Σελίδες

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώργος Αλεξανδρής: …αμφίδρομα της ζωής το νόημα συνειδητά το ζούμε…




ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

Τώρα πια που οι θεοί των μύθων και της ιστορίας,
πισωστρατούν στα στενά καλντερίμια των δοξασιών
και δικάζονται στα πλακόστρωτα της πίστης και της αλήθειας,
τώρα πια που τα ιερά και διαχρονικά σύμβολα
ξεθωριάζουν απ' τη μαγεία του ιδεώδους και του οδηγισμού
και τα στρατευμένα στη δόξα είδωλα αλλοτινών εποχών
σκιάζονται στην ανυπόληπτη απορία και λήθη,
στην πλατεία,σιωπηροί παρεπιδημούντες στοχαστές,
επίτιμοι ευκαιρίας αρχηγοί με καυχησιάρικη μνήμη,
επίδοξοι αναλυτές με πρωτότυπη αναφορά και κρίση,
νεότευκτοι ανατροπείς, ασπούδαστοι εμπειριών και γνώσης,
πολυλογούν χαλκεύοντας εικόνες και προσωπεία,
ψηλώνουν ανάστημα σε βεβαιότητες και αμφισβητήσεις,
κανοναρχούν ως εύσημα τη σύγκρουση και τη διαφωνία,
παρασπονδούν αυτόχρημα στην επίκληση του ήθους
κι αλληλοσυντάσσονται ομότεχνοι σε παραστάσεις.
Στην πλατεία,ανιστορείται το φευγιό και η βιασύνη.
Ομολογείται αδάμαστη του χρόνου η μοναξιά,
αναμετριέται η επίγνωση με τ' άσπιλο της πεθυμιάς
και γίνεται σοφία ο στοχασμός και μακαρισμός ο λόγος.
Στην πλατεία,αντρειεύεται της ψυχής η παλληκαροσύνη.
Αναρριχάται ασπόνδυλη σε ιστούς και αψηλώσεις,
επαίρεται και ασχημονεί,επινοεί και δαψιλεύει
ηγήτορες και εποχές, δόγματα και θεοποιήσεις.
Στην πλατεία αποτιμιέται με τα πάθη της η ζωή.
Η μαθητεία του λογισμού και η παίδευση του φόβου,
ορίζουν το κοινώνημα τ' ανθρώπου με το μέλλον.
Εκεί, στην πλατεία των μύχιων αναδρομών και επιδρομών,
εκεί, στις ασκητικές πολιορκίες και τις ανοιχτές σκιαμαχίες.

**
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΣΕΝΑ ΚΙ ΑΛΛΟΙ

Να σε σημα­δεύει τ’ απλω­μένο χέρι του ζητιά­νου
και συ να πορεύ­ε­σαι άτρω­τος το δρόμο της ευθύ­νης,
απρό­σβλη­τος κάτω από την πανο­πλία της ψευ­δαί­σθη­σης
κι ευτυ­χής στης ψυχής σου τη μακά­ρια δεσπο­τεία,
πως έδει­χνε και στιγ­μά­τιζε της πολι­τείας το χρέος,
μη θαρ­ρείς πως πρω­το­τύ­πη­σες που ξέφυγε της προ­σο­χής σου
ούτε πως εξι­λε­ώ­θη­κες που υπέ­κυ­ψες στην οργή σου.
Ανύ­πο­πτοι, πριν από σένα δια­βή­καν κι άλλοι.

Να σε γυμνώ­νει το γυμνα­σμένο βλέμμα του τσιγ­γά­νου
και συ να υπο­πτεύ­ε­σαι ως αγυρ­τεία τις δοκι­μές του,
οχυ­ρω­μέ­νος στην ασφαλή μικρό­τητα του νου
κι αλώ­βη­τος στην άστεγη αλη­τεία της αλα­ζο­νείας,
πως ενί­σχυε η επο­πτεία του του κόσμου τη δυσπι­στία,
μη νομί­ζεις πως απέ­φυ­γες στο δρόμο να δυστυ­χή­σεις
ούτε και πως λυτρώ­θη­κες με ειλι­κρι­νείς δεή­σεις.
Αμύ­η­τοι, πριν από σένα προ­σευ­χη­θή­καν κι άλλοι.

Να σε καρ­φώ­νει η ασπού­δα­στη γλώσσα του μετα­νά­στη
και συ ν’ αντρειεύεσαι σε μια περι­τει­χι­σμένη πατρίδα
ανέγ­γι­χτος απ’ την καθη­με­ρινή εγχώ­ρια εξο­ρία
και συνε­πής στην από­κρυφη εθνική μονο­μα­νία,
πως διέρ­ρηξε το φόβο σου και την ιστο­ρία,
μην αισθά­νε­σαι πως κέρ­δι­σες του πολίτη τη γοη­τεία
ούτε και πως κατέ­θε­σες στην υστε­ρο­φη­μία μνεία.
Ασπόν­δυ­λοι, πριν από σένα το καυ­χη­θή­καν κι άλλοι.

Να σε δια­βαί­νει και να σε καθαι­ρεί η δόκιμη νιότη
και συ να στρα­τεύ­ε­σαι πιστός, μ’ ανα­φο­ρές τυπολατρίας,
αυτό­κλη­τος στην άρνηση, της τάξης συνταγ­μέ­νος
και ευτυ­χής που πρό­λα­βες ασύμ­με­τρες προ­κλή­σεις,
πως ήταν επι­κίν­δυ­νες κοι­νω­νι­κές αναρ­ρι­χή­σεις,
μη νιώ­θεις πως δοκί­μα­σες τις αντο­χές της πίστης
ούτε και πως λει­τούρ­γη­σες στη συνοχή της φύσης.
Αυτό­μο­λοι, πριν από σένα το αρνη­θή­καν κι άλλοι.

Να σε μαυ­λί­ζουν οι μύστες του ήχου και της εικό­νας
κι εσύ να απο­γοη­τεύ­ε­σαι στην αίσθηση της ανά­γκης,
ανή­συ­χος που γλί­στρησε η απο­ρία στη σιωπή
και δυστυ­χής στην τυραν­νία της κοι­νής απο­δο­χής,
πως σε ρημά­ζουν και σου αδειά­ζουν την ψυχή,
να νιώ­θεις πως δε χάθηκε το πεί­σμα του ονεί­ρου
ούτε και πως χρε­ώ­θη­κες μόνος τη μονα­ξιά.
Πριν από σένα, μαζί με σένα, ονει­ρευ­τή­καν κι άλλοι..

Από τη συλλογή ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ -Ω


**

TO ΓΡΑΜΜΑ

Σου στέλνω το πρώτο και τελευταίο μου γράμμα,
όχι για χαιρετισμό ούτε για στερνό αποχαιρετισμό,
παρά για την αλήθευση εκείνου του μηνύματος
που μας έστελνε η ζωή με της καρδιάς το σκίρτημα,
το παραξένεμα του νου και το αλάργεμα του χρόνου,
πως είναι η συνύπαρξη προσποίηση και πλάνη.

Νιώθαμε πως τ’ αποτόλμημα στο αγκυροβόλιο των τύπων,
θα μας στερούσε τη λευτεριά, της αποζήτησης τη μαγεία,
την ομορφιά της έκπληξης, του πάθους την αδημονία
και αρνηθήκαμε τη συνύπαρξη με σχεδιασμούς και όρκους,
το δελεασμό της σιγουριάς και των συνηθειών τη λάτρα,
να ’ναι ο έρωτας κρυφό κυνηγητό κι ευόδωση ονείρων.

Και κρυπτογραφήσαμε φτερουγίσματα ψυχής και ανατάσεις,
φυγαδέψαμε εμπειρίες στο άσυλο των αναμνήσεων,
αισθανθήκαμε τα κενά στην οδύνη της νοσταλγίας
κι αφεθήκαμε αναπόδραστοι στην έκσταση και τον οίστρο
των ανυπόκριτων λογισμών και μύχιων αισθημάτων,
να είναι η αγάπη ταύτιση και σμίλεμα η σχέση.

Σου στέλνω τούτο το άτιτλο και ανεπίστρεπτο γράμμα,
όχι για όσιες πεθυμιές ούτε και γλυκασμούς της μνήμης,
παρά για το βαθύ το σάλαγο που η σκέψη μας αφήνει,
τη θελκτική αναστάτωση που λυτρωτικά μας συνεπαίρνει
στην πληρότητα που η αρμονία ύπαρξης και απουσίας φέρνει,
κι αμφίδρομα της ζωής το νόημα συνειδητά το ζούμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου