Σὲ μιά σιωπὴ γεμάτη
μὲ τὴ σιωπή σου
Ὦ
ἡ τρυφερὴ σιγὴ τοῦ μολυβιοῦ μου τὸ ξέρει καλὰ
σὰν μαρμαρυγή- ἀντανάκλαση στὸ γκρίζο τοῦ λυκόφωτος
χνωτίζει τὴν ἀποκόλληση τῶν χειλιῶν σου
ἀπὸ τὰ δικὰ μου
Στὸν πόνο τῆς θύμησης ἔτσι
νὰ ἀντέχει ὁ ἀποχωρισμὸς
νὰ μπορεῖ νὰ χαμογελᾶ λίγο
νὰ ἀγγίζει τὶς χορδὲς τοῦ κεμεντζέ στὸ ποντιακὸ μοιρολόι μου
στὸ ἀσύνορο τῶν ματιῶν σου
νὰ μὴν βυθίζει ἀτίθασες σταγόνες
δακρύων μου πάλι
Στὴν ἐνύπνια διαδρομὴ μου
φυλαγμένο τὸ θαῦμα κρατῶ στὴν ἄδεια ἄβυσσο τοῦ Τίποτα
ἡ ἀπουσία ἀσύνορη ἐπώνυμη ἀνατέλει
ἐν ἀγάπῃ ἀγάπης
τί ἐστὶ διττότητα
ἑνότητα τῆς οὐσίας καὶ τῆς ὕπαρξής μας
νιώθω τώρα
Δὲν ἦταν δίψα αὐτὸ ποὺ σβήστηκε
γιατί δέν σβήστηκε ὄχι ὄχι
αὐτὸ πού συνετελέσθη συμμετοχὴ ἦταν
καμίνευση ὅλων τῶν περιττῶν
ποὺ πρὶν ζοῦσα
τώρα
τὸ μέλλον χωρεῖ στὸ παρελθὸν
σὰν ἐν ἐνυπνίῳ πραγματικότητα
ἡ δίψα σου- προσδοκία μιᾶς ἀλήθειας
μέσα στὴ θύμηση θύμηση ἠχεῖ
Ὦ ἡ ἀπουσία
τὸ ἀσύνορο ρεῦμα ποὺ στὸ τέρμα στὸ χῶμα
ὁδηγεῖ
στὴν ποίηση ξεφεύγω σὲ γέφυρα τανυσμένη
μήπως πεταχτεῖ ἀπὸ κάπου ἡ λύτρωση
ἡ ἄρση τοῦ θανάτου πιὸ ἀργὰ κι ἀπ’ τὸ ἀργὰ
ἁλυσίδες ὅμως κουβαλῶ φυλαγμένες γιὰ κεῖνο τὸ θαῦμα
κι ὁ κεμεντζές σὰν ἀντιγύρισμα τῆς φωνῆς σου
ἄσυλο ζητάει στὴν ἀγάπη
ἀφήνει καυτὰ κάρβουνα ἀξεθέρμιστα
Ἄν τὸν σπάσω
σὲ κείνη τὴ θλίψη τοῦ κενοῦ
Πῶς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου