Ὁ καθρέφτης
Στὴ Νόρα Ἀναγνωστάκη
Σὰ γύρισε ὁ καθρέφτης μου
στὸν οὐρανὸ
φάνηκε
ἕνα φεγγάρι μισοφαγωμένο
ἀπὸ τὰ κόκκινα μυρμήγκια
τῆς φωτιᾶς
κι ἕνα κεφάλι πλάι του
νὰ καίει κι αὐτὸ μέσα σε πύρινη
βροχὴ
στὸν οὐρανὸ
φάνηκε
ἕνα φεγγάρι μισοφαγωμένο
ἀπὸ τὰ κόκκινα μυρμήγκια
τῆς φωτιᾶς
κι ἕνα κεφάλι πλάι του
νὰ καίει κι αὐτὸ μέσα σε πύρινη
βροχὴ
νὰ λάμπει τὸ κεφάλι
νὰ φέγγει
καθὼς τὸ ἔπαιρνε τὸ ἔκανε κάρβουνο
ἡ φωτιὰ
νὰ φέγγει
καθὼς τὸ ἔπαιρνε τὸ ἔκανε κάρβουνο
ἡ φωτιὰ
νὰ ψιθυρίζει:
-Τὰ δέντρα καῖνε φεύγουνε σὰν τὰ μαλλιὰ
ὁ ἄγγελος χάνεται μὲ καψαλισμένα
τὰ φτερὰ
κι ὁ πόνος
σκύλος μὲ σπασμένο πόδι
μένει
μένει
-Τὰ δέντρα καῖνε φεύγουνε σὰν τὰ μαλλιὰ
ὁ ἄγγελος χάνεται μὲ καψαλισμένα
τὰ φτερὰ
κι ὁ πόνος
σκύλος μὲ σπασμένο πόδι
μένει
μένει
Ὁ ποιητής
Σὰ θὰ μὲ βροῦνε πάνω στὸ ξύλο τοῦ θανάτου μου
γύρω θά ῾χει κοκκινίσει πέρα γιὰ πέρα ὁ οὐρανὸς
μιὰ ὑποψία θάλασσας θὰ ὑπάρχει
κι ἕν᾿ ἄσπρο πουλί, ἀπὸ πάνω, θ᾿ ἀπαγγέλλει μέσα
σ᾿ ἕνα τρομακτικὸ τώρα σκοτάδι, τὰ τραγούδια μου.
γύρω θά ῾χει κοκκινίσει πέρα γιὰ πέρα ὁ οὐρανὸς
μιὰ ὑποψία θάλασσας θὰ ὑπάρχει
κι ἕν᾿ ἄσπρο πουλί, ἀπὸ πάνω, θ᾿ ἀπαγγέλλει μέσα
σ᾿ ἕνα τρομακτικὸ τώρα σκοτάδι, τὰ τραγούδια μου.
Τὸ χρυσάφι
Κάποτε
θὰ σταματήσουμε
σὰ μιὰ γαλάζια ἅμαξα
μέσ᾿ στὸ χρυσάφι
δὲ θὰ μετρήσουμε τὰ μαῦρα
ἄλογα
δὲ θά ῾χουμε τίποτα ν᾿ ἀθροίσουμε
δὲ θά ῾χουμε πιὰ τίποτα
γιὰ νὰ μοιράσουμε
θὰ σταματήσουμε
σὰ μιὰ γαλάζια ἅμαξα
μέσ᾿ στὸ χρυσάφι
δὲ θὰ μετρήσουμε τὰ μαῦρα
ἄλογα
δὲ θά ῾χουμε τίποτα ν᾿ ἀθροίσουμε
δὲ θά ῾χουμε πιὰ τίποτα
γιὰ νὰ μοιράσουμε
κρατώντας
ἕνα ξύλο
θὰ περάσουμε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τρύπα
τοῦ ἥλιου
ποῦ θὰ καίει
ἕνα ξύλο
θὰ περάσουμε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τρύπα
τοῦ ἥλιου
ποῦ θὰ καίει
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Με το μπαμπάκι του θανάτου
αχόρταγο
Ανοίγει μια μεγάλη τρύπα
στο φεγγάρι
Ένα παιδί πεθαίνει
Σα μεγάλα μαύρα μυρμήγκια
μια πομπή-κηδεία στο φεγγάρι
Εν’ άλλο παιδί
ρίχνει μια πέτρα
και σπάζει το φεγγάρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου