Σελίδες

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

«Αίθουσα αναμονής»: Ποιητική Συλλογή του Γεωργίου Γεραλή που έλαβε το 1958 το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης / Εστία.




Σκοτεινό ποτάμι
Είχε νυχτώσει όταν εδιάβηκα τη θύρα
κι η ψυχή μου στο φόβο είχε βουλιάξει.
Όμως οι αισθήσεις μου όλες, καθώς πάλι
στου άχρονου εζύγωναν το χώρο,
τεντωμένες μέ κράτησαν κοντά σου,
— νύχτα, μες στη σκληρή ερημιά της πέτρας,
νύχτα, στη σιωπηλή φρίκη του τέλους,
στο τίποτα και στο ποτέ.
Εκεί σ' αφήσαμε το πρωί... Ένα αλλοιώτικο,
κατάξερο κοιμητήρι· ούτε ίσκιος
κυπαρισσιού, να δροσιστή ο καιρός,
που εδώ ξεπέζεψε, ούτε χλόη
για των πουλιών το καλωσόρισμα. Στεγνό
χώμα και πέτρα, και χώμα και πέτρα,
σάμπως να χτίζονται οι νεκροί στο λόφο επάνω
απ’ την τρελή καλόγρια, που περνώντας
με το τσαπί και με το φτυάρι ανάμεσά τους
πετάει στον άσπρο κουρνιαχτό το φριχτό γέλιο.
Εκεί σ’ αφήσαμε το πρωί, κουνώντας
τα χέρια, όταν χτιζόσουν στην πλαγιά τού λόφου.
Ωστόσο, πάλι εδιάβηκα τη θύρα,
νύχτα κι ο φόβος κάθονταν μολύβι,
στο στήθος μου.
                                   Μα ως έτριξεν η θύρα
— τόσο οί αισθήσεις ήταν τεντωμένες —
ήταν σα να ’τριξεν ό χρόνος και με πήρε
του άχρονου το σύνορο, εκεί που η νύχτα,
νύχτα δεν είναι πιά, το φως φως δεν το κράζουν
κι ο τάφος ίσως λέγεται φωνή, η θύμηση άστρο,
η δυστυχία χαμόγελο, η καρδιά λιθάρι.
Κι αυτό που υπάρχει ή δεν υπάρχει είναι μια λέξη,
κι οι λέξεις είναι τα όνειρα μιας άλλης ζωής,
κι η άλλη ζωή, αν ήταν ή αν δέν ήταν,
κανείς δέν ξέρει.
Παράμερα απ’ το σύνορο στάθηκα. Η λάμψη
ενός αθέατου φεγγαριού πλημμύριζε όλη
την ερημιά σου. Και καθώς σε αναζητούσα
με την καρδιά να δέρνεσαι, σε είδα, σκυμμένος
να περπατάς, κατηφορώντας τά τραχιά χαλίκια
όπως και τότε — δε θυμάμαι — με το αδέξιο βήμα
του λαβωμένου πουλιού. Σε είδα και σου είπα,
απλώνοντας το χέρι μου έντρομο: «Πατέρα...»
Με κοίταξες, σαν να μην ήμουνα κοντά σου,
σα να μην είχες ξαναδεί το πρόσωπό μου,
σα να μην είχες ξανακούσει τή φωνή μου.
Τόσο η ματιά σου ήταν απόμακρη και ξένη,
κι από το φως της έλειπα.
Μόνο μουρμούρισες ακατανόητα λόγια
από μια γλώσσα αλλόκοτη, καί προσπερνώντας,
έκρουες κάθε τόσο τούς σταυρούς, καθώς χτυπούμε
εμείς στη «ζωή» μια πόρτα για να βγει ένας φίλος.
Πλήθαιναν γύρω σου οι μορφές, τ’ άγνωστα πρόσωπα
κι όλοι με κοίταζαν καθώς να μην υπήρχα,
κι εσύ με κοίταζες σα να μην είχα υπάρξει, 
ξένος για πάντα και τα χέρια μας λυμένα
για πάντα, — στό τίποτα καί στό ποτέ...
Με πήρε εκεί ένα κλάμα σα βουερό ποτάμι,
με πήρε εκεί ένας ύπνος σα γλυκούλι ρυάκι.
Χαράματα, καθώς ανέβαινε η τρελή καλόγρια,
μέ ξύπνησε χτυπώντας πλάι μου τό τσαπί της:
«Ο κύριος», είπε, «θα χτιστεί, ή θα χτίσει;».
Και τράβηξε, βροντογελώντας, το τραχύ ανηφόρι.

***

Ο Κύριος των Ονείρων 



***


Στο θαμπό φως, μια συλλογή κρατάει τους πεθαμένους.
Kάποτε ανοίγει η θύρα και περνά ένας άλλος,
μ' ένα μισόγελο, κάτι σαν σκιά χαιρετισμού,
χωρίς κανείς να του αποκρίνεται. Tον κοιτούν μόνο
με λοξό βλέμμα, και βυθίζονται ξανά στο θάνατο.
Άγνωστοι, κι έναν άγνωστο χώρο ανιχνεύουν,
καθένας μόνος, με μιαν ηρεμία, μια αποδοχή,
είτε με μια αξιοπρέπεια φοβισμένη. Έπειτα πάλι,
γυρνώντας, σα να μελετούνε ο ένας του άλλου
τη μυστική φθορά, την κρυφή πείρα,
μια σύσπαση που απόμεινε από το ταξίδι,
τον πανικό ενός ίσκιου στα γερμένα μάτια,
που αναζητούνε διέξοδο σε ακατανόητα
περιοδικά, μιας μακρινής χρονολογίας.

Mέσα, ο σοφός καθηγητής ακούει τα βήματα,
προβλέπει τα ενδεχόμενα με ακρίβεια,
εγκάρδιος σε όσους ζύγωσαν κιόλα την πύλη,
φορέσανε τη μαύρη σκέπη, είν' έτοιμοι.
Tους αποχαιρετά μ' ένα μειδίαμα,
"Φίλε μου, θα ξαναϊδωθούμε", βέβαιος ότι
εκείνοι αναχωρούν πια για την άβυσσο.
Άλλοτε σιωπηλός, στυγνός, όταν, σκυμμένος,
κουράζεται ερευνώντας μακρινούς θανάτους,
θύελλες βιαστικές, παιγνιώδη σκότη.

Όρθια στην πόρτα, η αδελφή, λευκή σαν το άπειρο,
αμίλητη σαν την ενέδρα, κατανεύει μόνο
στα ερωτηματικά, με μια ανεπαίσθητη 
κίνηση, μιαν απόκρυφη ειρωνεία.
Δείχνει το δρόμο, ή σταματά ένα πρόωρο ξύπνημα.
"Ω, κοιμηθείτε ακόμα, κοιμηθείτε".

από τις σελίδες του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου