Σελίδες

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Γεώργιος Βιζυηνός : Πέντε [5] ποιήματα

 


Ὑποθῆκαι

Ὅπου θαρριέται γιὰ καλό,
  καὶ δίχως διάκι ἀνοίγεται,
τὸν βρίσκ᾿ ἡ μπόρα στὸν γιαλὸ
  καὶ ναυαγεῖ καὶ πνίγεται.

Ὅπου σκαρόνει μιὰ φωλιὰ
  σ᾿ ἕν᾿ ἄστατο κοτρώνι,
πρὶν ἢ καθήσῃ μία σταλιά,
  γυρνᾷ καὶ τὸν πλακόνει.

Ὅπου γλυστρήσῃ, ἂν πιασθῇ
  στῶν ἀλλωνῶν τὴν ἀνθρωπιά,
θὰ τὸν σκουντήσουν νὰ χαθῇ,
  νὰ μὴν ὀρθοπατήσῃ πιά.

Χαρὰ στόν, ποὺ δὲν ἀρμενᾷ,
  κι᾿ ἔχει στεριὸ τὸ σπίτι του,
κι᾿ οὐδὲ τὸν ξένο προσκυνᾷ,
  οὐδὲ τὸν συντοπίτη του!


Στῆς μελαχρινῆς τὰ μάτια

Τὰ μάτια σου, πουλάκι μου μελαχροινό,
ποὺ φῶς μέσ᾿ στὶς καρδιὲς σταλάζουν,
μὲ τ᾿ ἄστρα τὰ ψυχρὰ ψηλὰ στὸν οὐρανό,
-μὴ σὲ γελοῦν οἱ ποιηταί- δὲ μοιάζουν.

Τ᾿ ἀστέρια κάθε μαύρη νύχτα φωτεινά
μὲ καλωσύνη λάμπουν στὰ πελάγη
τὰ βλέπει ὁ ναύτης, ποὺ μὲ γνῶσι κυβερνᾷ
καὶ ἴσιο δρόμο λάμνει ἐκεῖ ποὺ πάγει.

Τὰ μάτια σου τὰ μαῦρα, φῶς μου, ὅποιος τὰ ἰδῇ,
τόσες γλυκάδες καὶ φωτιὲς γεμάτα,
ἂν εἶναι καὶ τὸ γνωστικότερο παιδί,
θὲ νἄβγη ὀπὸ τὴν ἴσια του τὴν στράτα.


Τὸ παιδὶ στὸ ποτάμι

Σὰν κρυστάλλι κυλᾷ τὸ ποτάμι,
  τὸ παιδὶ τὸ θωρεῖ καὶ γελᾷ:
Τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ
  τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;

Δυὸ κρίνοι στὸ ρεῦμα σαλεύουν
  πότ᾿ ἐδῶ πότ᾿ ἐκεῖ σταυρωτοί.
Τὸ παιδάκι θαρρεῖ πὼς τὸ γνεύουν,
  σὰν νὰ θὲν νὰ τοῦ ποῦν κάτι τί.

Πότ᾿ ἐδῶ πότ᾿ ἐκεῖ τοὺς προσκλίνει
  τὸ νερὸ ποὺ περνᾷ μὲ σπουδὴ
τί νὰ γνεύουν οἱ κίτρινοι κρίνοι,
  τί νὰ θέλουν νὰ ποῦν στὸ παιδί;

Στῆς ἰτιᾶς τὸ κλωνάρι θαρριέται,
  ἄχ! ν᾿ ἀκούσ᾿ ὁ μικρὸς προσπαθεῖ!
Ξάφνου σπᾷ τὸ κλωνί, ποὺ κρατιέται,
  καὶ κυλᾷ στὸ νερὸ τὸ βαθύ!

Μιὰ τὸ φῶς ἀπ᾿ τὰ μάτια του σβύνει,
  μιὰ σὰν κόκκιν᾿ ἀστράφτει βαφή,
ὡς ποὺ πέσαν οἱ κίτρινοι κρίνοι
  σὰν σταυρὸς στὴ νεκρή του μορφή!

Ποιὸ παιδί, ποὺ σιμόνει ποτάμι,
  δὲν τὸ βλέπ᾿ ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ καλά,
τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ
  τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;


Παραβολή

Οὐδὲ τ᾿ ἄστρον τῆς αὐγῆς,
ἔχει τόση χάρι,
ὅσον ἔχεις, ὅταν βγῇς,
χαρωπὸ καμάρι.

Οὐδὲ τόσην εὐωδιὰ
τὸ χλωρὸ τριφύλλι,
ὅσην ἔχουνε δροσιὰ
τὰ γλυκά σου χείλη.

Οὐδὲ τόσην εὐωδιὰ
τ᾿ ἄνθη τοῦ ναρκίσσου,
ὅσην ἔχει μυρωδιὰ
ἡ λεπτὴ πνοή σου.

Οὐδὲ ψάλλει τὸ πουλὶ
τραγουδάκια τόσα,
ὅσα ξεύρει νὰ λαλῇ
ἡ σοφή σου γλῶσσα.

Ἕνα μόνον. -Σ᾿ ἀγαπῶ-
δὲν μπορεῖ νὰ μάθῃ,
καὶ γιὰ τοῦτο...  Νὰ στὸ πῶ;
μιὰ ψυχὴ θὰ πάθῃ.


Στίχοι τοῦ φρενοκομείου

Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ
σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,
σέρνω τὸ βαρύ μου βῆμα
σ᾿ ἕνα μνῆμα!

Σὰν μ᾿ ἁρπάχθηκε ἡ χαρὰ
ποὺ ἐχαιρόμουν μιὰ φορὰ
ἔτσι σὲ μίαν ὥρα...
μέσ᾿ σ᾿ αὐτὴν τὴν χώρα
ὅλα ἄλλαξαν τώρα!

Κι᾿ ἀπὸ τότε ποὺ θρηνῶ
τὸ ξανθὸ καὶ γαλανὸ
καὶ οὐράνιο φῶς μου,
μετεβλήθη ἐντός μου
καὶ ὁ ρυθμὸς τοῦ κόσμου.

Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ
σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,
σέρνω τὸ βαρύ μου βήμα
σ᾿ ἕνα μνῆμα ...

Τὸν σταυρὸ τὸν ἀψηλὸ
ἀγκαλιά, γλυκοφιλῶ
τὸ μυριάκριβο ὄνομά της,
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χώματά της

ἡ φωνή της ἡ χρυσὴ
μὲ καλεῖ «ἔλα καὶ σὺ
δίπλα στὸ ξανθὸ παιδί σου
καὶ κοιμήσου!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου