Στα αδέσποτα.
Φιλαράκι που πας
με' στη νύχτα,
με βρεγμένη βελέντζα
τη βροχή δεν φοβάσαι,
χαμηλόβλεπα μάτια,
ποια ψυχή σου έχει κάνει
τη ζωή σου ρημάδια.
Τα αθώα σου μάτια
στη ψυχή μου κοιτάζουν
μου προτείνεις το χέρι
και η καρδιά μου σκιρτά,
δίχως σπίτι κι' αφέντη
ποιοί σ' εξόρισαν τώρα
και μονάχο σ' αφήσαν
τ' ουρανού συντροφιά.
Πλάσμα υπέρτατο μοιάζεις,
ταπεινό σαν τη φτώχεια
μπρος στην άσκεπη μοίρα,
του Θεού είσαι μέλος
και της πλάσης φροντίδα
όμως τώρα ποιόν νοιάζει
αν πεινάς κι' αν διψάς.
Εργαλείο δεν είσαι
έχεις νόηση και γέλιο
και στ' αθώα σου μάτια
τη ψυχή σου κρατάς.
Την ψυχή που δεν είχαν
και γι αυτό σε πετάξαν
στων ανέμων την τύχη...
να ζηλεύεις τη ζέστα
την φροντίδα των άλλων
μες τους δρόμους αλήτης
μοναχός να γυρνάς.
Απο φόβο γαυγίζεις
στην υπέροχη νύχτα
και χωρίς προσκεφάλι
το φεγγάρι κοιτάς.
Της απάρνησης μοιάζεις
ξαγρυπνάς για το χάδι,
του Χριστού το στεφάνι
στο κεφάλι φοράς.
Η κατάρα θα δώσει
προς τη μοίρα
και σ' όλους,
με τη γνώση γροθιά,
για να δούνε τριγύρω,
που γυρεύεις μονάχο
του Χριστού την ελπίδα,
που γυρεύεις μια φάτνη
της ψυχής σου φωλιά.
Ώχ... αλίμονο φίλε
της καρδιάς το μαράζι
άμα γίνει κραυγή
του θεού η κατάρα
θα δαγκώσει τη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου