Δημήτριος Γκόγκας
Σαν πινελιές
Με χάρη της ρογδιάς σειόνταν οι κλάδοι,
άνθη γκρενά εξαίσια ταιριασμένα
απ΄ τη φύση, και γλυκοκελαηδημένα,
στραφτοκοπούσαν στής βροχής το χάδι.
Με τις σταλιές του δάκρυου, σμαράγδι
λάμπαν τα δυό ματάκια σου κλαμένα,
και τα χείλη σου ευώδααν ανθισμένα
κρινόφυλλα, πρωϊ - βράδυ.
Και στο γλυκό και κόκκινο σταφύλι,
του κοτσυφού αχούσε το κελάηδημα,
και γάργαρο νερό μακριά εθρύλει,
της ομορφιάς αγνό και θείο το λάλημα•
και στα λογγιά σπαράζοντας τ΄ αηδόνι,
στην πράσινη κορφή έπεφτε χιόνι.
**
Ήταν σ΄ένα κάτασπρο περιγιάλι
Ήταν σ΄ένα κάτασπρο περιγιάλι
που βάραινε το φως του μεσημεριού.
Ήρθε ένα ξαφνικό κύμα
να ξυπνήσει τις αισθήσεις.
Μετέωρος ένας μοναχικός
γλάρος.
Ύστερα η θάλασσα ήταν όπως πρώτα.
***
Στο ερειπωμένο σπίτι…
Στο ερειπωμένο σπίτι, δεν ήταν κανείς,
Ήταν το φως της σελήνης πάνω σε κάτι παλιά
ρούχα•
και πάνω στα ρούχα κοιμόταν μία γάτα,
πάρα πολύ όμορφη.
Βγήκε απ΄την αγκαλιά της με αβεβαιότητα
τεντώνοντας τα πόδια του,
ένα μικρό γατάκι.
****
Ο σιωπηρός μονόλογος του Σαούλ
Κείνη τη μέρα είπα πώς μ΄είχες καταχτήσει ,
κι΄άνθισε σαν άνοιξη η ζωή μου,
χρόνια πολλά σέρνω την ύπαρξή μου,
στίς ξέρες της ζωής και στο μεθύσι.
Μέσα μου σιγοβράζαν κρίμα – μίση,
τώρα δάκρυα για σε τρέχουν – αλί μου
που τη βρύση αν ανοίξης της ψυχής μου,
η στάμνα της ζωής μου θα γεμίσει.
Τι τύψεις ένιωσα απ΄τη μέρα εκείνη,
διώχτης εγώ κι΄εσύ στον ουρανό,
και μέσα μου εφώλιασε η οδύνη!
Άκου με : Λόγια δεν έχω άλλα να πώ
τα διώχνει της τύψης μου η ρομφαία,
κι΄Εσέ μονάχα αποζητώ μοιραία!
*****
Συμφωνία της Ομορφιάς
Μακριά στο βουνό, όπου οι ίσκιοι κρύβονται
στις σκονισμένες σπηλιές των φαντασμάτων
και τα πουλιά ζωγραφίζουν τα τζάμια της Άνοιξης,
ένα λουλούδι κόκκινο ριγά από ευφροσύνη,
και μια παιδούλα αποκοιμιέται.
Αν το πουκάμισο της μέρας λεκιάστηκε,
είναι γιατί ήπιε χυμό στο ξύπνημα
μιας ρόγας σταφυλιού.
κι’ ένα περβόλι ανθόσπαρτο,
δεν είναι τίποτα διαφορετικό από μια καρδερίνα στο ασπαλάθι.
Μόνο νάρθουνε στόματα, στόματα γλάρων αμόλυντα
να τραγουδήσουν στα κρίνα.
Νάρθει πάλι η Άνοιξη με φλάουτα και σαντούρια,
να γίνει το μάτι της καρπουζιάς ακριβό παιχνίδι
του γρύλλου.
Το ξέρω θάρθουν πάλι σκαραβαίοι
με τρεμάμενα πόδια να σκάψουν το κενοτάφιο
της βιολέτας, κι’ ένα χορτάρι μοναχικό θα σφυρίξει
στην σαύρα.
Θάρθουνε νάνοι με φιόγκους να κόψουνε μανιτάρια
όπως κόβει το μεθύσι της Άνοιξης το φυλλοκάρδι της τσίχλας.
Και μη μιλάς για φωτιές, μη μιλάς για πολέμους
μήπως ξανάρθουν γαρίφαλα στ’ αυτιά μυλωνάδων
κι’ ονειρευτούν σπαρτολούλουδα χαίτες από καμπίσια πουλάρια.
Λένε πώς τα λουλούδια επιστρέφουν σε τόπους
φεγγερούς, όπου η χαραυγή κρύβει την πιο μεγάλη αγάπη.
Έτσι μια μυρτιά ανάβει την αύρα
μια αμφιλύκη σκαλίζει δυο αχιβάδες.
Φύσηξε αύρα δροσερή απ’ τη καρδιά της θάλασσας.
Το ξέρω κάποιες νύχτες θ’ απλώσεις στ ακρογιάλια
μυρωδιές κυπαρισσόμηλου,
κανείς δε θα σε βλέπει, μονάχα εσύ θα περπατάς
αγέρωχα ανάμεσα στα ξανθιά σπάρτα,
ανάβοντας το πάθος της ομορφιάς που η ζωή περιέχει.
Τότε θα βάλουν τ’ άσπρα τους φορέματα οι μυγδαλιές,
οι αυγές θα σφυρίξουν με τα κοχύλια τους,
κί οι νύχτες σκαρφαλωμένες σ’ άσπρα άλογα
θα λαλήσουν περασμένα μεσάνυχτα.
Υπάρχει ένας χορός ξεχασμένος στα μάτια των
χωρικών, που κανείς δεν τον ξέρει,
μα όταν πια χτυπήσουν τα ρολόγια και φυσήξει
η αύρα, θα τιναχτούν στον αέρα τα παλικάρια
κάτω από τα βλέμματα των κοριτσιών,
οι νύχτες δε θα περιμένουν τις αυγές τους,
τα σφραγισμένα βλέφαρα θ’ ανοίξουν,
κι όλες μαζί οι καρδιές θα χτυπάν
για να θερμαίνεται η ζωή, για να έχει
καρδιά η αγάπη.
Κάθε φορά που έγραφα, άνοιγε η πόρτα της ομορφιάς.
Άκουγα το σιγανό της περπάτημα πίσω
από κάθε λέξη, πίσω από κάθε εικόνα.
Την ένιωθα τις νύχτες στο πιο πυκνό χιόνι,
καβάλα στη χαίτη των άστρων να ταξιδεύει,
σαν καταρράχτης απο κρίνους,
σαν κουρνιαχτός από γιασεμί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου