυπάται,

στις εικόνες να μην κλαίνε
τα ευζωνάκια μας το λένε».
Κι ο παπάς που είναι κρυμμένος
μέσα στ’ άγιο βήμα,
τα ευζωνάκια δεν θ’ αργήσει
να βγει να τα κοινωνήσει,
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια
μέσα σε μυρτιές και βάγια.


5. Κλεφτικη ζωή

Μαύρη μωρέ πικρή είν' η ζωή που κάνουμε
Εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες 

Όλη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
όλη μερούλα πόλεμο, το βράδυ καραούλι 

με φό- μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί
Με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.

6. Τζιβαέρι

Αχ! Η ξενιτιά το χαίρεται
Τζιβαέρι μου
Το μοσχολούλουδο μου
σιγανά και ταπεινά

Αχ! Εγώ ήμουνα που το ‘στειλα
Τζιβαέρι μου
Με θέλημα δικό μου
σιγανά πατώ στη γη

Αχ! Πανάθεμά σε ξενιτιά
Τζιβαέρι μου
Εσέ και το καλό σου
σιγανά και ταπεινά

Αχ! Που πήρες το παιδάκι μου
Τζιβαέρι μου
και το ‘κανες δικό σου
σιγανά πατώ στη γη

7. Κάλαντα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και  Φώτων

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, 

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων. 


Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το "Δόξα εν Υψίστοις"
και τούτο Άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί. Χωρίς να λείψει ώρα, 


φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι, 

πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν να Τον ευρώσι.

Διά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης, 

αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης, 


ότι πολλά φοβήθηκε διά την βασιλείαν, 

μη του την πάρη ο Χριστός και χάση την αξίαν.

Κράζει τους Μάγους κι ερωτά: -Πού ο Χριστός γεννάται;
-Εν Βηθλεέμ ηξεύρωμεν, ως η Γραφή διηγάται.

Τους είπε να υπάγωσι και όπου Τον ευρώσι, 

Να Τονε προσκυνύσωσιν, κι ευθύς να του το ειπώσι, 


οπώς υπάγη και αυτός για να Τον προσκυνήση, 

με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίση.

Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντες και τον Αστέρα βλέπουν, 

φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.

Στην Βηθλεέμ εφθάσανε, βρίσκουν την Θεοτόκον
Κρατούσε εις τας αγκάλας της τον Aγιόν της Τόκον.


Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν:
σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.

Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα, 

τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.

Αφού Τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν

Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει, τους εμποδίζει, 

άλλην οδόν να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.

Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτον να πορευθή κι εκεί να ησυχάση, 


να πάρη και την Μαριάμ ομού με τον Υιόν της, 

ότι ο Ηρώδης εζητεί τον Τόκον τον δικόν της.

Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίζουν, 

στην Βηθλεέμ επρόσταξεν παιδια να μην αφήσουν.

Όσα παιδία εύρισκον δύο χρονών και κάτω
όλα να τα περάσωσι ευθύς απ’ τα σπαθιά των.

Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σε μιαν ημέραν, 

θρήνον, κλαυθμόν και οδυρμόν είχε κάθε μητέρα.

Κι εξεπληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου:

«Φωνή ηκούσθη εκ Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει, 

παραμυθία ουκ ήθελε, ότι αυτά ουκ έχει».

Ιδού ότι σας είπαμεν όλην την υμνωδίαν
του Ιησού μας του Χριστού Γέννησιν την Αγίαν

Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε, κοιμηθείτε, 

ολίγον ύπνον πάρετε κι ευθύς να σηκωθήτε

Στην Εκκλησίαν τρέξατε με θείαν προθυμίαν
και με πολλήν ευλάβειαν στην Θείαν Λειτουργίαν.

Κι ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας, 

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας

και τον σταυρό σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε, 

δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται, 


Δώστε κι εμάς τον κόπο μας, ό,τι είναι ορισμός σας, 

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, 

σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι

Εις έτη πολλά!

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
(κι αρχή) κι αρχή καλός μας χρόνος
(Εκκλησιά) Εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο

Αρχή που βγήκε ο Χριστός
Άγιος και πνευματικός
(στη γη) στη γη να περπατήσει
(και να μας) και να μας καλοκαρδίσει

Άγιος Βασίλης έρχεται
κι όλους μας καταδέχεται
(από) από την Καισαρεία
(συ σ’ αρχό) συ σ’ αρχόντισσα κυρία

Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο, ζυμωτή
(χαρτί) χαρτί και καλαμάρι
(δες κι εμέ) δες κι εμέ το παλληκάρι

Το καλαμάρι έγραφε
τη μοίρα μου την έλεγε
(και το) και το χαρτί ομίλει
(άσπρε μου) άσπρε μου Άγιο Βασίλη

Του χρόνου μας αρχή καλή
και ο Χριστός μας οδηγεί
κακία να αρνηθούμε
μ’ αρετές να στολιστούμε

….

Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας, η Παναγιά, 

όργανο βαστάει, κερί κρατεί
και τον Άη Γιάννη παρακαλεί
"Άη Γιάννη αφέντη και βαπτιστή, 

βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί, 

Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο"

Καλημέρα, καλημέρα, 

καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά...

14 σχόλια:

  1. ΑΞΙΟΣ Ο ΚΟΠΟΣ!!!!!ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Σ'ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Να'σαι καλά, ευχαριστούμε για τον κόπο σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ποση ομορφια αντλουμε απο λεξεις εμορφα γραμμενες!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ΜΠΡΑΒΟ πολυ καλο φαινεται δεν ταχουμε χασει ολα καλα που υπαρχουν καποιοι ευεσθητοι ανθρωποι ακομοι που κοινουν την παραδοσημας ΕΥΓΕ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. EUROVISION 2018 : TRIUMPH

    Αναρωτηθήκαμε, άραγε, Μήπως σε ''διεθνείς διαγωνισμούς τραγουδιού;'', εάν κι εφόσον κριθεί ''αρμοδίως'' να πάρουμε μέρος,
    Θά'πρεπε να συμμετέχουμε με Παραδοσιακά Τραγούδια, κομμάτια Της Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς;

    Και Ωραίοι σαν Έλληνες, αποταξάμενοι ψευδεπίγραφα, ερανικά (ως εκ συγκυριακών ''συμμαχιών'';), κίβδηλα ''τρόπαια'' και πεσόντες ηρωικά -δόξα και τιμή επί τας- να ''διδάξουμε'' στους ανά τον πλανήτη έχοντες ώτα ακούειν ακουέτωσαν

    Τη ''θέωση'' της αρχέγονης συνάντησης της Ελληνικής Λαλιάς με τη Λαϊκή Μουσική, στο Παραδοσιακό Τραγούδι,
    Την Κατάθεση Ψυχής των -όχι κατ'ανάγκην επαγγελματιών- τραγουδιστών και μουσικών, ανθρώπων της διπλανής πόρτας, ταγμένων να φυλάγουν πατρογονικές, προαιώνιες Θερμοπύλες,
    Το Μεράκι του τεχνίτη -Πάθος άλλωστε κάθε Δημιουργού- για τα έγχορδα, τα πνευστά, τα κρουστά λαϊκά μουσικά όργανα· τους αρχέγονους αυτούς ''μπούσουλες'' στα βήματα των χορών σε πανηγύρια, γιορτές στις πλατείες και πολιτιστικές εκδηλώσεις, όσο ακόμα, σε πείσμα των καιρών, θα υπάρχουνε.

    Ως εκ της απουσίας της Μπροστάρισσας του Παραδοσιακού μας Τραγουδιού

    https://youtu.be/3_XgX930v_Y?t=62

    https://youtu.be/zkCCwXychHk?t=36

    Οραματίζομαι, αιθεροβάμων γαρ, την επόμενη συμμετοχή μας με Το

    https://youtu.be/inEIZHE5ye0?t=136

    Κι αν πάλι αποφασιστεί να συμμετέχουμε με Πολιτιστικό Σύλλογο, χορωδία και σολίστα, με φυσαρμόνικα,

    https://youtu.be/BcB7FMvogOs?t=81

    EUROVISION 2018 : TRIUMPH

    Είθε σωφρονισμένοι αρκούντως και γενόμενοι σοφότεροι, να επιστρέψουμε στις ρίζες μας, την εθνική μας ταυτότητα, που μας έκανε κάποτε περήφανους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Εις επίρρωσιν ενός Ευχαριστώ, ανάξιου, αναντίστοιχου, κατώτερου της προσπάθειας να συγκεντρώσετε αυτά τα τραγούδια,
    Θέλω να προσθέσω, ως ελάχιστη συμβολή μου σ' αυτή σας την προσπάθεια,
    Ένα, σχετικά, άγνωστο τραγούδι, εκπληκτικό -κατά την άποψή μου πάντα-, ως προς την τεχνική της εκτελέσεώς του,

    https://youtu.be/9H5uj0vjbK4?t=86

    Υ.Γ. Πατώντας ΕΜΦΆΝΙΣΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΈΡΩΝ μπορείς ν'ακούσεις το τραγούδι διαβάζοντας παράλληλα και τους στίχους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  7. Προς απάντηση του Ανώνυμου: Ειλικρινά δεν το γνώριζα αυτό το τραγούδι και ειδικά τραγουδισμένο από την Δόμνα Σαμίου. Σας ευχαριστώ


    Kοράσιν ετραγούδαγε

    Kοράσιν ετραγούδαγε σ' ένα ψηλό παλάτι
    κι επήρ' αγέ- κι επήρ' αγέρας τη φωνή,
    κι επήρ' αγέρας τη φωνή στα πέλαγα, στα πέλαγα την πάει.
    Kι όσα καράβια τ' άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν.
    Kι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης,
    ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου,
    τα μπάσο μούδο τα 'ριξε και στη φωνή πηγαίνει.
    - Kόρη μ' άλλαξε το σκοπό και πες άλλο τραγούδι.
    - Kαι πως ν' αλλάξω το σκοπό, να πω άλλο τραγούδι,
    εγώ κι αν ετραγούδησα γιά μοιρολόι το 'πα:
    έχω άντρα στην ξενητειά, έχω αδελφό στα ξένα
    κι ο άντρας μ' βαριαρρώστησε και γιατρικά γυρεύει,
    θέλει νερό απ' τον τόπο του και μήλ' απ' τη μηλιά του,
    σταφύλι από το κλήμα του οπο' 'χει στην αυλή του.
    Όσο να πάγω για νερό να φέρω και το μήλο,
    ο άντρας μου ξαρρώστησε κι άλλη αγάπη πήρε.
    Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπούμαι.
    Από ψηλά να γκρεμιστεί στα χαμηλά να πέσει
    κι γης ξουράφια να γενεί και να τον πετσοκόψει.
    Κι εγώ διαβάτης να γενώ κι από 'κει να περάσω.
    Καλώς τα κάνετε γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
    'κονίστε τα μαχαίρια σας, κόφτε και μη λυπάστε.
    Έχω πανί στον αργαλειό σαράντα πέντε πήχες,
    τις δέκα τ'ς έχω για ξαντό, τις δέκα για φιτίλι
    και τ'ς άλλες τ'ς αποδέλοιπες να δένει τις γιαράδες.

    τα μπάσο μούδο τα 'ριξε: τα έδεσε χαμηλότερα
    γιαράδες: πληγές

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Δύο από τα παραπάνω δημοτικά τραγούδια, σε δύο εκτελέσεις το καθένα,

    https://youtu.be/5DcO0IvXdKs?t=54

    https://youtu.be/431pqOawdrs?t=67

    https://youtu.be/FP1PLBKhC8s?t=44

    https://youtu.be/shmGQA4AGgU?t=45

    αποδεικνύουν ότι τα Αληθινά Διαμάντια, αδιακρίτως κατεργασίας, έχουν πάντα την Ίδια Λάμψη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη...

    https://youtu.be/3_XgX930v_Y?t=66

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Μήπως έχετε τους στίχους, του "Πουλιά μου διαβατάρικα" ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. "Ματαιότης Ματαιοτήτων, Τα Πάντα Ματαιότης" απεφάνθη ο ''Εκκλησιαστής''
    και εις το Αλάθητον του Σοφού Σολομώντος πειθόμενον
    το δημοτικό μας τραγούδι εβεβαίου -εξόχως πειστικά- Του Λόγου Το Ασφαλές.

    https://youtu.be/3o9htzj-BfM?t=96

    Και

    https://youtu.be/68VkYerWdBM?t=31

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Στα Χρόνια της Ελπίδας, μονόδρομα, ολόφωτα, χαρτογραφημένα τα μονοπάτια της ψυχής οδηγούσαν στη Ζωή: Τη συλλογικότητα, την υπεραγία επικοινωνία μέσα από τη γιορτή, τη χαρά, την -ψυχαναγκαστική;- αισιοδοξία για τα ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, λυτρωτικά Μελλούμενα που θά' ρχονταν — Μπροστάρης -στις χαρμολύπες του βίου παντός- το δημοτικό τραγούδι

    — Μετά από (προσκυνηματικό) ταξείδι στο μακρινό Σικάγο του 1932

    https://youtu.be/OuH8gRGvSbg?t=76 —

    Ως προς Τα καθ' Ημάς

    https://youtu.be/oEh_JF88kLo?t=49

    Πλην όμως η Καταφορά της Τύχης...Το Πεπρωμένον -πολλώ δε μάλλον και Ενοχικό- Φυγείν Αδύνατον, έλεγαν οι Αρχαίοι ημών Πρόγονοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Αρχέγονον δημοτικό Τραγούδι, πατρογονικόν λάλον αλάθητα ύδωρ — αστείρευτη η βρυσομάνα δημοτική Ποίηση, Στον αιώνα μας, λέγε, τι βλέπεις;

    Του Κίτσου η μάνα

    Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι
    με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε
    Ποτάμι μ' για λιγόστεψε, ποτάμι μ' γύρνα πίσω
    για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια
    Πούχουν οι κλέφτες σύναξη κι όλοι οι καπεταναίοι
    πούχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα
    πούχουν κι ένα γλυκό κρασί οπού γλεντούν και πίνουν

    Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν
    Χίλιοι τον παν' από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω
    κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του η μανούλα
    Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογεί και λέει:

    Κίτσο μ' που είναι τ' άρματα, τα έρμα τα τσαπράζια
    Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
    δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου
    μόνο κλαις τ' άρματα, τα έρμα τα τσαπράζια
    Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη.

    Και Μελοποιημένη

    https://youtu.be/59i-e12yNX8?t=101

    ΑπάντησηΔιαγραφή