σὲ ἕνα Φθινόπωρο μὲ φύλλα ξερὰ
καὶ ἀναμνήσεις μὲ ἄθλια θαύματα λαθῶν
παραχωμένα
στὴν πλάνη τῆς πορείας μου
Ὁ χρόνος δίχως σου
γίνεται ἀνυπόφορη ἀπουσία χρόνου
ἀγαπιέται μελαγχολικά σάν ὑποψία χαμένου παραδείσου
βάζει σὲ πειρασμὸ τὸν πόνο στοὺς στίχους
στὸ βλέμμα
στὴν καρδιὰ μου
γυμνάζει τὸ ὄρνεο τοῦ τέλους
ἐξωθώντας τὸ ὄνειρο στὸν γκρεμνὸ
καλεῖ τὴν ἀγάπη σου στὴ μελέτη τοῦ ἀτελοῦς τῆς ζωῆς μου ὅλης
νὰ παραδεχθεῖ τὸ μηδὲν τῆς ὕλης μου
Στὸ ἐχθρὸ παραδίδομαι τὰ χείλη κλειδώνω μετὰ
φῶς μέσα στὸ φῶς σὲ γυρεύω
στὴν ἑλκυστικὴ ἀπογοήτευση ἀπογυμνώνω κι ἄλλο ζωὴ
καὶ σὺ
πολύτιμη πορσελάνι στὴ σκοτεινὴ γωνιὰ τοῦ νοῦ
σπασμένη
σὲ παραπειστικές μεθόδους σιγῆς
σχηματίζεις πόνο κι ἄλλο
Ξανάρχεσαι χωρὶς νἄχεις φύγει
ὥς ἔκσταση
ἐκεῖ
στὴ μὴ πραγματικότητα σέ ἀναζητῶ
στὸ γαλήνιο στοχασμὸ
σὲ μιὰν ἀνελέητα εὐθεία γραμμὴ ἀορίστως ὑποταγμένη
στὸ πουθενά
Ἠχηρὸ τὸ βάρος σου
λιγωμένος ἦχος βιολιοῦ
γιὰ κεῖνο τὸ λιωμένο ὄνειρο
ἕρμαιο μιᾶς πολύπλευρης ἀγωνίας
στὸν στερημένο ἀχρωμάτιστο
οὐρανὸ μου
στὴν ἀναπότρεπτη μοναξιὰ
Νιώθεις τον παλμό μιας ασπαίρουσας ψυχής.
ΑπάντησηΔιαγραφή