Σελίδες

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Η Γοργόνα / Σέττα Ελένη


Ο Μιχαλιός, του Παναγή ο γιος, ο κανακάρης,
στολίδι του μικρού γιαλού, εγίνικε βαρκάρης.
Φορά την βράκα την φαιά, σελάχι σταυρωτό,
τσουράπια, γουρνοτσάρουχα στο στήθος τον αητό.
Γεμάτη η βάρκα σύνεργα, για ψάρεμα πηγαίνει,
μα θέλει, ως λέει, να πα να βρει, νεράιδα μαγεμένη.
Πάει καιρός που άκουσε απ΄ του παππού τα χείλη,
πως ζει στα βάθη του βυθού με σε λευκό κοχύλι.
Άλλη γοργόνα την καλούν, άλλοι καραβοπνίχτρα
κι οι άλλοι, οι περισσότεροι, μάγισσα μαύρη νύχτα.
Την είδε πέρσι στ΄ ανοιχτά, ο Σταύρος ο Μπανός
κι έχασε μάτια και λαλιά κι ας είναι ζωντανός.
Δεν έμαθε ποτέ κανείς, τι ακριβώς εγίνει,
όμως στο χέρι του κρατά, τα δώρα από 'κείνη.
Ένα κοχύλι πάλλευκο και μι άκρη απ΄ το φουστάνι,
που οι παλιοί το γνώρισαν, σαν και σ΄ αυτούς εφάνει.
Μα ο Μιχαλιός ατρόμητος, δεν θέλει να ακούσει,
τραβά κουπί κι η βάρκα του εχάθηκε στο πούσι.
Ξανοίγεται και δεν νογά, πως πάει σ΄ άλλους τόπους,
πως κινδυνεύει να χαθεί, μακριά απ΄ τους ανθρώπους.
Το κύμα πύργος τρίπατος, υψώνεται εμπρός του,
μα είναι ο Μιχαλιός καλός και τρέχει ο λογισμός του.
Εκεί στα βάθη του βυθού, στου κύματος την δίνη,
κοιτάζει με το κιάλι του κι αναζητά εκείνη.
Ξάφνου αστραπή από ψηλά, φωτίζει τους αφρούς
κι ανάμεσα σε άρμενα και σε αρμούς σαθρούς,
Βλέπει να κείτεται άψυχη, κόρη ναυαγισμένη,
πανέμορφη σαν ξωτικό, με φορεσιά σχισμένη.
Παλεύει με τα κύματα, στην βάρκα την τραβάει,
γυρίζει κατά το νησί, κωπηλατεί και πάει.
Σαν ξαναβλέπει την ακτή, φωτίζεται η μάτια του
και ξαναπαίρνει δύναμη …Γιατί εκεί κοντά του...
Κάθεται η κόρη, έντρομη και σιγοτουρτουρίζει,
μα πως η μπόρα πέρασε κι εκείνη το γνωρίζει.
Μιλεί της μα η απόκριση, τίποτα δεν του λέει
και μ΄ αγκαλιές παρηγορεί την κόρη οπού κλαίει.
Ηγύρευγεν ο Μιχαλιός να πιάσει ξωτικό
μα να που τα κατάφερε κι έσωσε ναυαγό.
Κόρη που από τον τόπο της, έφυγε να γλιτώσει,
τον πόλεμο, την προσφυγιά, την δυστυχία την τόση.
Κι έτσι σ΄ αυτό το όμορφο το ρόδινο ακρογιάλι,
ζει αρμοστά ο Μιχαλιός κι η κόρη αγάλι - αγάλι.

1 σχόλιο: