.
.
μέσα σε άγνωστα πελάγη ξένου κόσμου αλαργινού,
με δυσδιάκριτη σημαία σ’ άλλα σύμπαντα περνάμε
αγναντεύοντας τ’ αστέρια κάποιου αλλοτινού ουρανού.
.
Διάσπαρτα νησιά και τόπους διερευνούμε στο σκοτάδι
δίχως να γνωρίζουμε άλλο παρά η τύχη πού μας πάει,
κι όσο βέβαια θέλει ακόμη της ψυχής μας το ένθεο λάδι,
ζωντανούς για να μας έχει και να μας φεγγοβολάει.
.
Πίσω η Γη σκούρα φαντάζει καθώς σβήστηκε για πάντα
κι ήταν η έπαρση του ανθρώπου που μας έφερε ως εδώ,
να γυρεύουμε άλλους τόπους το έτος δύο χιλιάδες τριάντα
δίχως μι' άνοιξη με τ’ άνθη που χαιρόμουν να μαδώ.
.
Δίχως θάλασσες και κάμπους και χωρίς πια την πατρίδα
θα 'ναι ανώφελο ταξίδι κι η χαρά μας λιγοστή,
δίχως συγγενείς κι αδέρφια πώς μη νιώσεις αν η ελπίδα
μέσα στις καρδιές δεν θέλει να τσακίσει σαν κλωστή.
.
Όλα μάταια μας φαντάζουν κι έτσι που ο καιρός περνάει
μόνη θύμηση και εικόνα, της ιαχής ο αλαλαγμός...
Δίχως ήλιο, δίχως τόπο, δίχως πού η χαρά σκορπάει:
Ευτυχής όποιος δεν είδε πώς της Γης ήρθ' ο χαμός.
.
..............................................................
.
Κι έτσι πια λίγοι και μόνοι σ’ έναν άγνωστο κινούμε
κόσμο, αταίριαστο στα μάτια τα δικά μας, θλιβερό,
και στο ατέρμονο ταξίδι βάρδια τ’ άπειρο ερευνούμε
λάμνοντας, μ’ ένα καράβι ρημαγμένο απ’ τον καιρό.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου