Καρδιά μου πάψε να χτυπάς μυριόπαθο σκοπό
αφού για σένα ολόγυρα καμιά καρδιά δεν πάλλει.
Κι όμως! Εγώ, κι αν πάψανε να μ’ αγαπούνε οι άλλοι,
γυρεύω ακόμα ν’ αγαπώ.
Μου μαραθήκαν του έρωτα καρποί, λουλούδια, ανθοί.
Οι μέρες μου κατάντησαν κιτρινισμένα φύλλα
και το σκουλήκι, ο σάρακας και του καημού η μαυρίλα
μόνοι μου φίλοι έχουν σταθεί.
Όλο και καίει τα στήθη μου μια ακοίμητη φωτιά,
ηφαίστειο σε ‘ρημόνησο μικρό, που το ‘χει κάψει
φωτιά που καίει νεκρόκορμο και δεν μπορεί ν’ ανάψει
καν φλόγες άλλης, σπίθα μια.
Φόβους ή ελπίδες, του έρωτα τις πίκρες, τη χαρά
κι όλη την τόλμη της παλικαριάς μου αν πήρα
πια τώρα, οι αλυσίδες του μου έμειναν μόνη κλήρα
στερνή να με κρατούν γερά.
Μα όχι! Δεν πρέπει τώρα εδώ μια τέτοια ιδέα. Ο νους
εδώ από τέτοιες συλλογές μακριά, να μη τις νιώνει.
Τι! Η δόξα εδώ τους ήρωες στους τάφους στεφανώνει
αν δεν τους στεφανώνει ζωντανούς.
Κοίταξε! Να στρατόπεδα, δόξα, άρματα βαριά,
Ελλάδα, φλάμπουρα. Ω! Εδώ κι αυτόνε τον Σπαρτιάτη
που την ασπίδα του έπαιρνε για νεκρικό κρεβάτι,
λες, τον περνούν στη Λευτεριά!
Ξύπνα! Η Ελλάδα ξύπνησε! Ξύπνα ω ψυχή κι εσύ!
Στοχάσου, μιας αθάνατης γενιάς πως είσαι θρέμμα
και στην καρδιά σου νιώθοντας να ζωντανεύει το αίμα,
χτύπα μ’ ανδρεία περισσή.
Πνίξε τα πάθια τ’ αχαμνά που όλο και ζουν, ντροπή!
Έρμη ανθρωπότη, ασθενικιά. Τι, τάχατες για σένα
κάπου η ομορφιά αν χαμογελά με μάτια λυγωμένα
ή τάχα αν σε κοιτάζει σκυθρωπή.
Μα τι! Τα νιάτα σου αφού κλαίς , τι θέλεις τη ζωή!
Εδώ είναι η γης που καρτερούν θάνατοι τιμημένοι.
Καλλίτερο που θε να βρεις, η μάχη σε προσμένει!
Δώς της την ύστερη πνοή!
Πάρε τη λιγοπόθητη, μυριόβιγλη θανή
του στρατιώτη. Διάλεξε του τάφου σου το χώμα.
Κι ύστερα πλάγιασε να βρεις στο αιώνιο σου στρώμα
ανάπαψη παντοτινή.
αφού για σένα ολόγυρα καμιά καρδιά δεν πάλλει.
Κι όμως! Εγώ, κι αν πάψανε να μ’ αγαπούνε οι άλλοι,
γυρεύω ακόμα ν’ αγαπώ.
Μου μαραθήκαν του έρωτα καρποί, λουλούδια, ανθοί.
Οι μέρες μου κατάντησαν κιτρινισμένα φύλλα
και το σκουλήκι, ο σάρακας και του καημού η μαυρίλα
μόνοι μου φίλοι έχουν σταθεί.
Όλο και καίει τα στήθη μου μια ακοίμητη φωτιά,
ηφαίστειο σε ‘ρημόνησο μικρό, που το ‘χει κάψει
φωτιά που καίει νεκρόκορμο και δεν μπορεί ν’ ανάψει
καν φλόγες άλλης, σπίθα μια.
Φόβους ή ελπίδες, του έρωτα τις πίκρες, τη χαρά
κι όλη την τόλμη της παλικαριάς μου αν πήρα
πια τώρα, οι αλυσίδες του μου έμειναν μόνη κλήρα
στερνή να με κρατούν γερά.
Μα όχι! Δεν πρέπει τώρα εδώ μια τέτοια ιδέα. Ο νους
εδώ από τέτοιες συλλογές μακριά, να μη τις νιώνει.
Τι! Η δόξα εδώ τους ήρωες στους τάφους στεφανώνει
αν δεν τους στεφανώνει ζωντανούς.
Κοίταξε! Να στρατόπεδα, δόξα, άρματα βαριά,
Ελλάδα, φλάμπουρα. Ω! Εδώ κι αυτόνε τον Σπαρτιάτη
που την ασπίδα του έπαιρνε για νεκρικό κρεβάτι,
λες, τον περνούν στη Λευτεριά!
Ξύπνα! Η Ελλάδα ξύπνησε! Ξύπνα ω ψυχή κι εσύ!
Στοχάσου, μιας αθάνατης γενιάς πως είσαι θρέμμα
και στην καρδιά σου νιώθοντας να ζωντανεύει το αίμα,
χτύπα μ’ ανδρεία περισσή.
Πνίξε τα πάθια τ’ αχαμνά που όλο και ζουν, ντροπή!
Έρμη ανθρωπότη, ασθενικιά. Τι, τάχατες για σένα
κάπου η ομορφιά αν χαμογελά με μάτια λυγωμένα
ή τάχα αν σε κοιτάζει σκυθρωπή.
Μα τι! Τα νιάτα σου αφού κλαίς , τι θέλεις τη ζωή!
Εδώ είναι η γης που καρτερούν θάνατοι τιμημένοι.
Καλλίτερο που θε να βρεις, η μάχη σε προσμένει!
Δώς της την ύστερη πνοή!
Πάρε τη λιγοπόθητη, μυριόβιγλη θανή
του στρατιώτη. Διάλεξε του τάφου σου το χώμα.
Κι ύστερα πλάγιασε να βρεις στο αιώνιο σου στρώμα
ανάπαψη παντοτινή.
(Εικόνα: Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, Θεόδωρος Βρυζάκης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου