Σελίδες

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ (Προτείνει η Βασιλική Κοκκίνου)

 



         
(Πηγή: Πατριδογνωσία. ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΠΟΙ: 10.000 ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ)

Η Χίος, τουλάχιστον 127 χρόνια πριν την Επανάσταση, διατηρούσε τα προνόμιά της χάρη στους επιφανείς νησιώτες που είχαν αναρριχηθεί σε υψηλά αξιώματα στην Υψηλή Πύλη. Τα χρόνια αυτά ήταν ειρηνικά και επωφελή για το νησί. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, Χιώτες πατριώτες πήγαν στη Σάμο και ζήτησαν βοήθεια από τον Λυκούργο Λογοθέτη, έναν αληθινό ήρωα που είχε συντελέσει στην απελευθέρωση της Σάμου,  για να ξεσηκωθούν. Παρά την αντίθεση του Υψηλάντη, ο οποίος θεωρούσε ότι ο καιρός δεν ήταν πρόσφορος, οι Χιώτες επέμεναν και λόγω της πίεσης που άσκησαν στον Λογοθέτη, εντέλει εκείνος συναίνεσε και έτσι στις 11 Μαρτίου του 1822, 2.500 Σαμιώτες αποβιβάστηκαν στο νησί και κήρυξαν την επανάσταση.
 
Τα νέα μαθεύτηκαν και προκάλεσαν οργή στους κατακτητές Οθωμανούς. Έτσι στις 25 Μαρτίου, ο τουρκικός στόλος, με επικεφαλής τον ναύαρχο Καρά Αλή, βγήκε από την Καλλίπολη με κατεύθυνση τη Χίο όπου οι Τούρκοι που είχαν καταφύγει στο κάστρο, κρατούσαν ακόμη. Η αρμάδα έφτασε στο δύσμοιρο νησί στις 30 Μαρτίου. Προηγήθηκαν σφοδροί κανονιοβολισμοί και μετά η απόβαση 7.000 αντρών. Παρά τη γενναιότητα που επέδειξαν οι Έλληνες, ήταν αδύνατο να σταματήσουν το ποτάμι της Τουρκιάς που ξεκίνησε τη μεγάλη σφαγή. Οι Τούρκοι έσφαζαν συνεχώς επί τέσσερις ημέρες, ενώ ενισχύονταν συνεχώς από νέα στρατεύματα. Όσοι κατάφεραν να γλυτώσουν, κατέφυγαν στα βουνά. Το αίμα κυλούσε σαν ποτάμι. Στις 2 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, «άκρα του τάφου σιωπή» επικρατούσε στο νησί. Οι πρόξενοι των ξένων δυνάμεων αποφάσισαν να επέμβουν. Ζήτησαν από τον Καρά Αλή να σταματήσει την αιματοχυσία. Εκείνος υποσχέθηκε να δώσει αμνηστία σε όσους γύριζαν στα χωριά τους. Ο λαός πείστηκε, αλλά τότε ο Καρά Αλή διέταξε να αφανιστούν όλοι οι χριστιανοί του νησιού. 27.000 ήταν τα θύματα της σφαγής, ενώ 47.000 πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Το νέο για τη μαζική σφαγή συντάραξε την Ευρώπη και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, ενώ γέμισε με οργή τους Έλληνες.
 
Μεγάλοι ζωγράφοι εμπνεύστηκαν από το θλιβερό γεγονός, ενώ ο Βικτόρ Ουγκό έγραψε το περίφημο ποίημά του, ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ, που αναφέρεται σ’ αυτό το γεγονός. Την εκδίκηση ωστόσο την πήραν τη νύχτα της 18ης Μαΐου ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης, ο Μιαούλης και ο Πιπίνος όταν κατάφεραν να καταστρέψουν τον τουρκικό στόλο. Μόνο η ναυαρχίδα είχε γλιτώσει. Προσωρινά, βέβαια, γιατί ο Κανάρης και ο Πιπίνος ήταν αποφασισμένοι να την κάψουν. Ο Πιπίνος απέτυχε στον σκοπό του, αλλά ο Κανάρης  κατάφερε να κολλήσει το μπουρλότο του στην ναυαρχίδα και να την  ανατινάξει.  Μέσα σε λίγα λεπτά το πελώριο πλοίο πήρε φωτιά, ενώ ένα φλεγόμενο κατάρτι έπεσε στο κεφάλι του Καρά Αλή και τον σκότωσε. Από τους 2.000 αξιωματικούς και ναύτες, πολύ λίγοι διασώθηκαν. Οι Τούρκοι είχαν λάβει αυτό που τους άξιζε. Η καταστροφή του τουρκικού στόλου και της ναυαρχίδας ήταν ένα σάλπισμα σε έναν αγώνα χωρίς επιστροφή, αλλά και ένα μήνυμα προς την Ευρώπη ότι για τους Έλληνες ίσχυε μόνο το ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ.    


 ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ
   (Βίκτωρ Ουγκώ)

Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός,
θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’ ολόμορφο νησί,
μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά
και σπίτια και λαγγάδια
και στο χορό τις λυγερές
καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε
κι απάνου εκεί στο βράχο
στου κάστρου τα χαλάσματα
κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα
και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη
σαν κείνο ξεχασμένη
μεσ’ στην αφάνταστη φθορά.

Φτωχό παιδί, που κάθεσαι
ξυπόλητο στις ράχες,
για να μην κλαις λυπητερά,
τ’ ήθελες τάχα να ’χες,
για να τα ιδώ τα θαλασσιά
ματάκια σου ν’ αστράψουνε,
να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά
σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις, άτυχο παιδί,
τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα,
για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού
δεν τα ’χει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου
τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει
τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο του Ιράν
που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μεσ’ στη μουσουλμανική
παράδεισο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλογο χρόνια εκατό
κι’ αν πηλαλάει δε σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγει;

Μη το πουλί που κελαηδάει
στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει
και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τούτα τ’ αγαθά;
Πες! Τ’ άνθος, τον καρπό;
Θες το πουλί;  
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο
με τα γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτη θέλω, να!

Απόδοση : Κωστής Παλαμάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου