Σελίδες

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

«ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ» διήγημα της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 


Καλημερίζω τη ζωή. Την καλημερίζω, καθημερινώς, όπως κι αν έρθει! Είτε με ήλιο, είτε με βροχή, άνεμο ή χαλάζι. Ακόμη και τις πάλλευκες μέρες του χιονιά και της πηκτής ομίχλης, την καλημερίζω. Πώς  δύναται  να ‘ναι   κενή μια ζωή μετά τόσης αγάπης που της μοιράζεται;  Κοινή η Κοινότητα του Κοινού κι η Υπερέχουσα Αγάπη του Σύμπαντος! Καινή μονάχα για τους αμάχους, τους απέχοντες και τους απαίδευτους  βιώσαντες του Μεγαλείου της Βίωσης.

Γλωσσοδέτης ας μη γίνεται η πονεμένη αλήθεια. Κακά τα ψέματα!

Η σύλληψή μου, απροσδόκητη, μες το πυκνό σκοτάδι‧ δίχως καμιά κατηγορία, αίτιο κι αφορμή‧  χωρίς καμία μήνυση ή έστω κάποια μύηση, με παρέδωσαν στη  Δικαιοσύνη της  Γνώσης του Κοινού. 

Οδηγήθηκα, δεμένος, πισθάγκωνα. Φορώντας  μου  στα μάτια παρωπίδες να μη λοξεύουν οι οφθαλμοί από  ισάδη     δρόμο. Πέρασμά μου, μονοπάτια πολλά, πολιτείες και χωριά με φωτεινούς και σκοτεινούς ορίζοντες.  Η  πρώτη στάση, το Τούνελ: Το στενό πέρασμα απ’ το σκοτάδι στο φως, κι από το φως στο αντίκρισμα του  Κόσμου των ανθρώπων με τη μορφή μωρού πλάσματος.

Η Γνώση κατακτιέται βήμα- βήμα, με βιωματικές μνήμες και διδαχές μέσα στων αιώνων την πορεία, σφυρηλατημένη στο αμόνι του Θεού,   μεταλλαγμένη από Αναρχία σε Κοσμική Τάξη. 

Εγώ, δεν προκάλεσα τη σύλληψη μου. Αθόρυβα κυλιόμουν μες το ασύλληπτο του σύμπαντος, μεγαλείο‧  θρυμματισμένη σκόνη που έσμιξε με αγάπη και ρίζωσε μέσα μου ο καρπός της ζωής. Εκκολάφτηκα μες το πηχτό σκοτάδι‧ με θαλπωρή  την τάξη των οργάνων πορεύτηκα. Πορευτήκαμε…

Περάσαμε το Πρώτο, το Δεύτερο, το Τρίτο Μάτι  του Τούνελ, να σμίξω με το πλήθος των συλληφθέντων που τώρα είχαν γίνει οι Δικαστές που θα δικάζανε.

«Η Κοινωνία είναι ο αυστηρότερος και δικαιότερος Κριτής!»  μου υπενθύμισε  το Όργανο του Νόμου, οδηγώντας με  στην Κρύπτη των Μελλοθανάτων.

«Εδώ η τελευταία σου στάση! Πάρε μια βαθιά αναπνοή και βάλε τα μάτια σου στο κιάλι. Με τη βοήθεια του φακού θα μπορέσεις να δεις από κοντά  το πλήθος   που σε περιμένει» είπε κι έσπρωξε το κεφάλι μου στο μεγάλο πέτρινο μάτι στο  βάθος του Τούνελ.

«Ετοιμάσου για την απολογία σου. Εδώ, οι  Κατάδικοι, καταγγέλλουν μονάχοι τις κατηγορίες τους, εκφωνώντας την ετυμολογία των πράξεων τους. Η Κοινότητα περιμένει!»  ενημερώθηκα απ’ τον  Φρουρό κι άνοιξε το κανάλι επικοινωνίας.

Άνοιξα διάπλατα τα μάτια. Κοίταξα,  ευθεία, μπροστά. Ένιωσα την καρδιά να χτυπά δυνατά. Μια λαοθάλασσα  με αναμμένα κεριά στα χέρια ανέμενε καρτερικά την επομένη άφιξη, να επισφραγίσει το δριμύ κατηγορώ  ή την αθώωση, μετά ακροάσεως.  

Ο κόμπος  που τόσα χρόνια ανέβαινε απ’ τα σπλάχνα και μου ‘σφιγγε το λαρύγγι, λύθηκε. Με ξάστερο βλέμμα και κρυστάλλινη φωνή ξεκίνησα τον απολογητικό μου μονόλογο:

«Γεννήθηκα, δούλος, από δούλους γονείς. Ο Αφέντης μου με αφαλόκοψε από μια μήτρα  σκοτεινή κι  έβαλε το στόμα μου να βυζάξει απ’ το μαστό της ζωής,  φάρμακο και φαρμάκι.  Κάποια απ’ τα μαντζούνια του με πήγαιναν στο παρελθόν κι άλλα με ταξίδευαν στο μέλλον, πλησίον του Θανάτου. Το καμουτσίκι του με ηλεκτροσόκ με συνέφερε… και να ‘μαι  ‘δω ξανά απ’ την αρχή ν’ απολογούμαι για τα δώρα και τα αντίδωρα.   Τον κοιτούσα με δέος‧ υποταγμένος, πάντοτε, στις θελήσεις του‧  εκστασιασμένος για τις μαγικές  του δυνάμεις. Πάντοτε προσπαθούσα να εμβαθύνω, να ερμηνεύσω τις πράξεις του. Γιατί,  άραγε, μα ‘μαι τόσο σημαντικός κι ασήμαντος γι αυτόν, ώστε άλλες φορές να με κεραυνοβολεί κι άλλες να με αφήνει να επιζήσω;

Ξεγλίστρησα του θανάτου, πολλάκις. Βλέπω το φως έξω από τη σκοτεινή μήτρα που με γέννησε. Νιώθω την ευλογία της Ύψιστης Επιλογής να ζήσω ελεύθερος τη σκλαβιά μου‧ ζώντας ως μαθητής του Αφέντη μου.

Με έπαιρνε μαζί του  στις περιοδείες‧ μαθητευόμενος  τις σκέψεις των ανθρώπων, την άναρχη γνώση του όχλου, την ατέρμονη, αφήνοντας να εισβάλουν εντός μου.»

«Δεν υπάρχει εύκολη ζωή», διέκοψε κάποιος απ’ το πλήθος.      

«Δεν υπάρχει εύκολη ζωή! επανέλαβα. Το βίωσα μέσα στο βίο σας και στο βίο μου. Δούλοι του Αφέντη μας, πορευτήκαμε, ζητιανεύοντας  Αλήθεια.»

«Είσαι Ψεύτης!» αναφώνησε κάποιος αγανακτισμένος για την τοποθέτησή μου.

«Τώρα θα λογοδοτήσεις για τα ατοπήματα σου, ενώπιων  όλων. Δεν θα γλυτώσεις τη Θεία Δίκη» ούρλιαζε το πλήθος αφήνοντας  κάτω τις λυχνίες, αρπάζοντας ο καθείς από ένα λιθάρι ετοιμάζοντας τον λιθοβολισμό μου.

Γαλήνιος, με παρωπίδες  στα μάτια συνέχισα την απολογία μου.

«Είμαι  Αποστάτης των θέσεων μας! Είμαι ένοχος. Αμετανόητος αυτοτιμωρός! 

Μαζί σας, καλησπερίζω τη ζωή! Καλησπερίζω το τέλος της μέρας. Την ώρα που ο ήλιος δύει κι αφήνει το σκοτάδι να καλύψει τη γη ως τον ερχομό της επομένης μέρας.           Πώς μπορούμε να μένουμε ασυγκίνητοι, αδαείς κι αμέτοχοι στα αγαθά της κοινοκτημοσύνης μας;

Είμαι, ένοχος! Τελεσίδικη η απόφαση μου. Τιμωρός  του Εαυτού! Έρχομαι μαζί σας να ξεπληρώνω  την εις αεί  δουλεία μου.

Ο Φρουρός έκλεισε το κανάλι  επικοινωνίας. Το  Όργανο του Νόμου πήρε στα χέρια του τα κιάλια παραδίδοντας τα στον επόμενο κι άνοιξε την πύλη, αφήνοντας με ελεύθερο.

Στην καινούργια μου πολιτεία αντίκρισα λυχναράκια να φωτίζουν  κι αναμμένα κεριά να καίγονται λιώνοντας  πάνω στο  σώμα μου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου