Θα νόμιζε κανείς πως δειλιάζει σαν το παιδάκι που κλωτσάει την πέτρα και τελευταία στιγμή, εξασθενεί η ορμή με ένα γλυκό, συρτό ήχο που βγαίνει απ’ τα σπλάχνα μιας άλλης διάστασης. Αυτή, που συνωμοτεί με τη ζεστή λάμψη των τόξων ενός ευγενούς αστέρα. Πόσο φως άραγε αντέχεται ν’ αγαπηθεί απ’ το κύμα, διερωτάται κάποιες στιγμές ο παρατηρητής, που το κοιτά να παιχνιδίζει στην άμμο. Μαρτυρά πως, με αφέλεια ψιθυρίζει την εναλλαγή των αποχρώσεων και στις άκρες του λευκά σχήματα εναρμονίζουν τον απόηχο στο ζενίθ του. Μπορεί όμως, να μοιάζει με ένα φτερούγισμα όσο μια πεταλούδα επισκέπτεται το πλαϊνό λουλούδι ή όπως το θρόισμα ενός φύλλου που διαμαρτύρεται σαν μωρό στο ελαφρύ αεράκι. Τώρα, ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων του, παφλάζει μέχρι να μουσκέψει τα δάχτυλά του, μέχρι να μετρήσει τις λευκές πιέτες αυτής της γαλήνης, που ταξιδεύει στον ήχο κι εξαγνίζει κάθε άλλη σκέψη, που ταλαντεύει μια στιγμή διακεκομμένα στο άπειρο σαν σε όνειρο. Είναι αυτή η στιγμή που επιτρέπει να συνδιαλέγεται σε κείνη την άκρη, που υφαίνει το όνειρο. Έμαθε εντέλει να ξεγλιστρά μέσα του. Έμαθε να διανύει το βάθος των στιγμών στον ήχο των κυμάτων.
Γεσθημανή Σιδερίδη / κείμενα 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου