Σελίδες
Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024
Μόνη στ' αστέρια / Γιάννης Μπερούκας
Αγάπησα Την Ερημιά / Γιάννης Π. Δαλάπας
Ωδή στην Σιωπή / Λαγουβάρδος Αριστομένης
Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024
ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ / Αλεξανδρής Γιώργος
Λαμπύρισε ο ήλιος στ’ ανοιχτό το παραθύρι
κι αντίφεξε διπλή η χαρά στης νιας τα μάτια.
Και σκίρτησε η καρδιά της.
*
Γλυκόλαλο πουλί κελάηδησε στο κοντινό δεντρί.
Άκουσε ο νιος το κάλεσμα το κρυφό και βγήκε.
Τρελά φτερούγισε η πεθυμιά του.
*
Της ελιάς τα φύλλα μοιράστηκαν φιλιά και χάδια.
Παιχνίδισε ανάμεσα πολυπόθητος καημός ο άνεμος
και γέμισαν τα στήθια τους ανάσες.
*
Μοσχομύρισε η γαριφαλιά ντυμένη στα γιορτινά της,
άνοιξε και η τριανταφυλλιά την κόκκινη αγκαλιά της
και πήρε χρώμα και άρωμα η ζωή τους.
*
Στις ξέφραγες αλάνες έπαιζαν και φώναζαν παιδιά.
Τα έβλεπαν γιαγιές και μάνες και προτρέπαν γελαστά,
τρέξτε ,παίξτε, στο κυνηγητό όλοι μαζί.
*
Στην απάνω γειτονιά τραγούδια, γάμοι και χοροί.
Η καλημέρα, απάντημα κι ευχή στις ανθόσπαρτες αυλές
και η πόρτα του γείτονα ανοιχτή.
*
Στους δρόμους χειραψίες σφιχτές ,γέλια και μαντάτα.
Περιβόλια οι πλατείες, με στενές φιλίες και συντροφιές,
να έχει άπλα κι αποκούμπι η ζωή.
*
Των αστεριών οι λάμψεις και του φεγγαριού η στράτα,
φεγγοβόλημα ψυχής, σπονδή αγάπης και λατρείας.
Φωτοδότρα η αγρύπνια, ανθρωπιάς και πίστης.
*
Ροδόσταμα στα χείλη ο λόγος και το βλέμμα πλησμονή.
Στέριωμα και αρμονία των ονείρων η αυριανή ημέρα.
Υπάρχει αγάπη, κεντίδι, ομορφιά και χάρη.
Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ Η ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ
Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024
Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ. / Αναγνωστάκης Μανώλης
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.
Όλα έχουν αποδελτιωθεί /Αναγνωστάκης Μανώλης
για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί
Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024
ΟΙ ΦΡΑΧΤΕΣ / Αλεξανδρής Γιώργος
Τους είπαν πως θα στήσουν με κρίνα τους φράχτες,
η φιλία και η αδελφοσύνη στα σύνορα ν’ ανθίσουν,
και το γέλιο, πλατύ θα σκορπίσουν στους δρόμους
για να γίνουν όλοι αδερφοί, στης γης την απλωσιά.
Υποσχέθηκαν πως θα στολίσουν αυλές και πλατείες,
πως στις αλάνες θ’ ακούγονται των παιδιών οι φωνές,
στρατοκόποι θα σφυρίζουν της ξεγνοιασιάς τραγούδια
και θα σμίγουν οι γείτονες στο γλεντοκόπι της χαράς.
Και πίστεψαν πως άνοιξαν όλες της γης οι γωνιές,
πως φτερούγισε η αγάπη πρωινό γλυκόλαλο πουλί
κι άνοιξε η ψυχή τους τα χέρια, σε διάπλατη αγκαλιά,
τον άγνωστο, φιλόξενα να σφίξουν, αδερφό να τον πουν.
Και ξημέρωσαν με το κροντήρι της μέθης και του χορού.
Λευκά μαντήλια αγνάντεψαν και κάλεσμα υποδοχής,
χελιδόνια να φτερουγίζουν και αηδόνια να λαλούν,
σ’ έναν ασύννεφο ουρανό και στη δροσιά του ανέμου.
Όμως ήτανε δόλος και πλάνη της ειρήνης οι δάφνες,
οι αγκαλιές εγκλεισμοί και οι λόγοι, πολέμου ιαχή.
Οι γωνιές της γης γίνανε τάφοι και κλάμα το γέλιο,
αλάφιασμα κι απότακτη η ζωή ,κραυγή στη δυστυχία.
Τους ήθελαν απρόσωπη μάζα, χωρίς φωνή και εστία.
Οι συνεδρίες τους, στέγαστρα απανθρωπιάς και βίας.
Οι φράχτες γίνανε τείχη ψηλά, διάβαση να μην υπάρχει.
Διωγμοί χωρίς καταφυγή και στην απόγνωση η ψυχή.
Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024
Αλεξανδρινοί βασιλείς / Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.
Ο Αλέξανδρος -- τον είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος -- τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ' άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Οι Αλεξανδρινοί έννοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
Αλλά η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κ' εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ' οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ' ενθουσιάζονταν, κ' επευφημούσαν
ελληνικά, κ' αιγυπτιακά, και ποιοί εβραίικα,
γοητευμένοι με τ' ωραίο θέαμα --
μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.