(Μονόπρακτο/Μονόλογος/Δραματοποιημένο)
Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ 2021 ΕΤΕΠΚ – Θεατρικό
**(Απόσπασμα)**
(Γουρλώνει τα μάτια της, η Εριφύλη, αγριεμένη)
(Μιλάει δυνατά με κραυγή)
Ποιος μωρέ ήθελε ζωντανή τη Σμύρνη; Ποιος ήτονε αυτός και ποιος είναι; Να ‘ρθει να μου το πει! Να ‘ρθείτε, σαν τον έβρετε, να μου τονε δείξετε για να τον φτύσω κατάμουτρα και να τον ρωτήξω και εγώ. Να τον ορκίσω στα παιδιά του, στη μάνα του, στα κόκκαλα του πατέρα του που 'μείνανε ξώδρομα παρατημένα στ' αποκαΐδια πάνω και καταμεσίς. Εκεί θα τον ρωτήξω εγώ και θα τον ορκίσω μπροστά στη φωτογραφία των γονιών του που θα τον κοιτάζουνε και θα του λένε κατάματα: «Πες μόνο την αλήθεια! Μόνο! Γι αυτό σε μεγαλώσαμε, παιδί μου. Να λες την αλήθεια και τίποτις άλλο. Ακούς! Και τίποτις άλλο! Μόνο αλήθειες θα λες… Μόνο… για να ‘χεις την ευκή μας!» Και την ώρα που θα μου απαντεί θα του τρυπώ τα μάτια του με τα δικά μου και θα βλέπω την καρδιά και την ψυχή του. Ναι! Θα τονε ετρυπώ και θα τονε βλέπω στα κατάβαθά του την ώρα ‘κείνη... σαν μου απαντεί!
(Επανέρχεται αλλά πάντα αγριεμένη)
Ναι, κι οι δικοί μας! Και τώρα δε μας θέλουνε στον τόπο μας, που τον ελένε τόπο τους, λες και πατρίδα είναι μόνο αυτό που πατούμε και όχι κι αυτό που νιώθουμε στα σπλάχνα μας! Στη καρδιά μας. Η καρδιά παίζει και η ψυχή χορεύει στο σκοπό του νιωσίματος τούτου! Ελληνικά μιλάμε μωρέ… Ελληνικά! Πόσοι φύγαμε από δω και πήγαμε ‘κει! Μας μέτρησε κανείς; Και τώρα; Που να πάμε; Εδώ μας φέρανε με το έτσι θέλω. Με το «έτσι θέλω αυτοί», με το «έτσι θέλαμε εμείς»… πάντως με το «έτσι». Οι δρόμοι κλειστοί. Από τους καβαλάρηδες, από το στρατό τους, από τους σκοτωμένους μας. Σωροί… σωροί ολάκεροι. Σφαγμένοι πίσω από τοίχους, στα κατώφλια, στις εκκλησιές. Και ‘μεις να τρέχουμε, να τρέχουμε, να τρέχουμε στους μαχαλάδες με τα παιδιά στα χέρια, με το βάρος στους ώμους. Να κατηφορίζουμε μπας και φτάναμε προς στις βάρκες. Τι να κάναμε άλλο; Που να πηγαίναμε; Στους δρόμους μέσα σου λέω, στις αυλές, στα χαλάσματα. Εκεί μας σέρνανε γυμνούς, λερωμένους, μισούς σου λέω. Μισούς μας αφήνανε μπροστά στα μάτια των παιδιών. Των δικών μας παιδιών, των άλλων παιδιών. Μπροστά στα παιδιά! Οργώσανε τις παιδικές ψυχούλες, μωρέ, με μαχαίρια και πιστόλια! Με βιασμούς! Αχ, να ‘ξερες τι έχουνε δει τούτα δω τα μάτια… Να ‘ξερες! Πόσα κορμιά καμένα, πόσα άλλα παιδιά ανάσκελα καταμεσής στις κάμαρες, πόσα δάχτυλα κομμένα δίχως τα μαλαματικά και τις βέρες τους, πόσα στόματα σφαγμένα, σκισμένα ίσαμε το λαιμό και σαν κοίταγες μέσα τους λείπανε τα δόντια μπας και βρίσκονταν ανάμεσά τους κανένα χρυσαφένιο ή αργυρό. Και φλόγες, παντού φλόγες και αποκαΐδια. Πρώτα στην αρμένικη περιοχή, μετά στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, μετά στην αρμένικη εκκλησία, στη συνοικία των Μεγάλων Ταβερνών, στη συνοικία της Αγοράς, στις συνοικίες Άη Νικόλα, Ελ-μάς σοκάκ, Άγιος Δημήτριος. Και τρέχανε άνθρωποι κατατρεγμένοι μπροστά, στο πλάι ζωντανά παιδιά μικρά, χαμένα κι άχαστα, καβαλάρηδες με γιαταγάνια να ανεμίζουνε, λες κι είμαστε το εικοσιένα με τις φουστανέλες, κόβοντας τον αέρα και ξανακόβοντάς τον. Μια, δυο, χίλιες δυο φορές. Κι ύστερα σταματήσανε να κόβουνε τον αέρα και κόβανε κορμιά. Τα κορμιά που τρέχανε, που πέφτανε, τα ανήμπορα να πορπατήσουνε. Που σερνόντουσαν με τις κοιλιές, να πάνε που, Θεέ μου; Και ‘κείνοι κόβανε σα θεριστές τον Αύγουστο. Κόβανε κεφάλια και τα ρίχνανε στο λάκκο κι αφήνανε τα κορμιά μας να σπαρταράνε… να αναζητάνε λύτρωση από την κόλαση και το κατάκομα. Κι όποιος κοίταζε, όποιος τα ζηγε γυρνάγανε τα μάτια του και τρελαινότανε. Και δώστου να τρέχουνε τα παιδιά, οι μανάδες, οι πατεράδες, οι ξυπόλητοι και μισόγυμνοι φαντάροι που τους κυνηγήσανε και τους πήρανε στο κατόπιν οι Τούρκοι σαν ξομείνανε οι δικοί μας μόνοι κι έρημοι εκεί που τους είχανε ξαποστείλει να πάρουνε τι; Αλήθεια τι, Παναγία μου; Και οι άλλοι οι Τουρκαλάδες, οι Τσέτες… Αλήθεια, που βρεθήκανε τόσοι λυσσασμένοι κακούργοι; Τόσους φυλακισμένους είχανε; Πιο πολλοί ήτονε τα αποβράσματα πίσω από τα σίδερα παρά οι καλοί όξω στη κοινωνία! Άγριοι, αλλόκοτοι, ένα κομμάτι κρέας. Τι κρέας! Το κρέας τρώγεται. Το βλέπεις ωραίο μπρός σου, μοσχοβολάει, το καμαρώνεις. Εκείνοι ήτονε διψασμένοι και χρόνια άφαγοι και πεινασμένοι για αίμα, για σάρκες, για ανάσες, για ζωές, για μαλάματα… κόβανε, κόβανε κόβανε, ξεκοιλιάζανε! Κόβανε και παίρνανε ότι βρίσκανε. Ότι γυάλιζε. Και ξοπίσω οι φλόγες, και στα πλάγια οι φλόγες, και μπροστά οι φλόγες. Στάχτη και μπούρμπερη παντού. Παντού συμφορά μαύρη! Μαύρη και κόκκινη. Και ροδοβολητό. Ποιος να σώσει ποιόνε! Γι’ αυτούς όλοι είμαστε ή “γκιαούρηδες’’ ή χριστιανοί. Τρέχαμε, τρέχαμε του σκοτωμού στην κυριολεξία. Και μας πέφτανε πίσω μας πράματα που ποιος γνοιαζότανε και αφήναμε πίσω μας ανθρώπους που για ‘κείνους γνοιαζόμαστε αλλά…! Ακόμα και από αγκαλιά μιας μάνας γλίστρησε το παιδί που κράταγε κι έπεσε στη θάλασσα σαν ήντουσαν στη βάρκα για το καράβι κι ανέβηκε η θλιμμένη στο πλοίο μόνο με την πάνα δίχως το… (σηκώνει απεγνωσμένα τα χέρια και το κεφάλι). Δεν το χωράει ο νους, Χριστέ μου! Και κει μας σέρνανε και δω μας τραβάνε. Εκεί μας σκοτώνανε κι εδώ μας φτύνουνε. Το λοιπόν;
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Δημήτρης Κολιδάκης γεννήθηκε στην Πετρούπολη τής Αθήνας με καταβολές από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Σπούδασε Ναυπηγική και Διοίκηση Επιχειρήσεων, ενώ μελέτησε Ελληνικό Πολιτισμό μέσω του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχει εκδώσει βιβλία: Ποίηση, Μυθιστόρημα, Διήγημα, Θεατρικό κείμενο δραματοποιημένο. Λογοτεχνικά και ποιητικά έργα του έχουν διακριθεί και βραβευτεί σε Πανελλήνιους και Διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου