αβάσταχτους να τους σκεφτείς σε μαυρισμένους χρόνους,
και το μυαλό να χάνεται, στη σκέψη τους λυγίζει.
Με πόσο πόνο έφυγαν πενήντα εφτά στα Τέμπη
και το συμβάν που ακράτητο, άφατο πόνο εκπέμπει
ποιός άραγε εμπόρεσε να το πιστέψει και δεχτεί,
ποιανού η καρδιά κατόρθωσε να μη ραγίσει, λαβωθεί...
Κι άραγε ποιός κατάλαβε τη μάνα που θετό παιδί
μεγάλωσε με τ' όνειρο,τρανό σπουδαίο να το δει
κι αυτό στο "ευχαριστώ" του με κοφτερό μαχαίρι
αυτή να θανατώνει με το ίδιο του το χέρι...
Και τόσοι άλλοι πολλοί πόνοι απρόσμενοι και δυνατοί
νάρχονται έτσι ξαφνικά να σταματούν το χρόνο στη στιγμή...
ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ ΠΟΛΎ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ!
ΑπάντησηΔιαγραφή