Σελίδες

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ: Ποιητική Συλλογή του Γεώργιου Δελιόπουλου έτους : 2015 [απόσπασμα]

 

ΦΡΟΥΡΟΙ

Μαλώναμε Δημήτρη για τα ρούχα των ληστών. Ρίχναμε
ζάρια, παίζαμε χαρτιά, ποιος θα κερδίσει την αόρατη
γραβάτα, το ακριβό πουκάμισο, ποιος το φθαρμένο
παντελόνι και τα χάρτινα παπούτσια. Ώρες κάτω από
ξύλινους σταυρούς, σε άγονα υψώματα, πάνω από τα
κεφάλια μας τη γλίτωναν ληστές και κάρφωναν θεούς. Γύρω
μας έκτιζαν από σταυρούς ανάκτορα, γκρέμιζαν είδωλα και
μάθαιναν καινούριες προσευχές. Όμως εσύ κι εγώ ακίνητοι
εκεί, μαλώνοντας για λίγα ξένα ρούχα, ήμασταν δυο απλοί
φρουροί, τίποτα τελικά δεν ήταν σίγουρα δικό μας, ούτε καν
η απόφαση να ζήσουμε ποντάροντας στον θάνατο των
άλλων.


Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Για να καταλάβω τους ανθρώπους
έμαθα τη γλώσσα τους
κι έπρεπε να ξέρω
πως η γλώσσα κρύβει ανοιχτές πληγές
άλλοτε γιατρεύονται κι άλλοτε σκοτώνουν
έπρεπε να ξέρω
πως κοστίζουν ακριβά τα μεγάλα λόγια
και παλιώνουν γρήγορα μέσα στην ψυχή
έπρεπε να ξέρω
πως δε γράφεις τη ζωή μοναχά με λέξεις
κι απ’ τις λέξεις μόνο δε γνωρίζεις τίποτα.

Όμως αυτά δε μου τα έμαθαν ποτέ.


ΤΑΜΠΑΚΙΕΡΑ

Όλο το βράδυ ρίχναμε πιωμένοι τα χαρτιά για να
κερδίσουμε την ταμπακιέρα του ληστή. Όλοι γνωρίζαμε πως
ήταν τα χαρτιά στημένα, όλοι πιστεύαμε πως κάποιος από
μας θα την κερδίσει και όλοι ξέραμε ότι στο τέλος θα τη
δώσουμε και πάλι στον ληστή. Εμείς δεν μπορούμε τα
τσιγάρα. Κάποιες φορές καπνίζουμε για να ξεχνάμε, άλλοτε
καίμε την καρδιά μας με τα σπίρτα και πιο συχνά τυλίγουμε
τις μέρες μας σε άκαπνα στριφτά.
Όμως εσείς παρακαλώ τα βράδια να κλειδώνετε τις πόρτες,
να κλείνετε με σύρτη τα παράθυρα του δρόμου, γιατί στα
χρόνια μας πολλοί περαστικοί ληστές ψάχνουν ξεκλείδωτες
εισόδους για να κλέψουν ταμπακιέρες. Μπορεί κι εσείς να
μην καπνίζετε, όμως οι ταμπακιέρες πάντοτε χρειάζονται,
να κρύβετε εκεί τα τιμαλφή σας ή στην έσχατη ανάγκη τα
πολύτιμά σας λόγια.


ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Στο καταφύγιο της νύχτας
τα ματωμένα χέρια του
το άψυχο κορμί
ένας επίμονος καθρέφτης
και σε μια γωνιά εγώ.

Εκείνος τίποτα δεν έλεγε
παρατηρούσε μόνο
πότε το άψυχο κορμί, τα χέρια του
πότε το άψυχο κορμί, εμένα
και ποτέ, σαν να φοβόταν,
τον επίμονο καθρέφτη.


ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ

Όλη μου η τέχνη
δύο τρία σχήματα
χρώματα μπλεγμένα
κόκκινα τετράγωνα
μαυρισμένοι κύκλοι
και γραμμές γαλάζιες
σαν μια πόλη έρημη
σαν οι δρόμοι άδειοι
δρόμοι που μ’ αφήνουν
δρόμοι που ξανάρχονται
απ’ τον γύρω κόσμο
για να διαπεράσουν
τα πρησμένα μάτια μου
πιο αφηρημένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου