Σελίδες

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Η επιστροφή του Οδυσσέα / ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


 
Γύρισε κουρελής στο σπίτι του·
σκιά του παλιού εαυτού του!
Το κατάλαβε, που κανείς δε
τον αναγνώρισε·
φαίνονταν όλοι χαμένοι στον εαυτό τους·
πνιγμένοι στις ανάγκες
της καθημερινότητας.
Καθείς, για τον επιούσιο,
χάνοντας πάντα την ουσία
από τα μάτια τους.
Μπερδεύτηκε με τους ανθρώπους
του σπιτιού του·
«δε μπορεί», σκέφτηκε,
«κάποιος θα με αναγνωρίσει·
σε κάποιου το βλέμμα
θα συλλάβω την έκπληξη
ή, έστω το φόβο,
της αναγνώρισης,
πως, επιτέλους, γύρισα!»
Σκοπίμως σκόνταφτε πάνω
στα πράγματα ή, και τους ανθρώπους.
Τον πήραν για μεθυσμένο!
«Ίσως τους ξυπνήσω μια ανάμνηση»,
σκέφτηκε, «κάτι που να τους αποσπάσει
από τον εαυτό τους· να κοιταχτούν
ή να κοιτάξουν προς τα έξω».
Η μόνη αντίδραση που εισέπραξε
ήταν κάποια μασημένη βλαστήμια
κι αυτή, ανόρεκτα βγαλμένη
από μέσα τους.
«Πρέπει να χω γίνει τελείως αγνώριστος!»,
σκέφτηκε·
«είκοσι χρόνια είναι μια ζωή·
κι ο χρόνος δεν αστειεύεται·
τίποτα δεν αφήνει στη θέση του·
όλα τ’ αλλάζει· εσένα σ’ αλλάζει·
δεν αναγνωρίζεις και δεν αναγνωρίζεσαι!»
Η Πηνελόπη από καιρό σταμάτησε
αυτό το ανόητο ράβε- ξήλωνε,
παίζοντας ή ξεγελώντας τους
επίδοξους Μνηστήρες.
Χώθηκε κι αυτή στον εαυτό της,
εξαντλημένη από μια μάταιη
πίστη στο στεφάνι της
ή καλύτερα, διαψευσμένη από
το ίδιο το στεφάνι της!
Είδε τον κουρελή που μπερδεύτηκε
στα πόδια της και παρ’ ολίγο
να τη ρίξει κάτω.
Αδιάφορη τον προσπέρασε χωρίς
να βγάλει λέξη από το στόμα της.
«Ούτε κι αυτή!», σκέφτηκε ο κουρελής
«ίσως ο γιος μου, ο Τηλέμαχος·
πάνω του στήριζα όλες μου τις ελπίδες·
να κρατήσει τη συνέχεια· να μη χαθούν
οι κόποι μιας ζωής·
ίσως αυτός, να θυμηθεί τα χέρια,
που τον κράτησαν κάποτε
στα χέρια τους!»
Σκέφτηκε να δοκιμάσει με το χέρι·
θ’ ανοίξει κάποια κλειδαριά
-απέφυγε να πει καρδιά- τού έρχονταν πιο δύσκολο
ν’ ανοίξει παρτίδες με τη καρδιά.
Πήγε ν’ απλώσει το χέρι και τρομαγμένος
τ’ απέσυρε πίσω.
Είδε το Τηλέμαχο καθώς τον προετοίμαζαν
για τη νυχτερινή «τηλεμαχία»,
μ’ αυτή την αετίσια ματιά, να μην αφήσει
να του αρπάξουν τη λεία
μέσα από τα χέρια του,
ένας αυτός κι οι Μνηστήρες
από την άλλη·
ποιος να βάλει χέρι στην περιουσία του,
να γίνει κύριος της εξουσίας του!
«Φαίνεται πως άλλαξαν οι όροι του
παιχνιδιού», σκέφτηκε·
«τώρα το παίζουν αλλιώς·
ίσως και να μη τους χρειάζονται
τα χέρια· άλλα χέρια να πήραν τη θέση τους·
να μην έχουν ανάγκη τη δύναμη
των χεριών!»
Σκέφτηκε να δοκιμάσει με
τη γριά παραμάνα του,
τη γερόντισσα Ευρύκλεια.
«Αυτή, σίγουρα θα με θυμηθεί·
θυμάται τα σημάδια που κάποτε
παιδί με σημάδεψαν·
μόλις με ψαχουλέψει θα πέσει πάνω τους·
θα πιαστεί από πάνω τους, να πέσει πάνω μου
να μ’αγκαλιάσει!
Αυτή, σίγουρα δε θα λαθέψει·
σίγουρα θα με θυμηθεί!»
Μπερδεύτηκε στα πόδια της
αποκαλύπτοντας πλήρως τη γύμνια του.
Ενοχλημένη η γριά απομακρύνθηκε
ψιθυρίζοντας μέσα από τα χείλη της
«γέρος άνθρωπος και δε ντρέπεται,
έτσι ωμά να δείχνει τη γύμνια του!»
Γέλασε μέσα από τα μουστάκια του
«Ούτε κι αυτή!», είπε απογοητευμένος.
Έκανε να βγει από την πόρτα
που μπήκε μέσα στο σπίτι του·
έπεσε πάνω στο σκύλο του,
τον Άργο·
πήγε να το χαϊδέψει,
παρ’ ολίγο να του δαγκώσει το χέρι
«Και λένε πως οι σκύλοι,
και σκύλος να γίνεις,
πάλι θα σε θυμηθούν!»
Κατάλαβε πως ήταν ανεπιθύμητος·
μάζεψε τα κουρέλια του
κι όπως ήρθε, έτσι
αγνώριστος, πήρε το δρόμο
προς τη θάλασσα.
Μόλις εκείνη τον είδε από μακριά, αμέσως
τον αναγνώρισε
«ο Οδυσσέας!», είπε φωναχτά,
«ο σύντροφος Οδυσσέας!»
Έπεσε πάνω της κι αφέθηκε
να το ταξιδέψει, όπου εκείνη ήθελε
ή, όπου εκείνη ήξερε!
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΣΙΣΥΦΟΣ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ: 2018
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου