Σελίδες

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Κώστας Ψαράκης: Κι αυτοί οι έρωτες της νεότητας, τι ήταν αλήθεια αυτοί οι έρωτες;

 



 

 

 

Ο ξένος

 

(στους άσπρους βράχους)

 

Eζησα τη ζωή μου όπως o μόνος ξένος

σε επαρχιακό καφενείο

όπου όλοι οι άλλοι γνωρίζονται μεταξύ τους

και τον κοιτάζουν με περιέργεια και επιφύλαξη .

Μόνο οι γυναίκες , κάποιες γυναίκες , θα του φέρουν το κέρασμα

και θα του χαμογελάσουν

διότι νιώθουν την ίδια ξενιτιά μέσα στην οικειότητα των άλλων .

Έζησα την ζωή μου με την μάταιη ολοκληρωτική επίγνωση του ετοιμοθάνατου

που δεν υπάρχει πλέον χρόνος να την μοιραστεί.

Εζησα τη ζωή μου σε παράξενους τόπους με λοξό φως

και αρχαίο χρόνο

παρατηρώντας τις τεράστιες σκιές των ασήμαντων πράξεών μου

στους άσπρους βράχους .

 

**

 

Έρωτες

 

Κι αυτοί οι έρωτες της νεότητας,

τι ήταν αλήθεια αυτοί οι έρωτες;

Ήταν σαν να φορούσαμε ξένα ρούχα,

κάτι καπέλα ηρωικά ή πανοπλίες,

κι άλλοτε ποιητικές στολές ή και χλαμύδες,

άλλων ανθρώπων ρούχα , πεθαμένων ή ζωντανών

που τους βρίσκαμε κι αυτούς .....

και πάντα με την αίσθηση οτι δεν ειναι δικά μας.

Αλλά στ αλήθεια , δεν κοροιδεύαμε .

Ξεγελούσαμε όμως τις ωραίες αυτές κοπέλες ,

αλλά όχι περισσότερο απ όσο ξεγελούσαμε τους εαυτούς μας

ή ίσως απ όσο ξεγελούσαν κι αυτές τον εαυτό τους .

Και αλήθεια , ποιόν εαυτό ντύναμε μ αυτά τα ρούχα ,

που εαυτό δεν είχαμε ...

Μόνο της νεότητας αυτήν την άμορφη λάβα

που ειναι τα πάντα και τίποτα

και που θ αποκτήσει επιτέλους οριστικό σχήμα

στο μνήμα

 

**

Η φρίκη

 

(Στον Γιώργο Σεφέρη)

 

Ο άνεμος που φυσά τούτες τις μέρες

μας φέρνει από κάπου , σαν φύλλα ξερά , νεκρές πλέον επιθυμίες .

Ξεσκεπάζει τη φρίκη .

Φυσά κάτω από τις έρημες χειμωνιάτικες γέφυρες

με τον στιγμιαίο θάνατο της προσδοκίας

στο βλέμμα του μοναχικού αστέγου,

εκεί κάτω από τη γέφυρα

που ξαναγυρνά τη πλάτη σ εσένα και στο κρύο άνεμο .

Ποιός άραγε γνωρίζει τι ήλπισε ακούγοντας τα βήματά σου

(ποιος άραγε γνωρίζει ποιος νόμισε ότι έρχονταν ).

[Εδώ όμως πρέπει να σταματήσει το ποίημα

διότι αν συνεχιστεί θα συναντήσει την φρίκη

εκείνη την φρίκη που δεν αντέχω να σου περιγράψω

και εσύ δεν αντέχεις ν ακούσεις]

για την οποία λέει ο Ποιητής ότι

«δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει•

στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.»

Ας σταθούμε λοιπόν εδώ , στις σκόρπιες εικόνες

του άστεγου κάτω από την αδιάφορη και έρημη γέφυρα ,

ή του βράχου

που θρυμματίζει το κρύο κύμα

ολομόναχος , στα μετανιωμένα από τα όργια του καλοκαιριού

χειμωνιάτικα ακρογιάλια ΄

ή τις γριές μητέρες που όταν πεθαίνουν σαν απροστάτευτα παιδιά

μαζί με τις ζωντανές τους μνήμες για σένα

σ αφήνουν γυμνό , στη παγωμένη λησμονιά

αλλά ποτέ στους νέους που βρίσκουν νεκρούς

σκεπασμένους με μια κουβέρτα , στα κρύα , μοναχικά , φοιτητικά δωμάτια

σπάζοντας τις πόρτες .

Ποτέ , ποτέ , στο χαμόγελο , το τελευταίο χαμόγελο , και στο βλέμμα

το βλέμμα που θυμάσαι ότι προσπέρασες

όπως προσπέρασες κι εκείνο του άστεγου

εκεί κάτω από την γέφυρα , όταν ο άνεμος μας φέρνει σαν φύλλα ξερά

νεκρές πλέον επιθυμίες .

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου