Σελίδες

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Δενδρόκηπος: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Θέμελη. Το 1956 τιμήθηκε με το Β΄ κρατικό βραβείο ποίησης (απόσπασμα)





Στην πλατιά λεωφόρο προς το προάστιο,
- Ένας μονήρης δενδρόκηπος με στέγες χαμηλές -
Ψυχή...
Κάτι αγαθά σκυλιά χωμένα στο πετσί τους
Κ' επάνω κάποια πρόωρα πλανημένα χελιδόνια,
Μετέωρα, σα να μας χαιρετούν και να μας δείχνουν
Το δρόμο προς την άνοιξη που πλησιάζει.
Μόλις προφταίνουμε να ιδούμε λίγο πίσω, λίγο εμπρός,
Κάποιον ακίνητο καπνό ή δέντρο που φεύγει.

Ήτανε κι άλλοι στην είσοδο, ξενιτεμένοι,
Φτασμένοι εκεί από τόπους μακρινούς.
(Σαν ένας τελευταίος σταθμός ή αίθουσα αναμονής).
Κοιτάζοντας με μάτια ασάλευτα προς το κιγκλίδωμα.

Γυρίσαμε και είδαμε τα ρούχα μας πούχαν παλιώσει
Και τα κατάκοπα γόνατά μας γυρισμένα προς τη γη.
Και νιώσαμε τα χέρια που άγγισαν τα χέρια μας να σαλεύουν
Όπως τα ζωντανά ψάρια που πιάνεις στον ύπνο σου και ξεφεύγουν.
Να λάμπουν πίσω τα σπίτια που σκέπασαν τη γύμνια μας.

Ακούσαμε μέσα την καρδιά μας, όπως μια πέτρα που κυλάει.

Είδαμε τότε τον εαυτό μας σαν έναν άλλο,
Τριγυρισμένο απόνα φως,
Ανάμεσα σε καθαρές φωνές και ήχον οργάνων.

Χαιρετήσαμε τον ήλιο που βασιλεύει.

Πλησίασε κάποτε από μέσα ο Φύλαξ - Κηπουρός
(Κλειδιά στη ζώνη, την αξίνα στον ώμο).
Μας κοίταξε λίγο και χάθηκε στους διαδρόμους
Ανάμεσα δέντρα πανύψηλα κ' αιώνιους ήσκιους.

Καθίσαμε κι εμείς εκεί με τους άλλους,
Μαζί με τις παλιές εικόνες που κρατούσαμε,

Κοιτάζοντας με μάτια ασάλευτα προς το κιγκλίδωμα.


.....


Είναι μια ιστορία που γυρεύει το τέλος
Την έχουν γράψει τα δάχτυλα μας, ίσως μας σώσουν
Τα δάχτυλα μας, όπως τα πλήκτρα που χτυπούν.

Κάποιοι σαν να μιλούν με τα δικά μας λόγια
Μπορείς ν’ ακούσεις τον ψίθυρο που μιλούσαμε, μπορείς
Να κοιμηθείς ανάμεσα στα ζεστά σώματα που κοιμούνται.

Αναπνέουν στον ύπνο, χαμογελούν.
Ξυπνούν, ανοίγουν το παράθυρο και σκύβουν στο φως,
Μιλούν και βλέπονται πρόσωπο με πρόσωπο.

Καθίζουν μες σ’ ένα κάθισμα και θυμούνται, ίσως μας σώση
Το κάθισμα, το ποτήρι που πίναμε, είναι η θύμηση μας, ίσως
Μας σώσει η θύμηση μας, δεν έχει κλείσει
Τον κύκλο της, το φωτεινό ταξίδι της, ίσως μας σώση.

Γυρίζει δρόμους παλιούς κι ακούει τις πέτρες,
Αγγίζει τα πράγματα που αγγίξαμε.
Φοβούνται μονάχοι και κάνουν θόρυβο,
Γυρεύουν ο ένας τον άλλο: που είσαι... που είσαι...
Τα σπίτια είναι γεμάτα καθρέφτισμα και φως.
(Μπορεί να ‘ναι οι αναπνοές μας που αναπνέουν,
Μπορεί να ‘μαστε εμείς και ποιος να μας το πει).

Θα θυμηθούν τα χέρια και θα ξεχωρίσουν.
Κάθε ψυχή θα σύρη το σώμα της.
Θα ‘μαστε οι πρωτότοκοι κ’ οι χαϊδεμένοι.
(Φοβούνται μονάχες οι ψυχές, κρυώνουν).

Σφαλίστε πόρτες φυλάγοντας τα μυστικά.
Θα φύγουμε εμείς, θα μείνη η σιωπή.
Σφαλήστε παράθυρα καρτερεμένα,
Θα μείνει ο ακίνητος άνεμος.

Να λουστούμε, να πλύνουμε τα χέρια μας,
Να ‘μαστε ωραίοι και καθαροί.
Αντίο, κατώφλι, του ποδιού έρωτ’ αμίλητε.
Σ’ όλα τα χέρια οι γνώριμες χειρονομίες.
Σ’ όλα τα πρόσωπα η αδιάκοπη ομορφιά.

Κανείς ας μην ανοίξει το στόμα να μας πει
Λόγια πικρά, τραγούδια λυπημένα.
Το χιλιοειπωμένο μάθημα της αγάπης.

Απλώνουμε το χέρι ν’ αποχαιρετήσουμε το φως,
Την στέγη, τον καπνό, τον ήλιο που φεύγει.
Σιγά, σιγά περνούμε προς την έξοδο.

ΜΑΘΗΤΕΙΑ

Μαθαίνεται η Αγάπη,
Μαθαίνεται από μέσα, αποστηθίζεται.
Όπως η θλίψη, όπως η έκσταση.

Τ’ άφωνα ψάρια δεν πηγαίνουν
Σχολείο να μάθουν τη σιωπή,
Την εκθαμβωτική θαλάσσια αγάπη
Μες σε βαθειά κρησφύγετα.

Τα ερωτικά πουλιά δεν μελετούν
Μαθήματα αγάπης, δεν γράφουν
Τις τέσσερις πράξεις της
Στις πλάκες τους οι πεταλούδες.

Ίσως μονάχα οι Άγγελοι να μαθαίνουν
Λέξεις, ονόματα, κομμένες συλλαβές,
Συλλαβίζοντας τον έρωτα μες στην ουράνιαν ερημία.

Ίσως να ξέρουν καλά τη σιωπή της Αγάπης,
Τη γλώσσα της σιωπής, τον ανεκλάλητον έρωτα των πραγμάτων.
Αυτή τη γλώσσα, αυτή τη Μουσική,
Αυτή μαθαίνουν τα δάχτυλα μου.
Τα δάχτυλα μου, τα χείλη μου, τα έκπληκτα μάτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου