Σελίδες

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Μόνη στ' αστέρια / Γιάννης Μπερούκας


Σ' έναν ελεύθερο ρόλο, χωρίς σκηνοθέτη
τα σύνορα της παραίσθησης πέρασε
κι άνοιξε έναν δρόμο
που μόνο αυτή φαντάστηκε.
Με τα φτερά της κομμένα
μονάχη την είδα
σκυφτή μέσα στην μπέρτα της
την άλλη όψη να μιμείται
και ακόμη ν' αγαπά σωπαίνοντας.
Σ' έναν ελεύθερο ρόλο
πιστή στην ειλικρίνεια της ψυχής
και μέσα σε εικόνες
από έναν άγνωστο κόσμο,
ρημαγμένη χάθηκε ως την άκρη του τέλους.
Ντυμένη την αγωνία μου
την φαντάστηκα
να μ' αγκαλιάζει και μαζί μου να βυθίζεται
μέσα σε μια δοκιμασία σιωπής,
την ώρα που ένα τεράστιο
χωρίς δείκτες ρολόι,
άνοιγε διάπλατα τις πύλες τ' ουρανού
κι άρχιζε πάλι
να μετρά τις ώρες από την αρχή.
Γιάννης Μπερούκας
Συλλογή- Ακροβάτες της επόμενης μέρας
Βακχικόν εκδόσεις

Αγάπησα Την Ερημιά / Γιάννης Π. Δαλάπας


Αγάπησα την ερημιά τού δάσους,
τα δέντρα πού ανθίζουν τον χειμώνα,
τα χόρτα πού έθρεφαν τη γη
τα σπίτια, πού έρημα και μόνα
είχαν ζεστασιά ψυχής,
και τούς ανθρώπους πού μοχθούσαν
για τίμια επιβίωση,
και αγάπη για τον άνθρωπο.

Ωδή στην Σιωπή / Λαγουβάρδος Αριστομένης


Γιατί στην σιωπή του φιλιού,
μαθαίνεις αυτά που δεν είπες.
Και είναι εκεί που ναυαγούν τα ωραία λόγια.
Και νιώθεις κάποιες φορές στη σιωπή να ανατριχιάζεις.
Και μαθαίνεις ότι στις ρωγμές της σιωπής,
συναντάς τα μονοπάτια της ποίησης.
Πολλές φορές ένιωσα την αξία της σιωπής.
Και ένιωσα την σιωπή όταν κάποια πράγματα
στην ζωή μου γκρεμίστηκαν.
Γνώρισα μέσα στη νύχτα την σιωπή της φύσης,
την σιωπή του έναστρου ουρανού.
Γνώρισα τις κραυγές της σιωπής,
και με αυτές μέτρησα τις αποστάσεις,
στα μεγάλα ταξίδια.
Όταν έρχονται δύσκολες μέρες,
σκέφτομαι πως ο Χριστός προσευχόταν
στην σιωπή της Ερήμου και ο Βούδας
διαλογιζόταν στην σιωπή,
στις όχθες του ποταμού Nairanjana.
Αριστομένης Λαγουβάρδος ΄΄Το πέταγμα των Πλειάδων '' Ηράκλειο Κρήτης.

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ / Αλεξανδρής Γιώργος

 



                 

Λαμπύρισε ο ήλιος στ’ ανοιχτό το παραθύρι
κι αντίφεξε διπλή η χαρά στης νιας τα μάτια.
Και σκίρτησε η καρδιά της.
                              *
Γλυκόλαλο πουλί κελάηδησε στο κοντινό δεντρί.
Άκουσε ο νιος  το κάλεσμα το κρυφό και βγήκε.
Τρελά φτερούγισε η πεθυμιά του.
                             *  
Της ελιάς τα φύλλα μοιράστηκαν φιλιά και χάδια.
Παιχνίδισε ανάμεσα πολυπόθητος καημός ο άνεμος
και γέμισαν τα στήθια τους ανάσες.
                            *
Μοσχομύρισε η γαριφαλιά ντυμένη στα γιορτινά της,
άνοιξε και η τριανταφυλλιά την κόκκινη αγκαλιά της
και πήρε χρώμα και άρωμα η ζωή τους.
                            *
Στις ξέφραγες αλάνες έπαιζαν και φώναζαν παιδιά.
Τα έβλεπαν γιαγιές και μάνες και προτρέπαν γελαστά,
τρέξτε ,παίξτε, στο κυνηγητό όλοι μαζί.
                            *
Στην απάνω γειτονιά τραγούδια, γάμοι και χοροί.
Η καλημέρα, απάντημα κι ευχή στις ανθόσπαρτες αυλές
και η πόρτα του γείτονα ανοιχτή.
                             *  
Στους δρόμους χειραψίες σφιχτές ,γέλια και μαντάτα.
Περιβόλια οι πλατείες, με στενές φιλίες και συντροφιές,
να έχει άπλα κι αποκούμπι η ζωή.
                              *
Των αστεριών οι λάμψεις και του φεγγαριού η στράτα,
φεγγοβόλημα ψυχής, σπονδή αγάπης και λατρείας.
Φωτοδότρα η αγρύπνια, ανθρωπιάς και πίστης.
                                *
Ροδόσταμα στα χείλη ο λόγος και το βλέμμα πλησμονή.
Στέριωμα και αρμονία των  ονείρων η αυριανή ημέρα.
Υπάρχει αγάπη, κεντίδι, ομορφιά και χάρη.


                             Γιώργος  Αλεξανδρής

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ Η ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ

 

Εκεί που χάνεται η ματιά
στο γαλάζιο του απείρου
καβαλάρης ο λογισμός
τρέχει στους κάμπους του χρόνου
κι ο νους περνά το ρέμα του ορίζοντα
κι αψηφά τη γη που απλώνεται.
Κι ακούγεται η μιλιά της θάλασσας
κι η ανάσα τ'ουρανού, ο άνεμος,
που τα μαζεύει σαν μέλισσα η σκέψη,
ενώ η καρδιά φτερουγίζει χαρούμενη,
σαν πουλί στ'ανοιχτά χέρια του Θεού.
(Σοφία Τσολάκη, απόσπασμα από την ποιητική συλλογή "Σκέψεων Σταλαγματιές", Εκδόσεις ΚΟΥΡΟΣ).

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ. / Αναγνωστάκης Μανώλης




















Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.


Όλα έχουν αποδελτιωθεί /Αναγνωστάκης Μανώλης



























Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει
για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

ΟΙ ΦΡΑΧΤΕΣ / Αλεξανδρής Γιώργος

     


Τους είπαν πως  θα στήσουν  με κρίνα τους φράχτες,
η φιλία και η αδελφοσύνη στα σύνορα ν’ ανθίσουν,
και το γέλιο, πλατύ θα σκορπίσουν στους δρόμους
για να γίνουν όλοι αδερφοί, στης γης την απλωσιά.

Υποσχέθηκαν πως θα στολίσουν αυλές και πλατείες,
πως στις αλάνες θ’ ακούγονται των παιδιών οι φωνές,
στρατοκόποι θα σφυρίζουν της ξεγνοιασιάς τραγούδια
και θα σμίγουν οι γείτονες στο γλεντοκόπι της χαράς.

Και πίστεψαν πως άνοιξαν όλες της γης οι γωνιές,
πως φτερούγισε η αγάπη πρωινό γλυκόλαλο πουλί
κι άνοιξε η ψυχή τους τα χέρια, σε διάπλατη αγκαλιά,
τον  άγνωστο, φιλόξενα να σφίξουν, αδερφό να τον πουν.

Και ξημέρωσαν με το κροντήρι της μέθης και του χορού.
Λευκά μαντήλια αγνάντεψαν και κάλεσμα υποδοχής,
χελιδόνια να φτερουγίζουν και αηδόνια να λαλούν,
σ’ έναν ασύννεφο ουρανό και στη δροσιά του ανέμου.

Όμως ήτανε δόλος και πλάνη της ειρήνης οι δάφνες,
οι αγκαλιές εγκλεισμοί και οι λόγοι, πολέμου ιαχή.
Οι γωνιές της γης γίνανε τάφοι και κλάμα το γέλιο,
αλάφιασμα κι απότακτη η ζωή ,κραυγή στη δυστυχία.

Τους ήθελαν απρόσωπη μάζα, χωρίς φωνή και εστία.
Οι συνεδρίες τους, στέγαστρα απανθρωπιάς και βίας.
Οι φράχτες γίνανε τείχη ψηλά, διάβαση να μην υπάρχει.
Διωγμοί χωρίς καταφυγή και στην απόγνωση η ψυχή.

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Αλεξανδρινοί βασιλείς / Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

 


Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.

Ο Αλέξανδρος -- τον είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος -- τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ' άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Αλεξανδρινοί έννοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Αλλά η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κ' εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ' οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ' ενθουσιάζονταν, κ' επευφημούσαν
ελληνικά, κ' αιγυπτιακά, και ποιοί εβραίικα,
γοητευμένοι με τ' ωραίο θέαμα --
μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.