Κοιτάς και διασκορπάς της νόησης στολίδια
στεφάνια να ‘ν του Νάρκισσου για δίκη στον Αιακό.
Μπροστά σου ας υψωθεί της πλάνης σου η Κήρα
φευγιό οι φενάκες θα ΄ναι κι εσύ o ναυαγός.
Κοιτάς και αναρωτάς, πού πήγε το καράβι
εκείνο το μακρόσυρτο, των πολιτειών σχιστήρι;
«Στης θάλασσας τους πάτους αντάμωσε βαρκάρη
κι ‘χε στη πλώρη αναφτό της λήθης το φυτίλι».
Κοιτάς και αποσιωπάς απωθημένους πόθους,
η εκπλήρωση σου φάνταζε κατάρα, αποκοτιά.
Δεν πίστεψες ποτέ σε έγνοιες και σε φόβους,
θαρρούσες πώς θα διέφερες· μα το ‘ξερες βαθιά.
Κοιτάς και αναφυσάς της μοίρας σου το τέρμα·
να ‘ναι πνοή μοναχική ή φίλημα στερνό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου