Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου
ΑΠΟΨΕ νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.
Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.
Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.
Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία
και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναυθαλίνη.
Φωτιά ερημική στο βραδυνό βουνό. Δεν είναι
βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα
να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ’ την ίδια τη φωνή σου
που ενθαρύνει σιγά τον εαυτό της.
ΚΙ ΌΜΩΣ είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.
Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ’ το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.
Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης
κ’ ήξερες πως κάθε Κυριακή
στο προαύλιο με τα’ άσπρα και μαύρα πλακάκια
οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους
και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.
Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής…
**
Ρωμιοσύνη
Ι
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα
τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ’ έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλα τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
**
Η σιωπή δυο ανθρώπων
Θέλω να σου δείξω όλες τις κάμαρες
την άσπρη, την τριανταφυλλιά, τη φυστικιά, τη μαύρη
και τα παλιά ντουλάπια και τα μπαούλα και τα μικρά συρτάρια
και τα υπόγεια με τα’ άδεια κιούπια και με τα σπασμένα έπιπλα
να σου ανοίξω όλες τις πόρτες και τα παράθυρα
να σου φανερώσω απ’ όλες τις μεριές τ’ αστέρια
να σου πω για τον ίσκιο που μεγαλώνει στον τοίχο όταν ανάβει η λάμπα
για τα δυο κουρασμένα τρίγωνα που γράφει το φως του φεγγίτη στο κεφαλόσκαλο
σαν τους δυο λυγισμένους αγκώνες που ακουμπάνε στα γόνατα της λύπης
να σου πω για το μικρό χαμόγελο που κρύβεται σ’ ένα ποτήρι νερό
για το μεγάλο πόνο που κρύβεται κάτου απ’ το χαμόγελο
και για το χνούδι του καρπού που βασανίζει τα δάχτυλα της αγάπης
να σου δείξω πόσο μικρός είμαι
πόσο μεγάλος είμαι
για να μη μείνει κάτι δικό μου που να μην είναι δικό σου
για να σμίξουμε πέρα απ’ τα χωριστά μας σώματα.
Η Μαρία σώπαινε.
Δεν άνοιγε κανένα παράθυρο. Μη και δεν είχε κανένα παράθυρο;
Κ’ η σιωπή φάρδαινε ανάμεσα μας, όπως το ποτάμι, όπως η θάλασσα.
Καθόμαστε στις αντίθετες όχθες και κλαίγαμε. Ώσπου ανέβαινε η σιωπη και μας έπνιγε.
Πέστε μου πού θα σμίξουμε;-είπε. Πέστε μου πού θα σμίξει η σιωπή τα δάχτυλα μας;
Πιο μέσα απ’ τα δάχτυλα μας που θα σμίξουμς; Ποια κραυγή
θα σπάσει αυτά τα μαύρα τζάμια-όχι να γνωριστούμε ή να γνωρίσουμε
μα να ορίσουμε ακριβώς τη θέση μας, ν’ αλλάξουμε τους κύλινδρους της ρίζας
έτσι που η ρίζα και το φύλλο νάναι σύμφωνα στο φως. Ανοίχτε τα παράθυρα.
Ανοίχτε τα παράθυρα, είπε.
Κάθε μέρα λιγότερη σιωπή κρύβουν τα λόγια μας.
Τα παράθυρα βλέπουν στον ουρανό, στα σπίτια και στα στάχυα.
**
Αποχαιρετισμός (1957)
(Απόσπασμα 1)
(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)
ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ πια τα ψέματα-δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια
να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.
Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ-(για ποιόν; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατο μου μια ύστατη γνώση,
ή γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.
Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία –
Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις
ν’ ακουστεί μια πελώρια κραυγή (ή του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο τρανή απ’ τη σιωπή
που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις
να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.
Μαρμαρωμένη ησυχία,- μ’ όλο που ακούγονται
οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές-πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται
στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν
και μένουν σ’ ένα ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,-
μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω-
Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά
ένας μικρός ή ο ατέλειωτος θάνατος, στη μέση
(στη μέση;) εγώ.-Ποιός εγώ;-Τι είναι
ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:
ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.
ΙΣΩΣ και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα
Ν’ αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα
να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα
να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;
Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν όμορφα-
μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα του παραθύρου
παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της
μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού-δε μπορεί- θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα
Κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας-η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε,
η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και την είδες.
Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’ άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.
Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος
Μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα-δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ ήμουν αδύναμος : Ντράπηκα.
…………………………….
(Απόσπασμα 2)
ΠΟΤΕ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς
Μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της, τα’ ακρογιάλια της, τα βάσανα της,
με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιο αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.
Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτή τη πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω :
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.
Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια-
μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας,
μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου,
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη
σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο,
σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας
σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω :
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα και το αίμα μου
– το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη ε λ ε υ θ ε ρ ί α»
και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά
και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάσετε, σύντροφοι –
στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης.
**
Η γέφυρα (1959)
(Απόσπασμα)
…
Δε μας εξευτελίζουν οι μικρές ανάγκες μας,
Αυτές μας σώζουν μάλιστα, μας δίνουν
ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε,
κ’ η γνώση τους κ’ η αποδοχή τους είναι η νέα αδελφοσύνη μας,
είναι η αρχή της βαθειάς ελευθερίας μας,
είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια
η πρώτη και ύστατη του ανθρώπου, τόσο που κάποτε
μπορεί να κλάψεις από τρυφερότητα
γι’ αυτή σου την ομολογία, γι’ αυτή σου τη ταπεινοσύνη,
γι’ αυτή την περηφάνια που γεννήθηκες και θα πεθάνεις,
γι’ αυτό σου το έργο που ξεκίνησε απ’ αυτές τις ανάγκες σου
να προσφερθεί στις ανάγκες των άλλων,
στις αιώνιες ανάγκες του ανθρώπου – αιώνιο έργο.
Κάθε φορά ξαναγυρνάω κοντά σας – κ’ είναι μια χαρά για μένα
Να ξέρω πως με περιμένετε, να ξέρω την ωραία υπομονή σας
Και τη βαθύτητα της εμπιστοσύνης σας. Λοιπόν αφήστε με
Να ξαναπώ τα’ άρθρα της πίστης μας με την απλή ιερατικότητα μαθητευόμενου,
με το γλυκύ ενθουσιασμό του νέου προσήλυτου που αποστηθίζει
τα’ άρθρα της ζωής γραμμένα με μεγάλα κόκκινα γράμματα
στην πρόσοψη της ιστορίας και του ορίζοντα :
Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή του ψωμιού,
Πιστεύω πως η πρώτη πρόοδος είναι η αύξηση παραγωγής ψωμιού για όλους,
Πιστεύω πως το πρώτο χρέος μας είναι η ειρήνη,
Πιστεύω πως η πρώτη ελευθερία μας δεν είναι η μοναξιά μας,
Αλλά η συντροφικότητα μας, όσο για τα’ άλλα,
Πάντα θα υπάρχει καιρός και για κείνα, μα από κει και πέρα.
Γι αυτή τη γέφυρα ήθελα να σας μιλήσω –