Σελίδες

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

«Ο αθλητής του τίποτα» Ποιητική Συλλογή του Γιάννη Κοντού που έλαβε το 1998 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (Εκδόσεις Κέδρος )



Ο αθλητής του τίποτα


Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο.
Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις.
Δυσκολίες και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους,
γκρίνιες, οικογένειες.
Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.
Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.
Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,
οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνούν
με χαρούμενους ανθρώπους.

Και αυτός
σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα
και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος
με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει
κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.
Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα
αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει
- άλλοτε θυμάται.

Σε μια στάση για να δει
το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ
απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.
Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του
έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία
και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο
του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία
ή τεθλασμένη ή σπείρα.
Δεν κοιτάζει πίσω το ποίημα,
γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες
και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.

Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,
βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει
να δραπετεύσει, να πετάξει.
Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος
γι αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα
με το άγνωστο τέρμα
.
Νύχτα και μέρα αναβοσβήνουν.
Τα μάτια του συνήθισαν σ' αυτό
το λυκόφως.

Ήρωας του Σάμουελ Μπέκετ
δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει.
Τώρα πλησιάζει σε ένα σκοτάδι
που αυτός το βλέπει άπλετο φως.
Φουσκωμένα τα μάγουλα από την προσπάθεια,
είναι σαν να φουσκώνει τα πανιά της
Αργοναυτικής Εκστρατείας.

Πάει και πάει.
Το πέλμα θυμάται το πριν και το
μετά αμετάκλητα. Γίνεται τροχός,
βγάζει σπίθες και πείσμα του έρωτος.

Το τέρμα σφίγγεται βίδα
στο άπειρο ή στην κάθε μέρα.
Ένας διασκελισμός και χάνεται
στην αβεβαιότητα του τέλους



##

Πρόκες στα σύννεφα

Ξετυλίγω την ιστορία μου,
και σε κλείνω σπίτι, σε κοιμίζω.
Τα φώτα του δρόμου χαμηλά.
Μια εφημερίδα πεταμένη δείχνει
τη διάθεση της στιγμής.
Μυγδαλιές ανθίζουν απότομα,
οι αδελφές σου δακρύζουν.
Εσύ αγέρωχη κοιτάζεις
τα καθημερινά θαύματα.
Και τι πεταλούδες μέσα στο σπίτι
– τα θαύματα του Θεού μας αγγίζουν.
Υποψιάζομαι ότι αυτά τα πολύχρωμα
λεπιδόπτερα, αυτές οι ψυχές
είναι οι λέξεις μας.
Πάλι βρέχει και με φιλάς αδιάφορα
κοιτάζοντας πίσω απ’ την πλάτη μου
τις επόμενες μέρες να συνωστίζονται
στην πόρτα. Μαζί έρχεται και ένα άλογο,
ένα παράλογο, λευκό κι αγριεμένο.
Ο καιρός χειροτερεύει, οι τηλεοράσεις παίζουν
στο φουλ. Σε άλλο πλάνο είμαι ποδοσφαιριστής.
Με χιόνι, τρέχω κλωτσάω
τη σκέψη μου, τη στέλνω στα δίχτυα.
Κλαίνε, ουρλιάζουν οι φίλαθλοι.
Για εκείνη την παρεξηγημένη Πέμπτη,
την άχρωμη, που σε περίμενα,
και συνέβησαν αυτά τα μαγικά,
είδα το πόδι του χρόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου