μάζεψε όλο τ’ αλάτι
της θάλασσάς μου
κι επαίρεται που το νερό της
το ελάφρυνε
εύκολα τα ψάρια μέσα της
να κυκλοφοράνε.
Και δεν τη νοιάζει
αν συνεχίζουν τα κύματα
πάνω της να σκάνε.
Αγόγγυστα τ’ ανέχεται και τα υπομένει
απορροφώντας όλη τη θλίψη τους
να την ευγνωμονάνε.
Αλλά όσο τον πόνο της κι αν κρύβει,
στον κόσμο του σκότους και της σιωπής
τίποτα δεν τη βοηθάει.
Ονειρεύεται να ήταν μια ηλιόλουστη αμμουδιά
να τη νανούριζε απαλά το κύμα
κι ένας γλυκός ύπνος να την έπιανε.
Ω, Αγάπη, στείλε κάποια στιγμή μια ηλιαχτίδα
ν’ ανοιχτεί μια ρωγμή στο παγωμένο κορμί μου
να λιώσει τ’ αλάτι που εγκλωβίστηκε
να σκορπιστεί το δάκρυ μου
που σκέβρωσε την ψυχή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου