Σελίδες

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Αισχύνη του βαράθρου / Τρανίδις Γιάννης


Στην αντίπερα του ωκεανού όχθη μια γυάλα γεμάτη όστρακα επέπλεε τον φελλό μιμούμενη. Ξέχειλη ήταν από κάποιας αδάμαστης τέχνης έργα, τη στιγμή που ο συλλέκτης ρακένδυτος την τέφρα στο μετάλλευμα που στης ακτής το χείλος ξεβράστηκε σκόρπισε. Παραπέρα, μια ρευστή κοπέλα με τα καρτ ποσταλ των τελευταίων της στο πατρικό διακοπών, τις εικόνες σαλιώνοντας, γραμματόσημα που ποτέ τους στον προορισμό δεν έφτασαν. Καφέ εσπρέσσο σκέτο πίνει αργά και στρίβοντας το τελευταίο της τσιγάρο. Θυμάται όταν γόπες από τα ρείκια μάζευε κι εκείνα νοτισμένα από χείλη σαρκώδη και μεταχειρισμένα. Βροχή πιτσιλώντας τα δαιδαλώδη φυτά και χώμα να αιμορραγεί του θεού το έγκαυμα. Νότες πουλιών και ιαχές μετέωρες στου εκμαυλισμού τις κοιλότητες. Αλυχτώντας σκυλιά τον καρπό τον πρωτότοκο της νηνεμίας βρέφος. Εκείνη τώρα με το αριστερό της κρούσης χέρι, το διαζευκτήριο της λευκής γέννας υπογράφει. Από το καφέ ξεμάκρυνε υψώνοντας του νου τις βλέψεις, τον παλμό και σε μια δύναμη ανώτερη αποκρινομένη: «Εισαι ο χειμώνας με τη γυάλα και ο συλλέκτης είσαι με την τέφρα και τα καρτ ποσταλ ή τα γραμματόσημα που ποτέ στον προορισμό τους δεν έφτασαν»
Απαντώντας της μια φωνή στεντόρεια: «Τα πουλιά της ήμερης νότας είμαι και είμαι ο πρωτότοκος σου, τα γδαρμένα στα σύρματα του εκμαυλισμού σκυλιά είμαι.»
«Και τι από εμένα σκύλε ζητάς;»
«Τα μάτια και το βήμα να ανοίξεις και στου ορίζοντα το αχανές βάθρο να μου στήσεις, ψηλότερα από της προσευχής το κέλευσμα, και με τα πήλινά σου τα φτερά, πάλλοντας τα και μέσω της τριβής το εκμαγείο μου καθώς να διαμορφώνεται, τη δεύτερη μου τη φορά στου βρυχηθμού να με βαφτίσεις το νερό και άτρωτο. Στης εξάρτησης της λάβα και ηφαίστειο που ενόσω ξέχειλο την υποτροπή διψάει. Στο βάθρο κράτησέ με έναντι της αισχύνης του βαράθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου