ΙΣΤΟΡΗΜΑ
(Ποιήματα Β, 1976)
Της Εύης του Ζαχαρία και του Γιώργου
Η μνήμη αναμοχλεύει την ψυχή του ποιητή
κι ο πόνος πού μεταφέρεται μέσ΄ απ΄ το νου και
την καρδιά του σε τούτες τις χλωμές στιγμές
της εξορίας γίνεται κραυγή και διαμαρτυρία.
*
ΕΙΡΗΝΗ
του Χ.Εκμετσογλου
Την βλέπεις που έρχεται
μέσ΄ απ΄ τη λάμψη της φλόγας
όταν η ποίηση χαιδεύει την καρδιά
για την Ανάσταση.
Μέσ΄ απ΄το κράνος της σιωπής
κουβαλάει τις αναμνήσεις
στο κλειδοκύμβαλο ακούγεται η φωνή.
Το τραγούδι ειν΄ η αγάπη των πουλιών
κι΄ αυτό το άγαλμα που ποτέ δεν σωπαίνει
μοιάζει αηδόνι του βουνού.
Είναι κι ο χώρος,
που δίνει τάξη στην ενόραση,
οι σκέψεις, οι απόηχοι μιας αγάπης
που δεν τελειώνουν
με το πρώτα τίναγμα των ματιών.
Αυτή σ υ σ τ ή ν ε τ α ι:
( η αίθουσα σφίζει από κάλυκες ανθρώπων)
Είμαι, όχι δεν είμαι τίποτα,
δεν είμαι του αστεριού αναλαμπή.
Είμαι η ανάσα του κορμιού της γης.
Ακούστε τις σάλπιγγες,
ακούστε τους αγγελικούς ψαλμούς
και θα βεβαιωθείτε:
Φαμακούστα.
Σελ 8
**
ΥΠΝΟΣ ΓΛΥΚΟΣ
Χίλια κανόνια σε παράταξη
διαλογίζονται το θάνατο
και για τα περαιτέρω.
Κι αυτό το φως που βγαίνει στα τυφλά
απ΄ το φυλάκιο
είναι της νύχτας το πηχτό σκοτάδι.
Ύπνος γλυκός- τόσο γλυκός
που η πέτρα γίνεται ζεστό
κι ανάλαφρο κρεβάτι.
Με το καμιόνι εισέρχεται ο εχθρός
-επιτρεπτή η επέλαση, περάστε,
η χώρα είναι δική σας-
για να στολίσει με παράταιρη φωνή
το βιος της προδοσίας.
σελ. 9
**
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Του Φ. Σταυρίδη
Ι
Αυτά τα γράμματα
που μέραμε τη μέρα τα στοιβάζεις
μες στα στήθια σου
φτιάχνουν για επιβίωση
έτσι καθώς τα χρωματίζεις
τη Δημοκρατία.
Μα ο γείτονας
π΄ από καιρό ειρήνης με υποψία σε κοιτάζει
- είν΄ εμποράκος λιανικών τιμών
επίτροπος σε μέγα σωματείο-
κλείνει τα μάτια από χαρά,
είναι Χριστούγεννα σου λέει,
και χέρι σου προσφέρει.
ΙΙ
Ο Δώρος Λοίζου
ήτανε δένδρο από συνείδηση
και πολιτεία μαζί του.
Τώρα που γύμνωσε ο ήλιος
μες στον κήπο σου
αλήθεια, τι τάχατες να είσαι απ΄ το κλαδί του;
ΙΙΙ
Πίναμε ουίσκυ, παίζαμε πόκερ
σ΄ αχράντων μυστηρίων το τραπέζι.
Ερωτευόμαστε αντάξια του σκότους
που μας έκρυβε το πρόσωπο.
Σαν ήρθε η μέρα και μας πρόταξε στο φως
γυρέψαμε το χώρο.
IV
Τον θάνατον που πήραμε απ΄ τον πόλεμο
τον κάναμε δικό μας
και στήσαμε τον ήρωα δετά
σε κα΄θε μας πλατεία.
Μα η γη που δίψασε απ΄ αυτόν
στρέφει το βέλος προς τα πίσω.
V
Τροχίσαμε το αίμα μας
στη γεύση του θανάτου.
Μα ο άλλος που καυχιότανε
για χρέος για τιμή και λευτεριά
κοιτόταν κάθε βράδυ στον καθρέφτη.
Εσύ φτωχέ, τραγουδιστή
τι λες για τούτη εδώ την πράξη.
VI
Θα πάω στο μικρό μου ποταμάκι.
Εκεί με βρίσκουν ταπαιδιά μου τις γιορτές
κι έτσι καθώς αναπαμένος απ΄ την μπόρα
- χρυσό το μάτι κι η ψυχή με βλέπει-
να χτίσω ένα τετράστιχο από φως
και μέσα η καρδιά μου ιστορημένη.
VII
Είπανε πως την καρδιά
την κούρσεψε ο Δίας.
Πως καιροφυλακτούσε απ΄ τα τρίσβαθα
του Ολύμπου
τόσα και τόσα χρόνια.
Γιατί ντροπιάσανε οι κόρακες
τόσο φτηνά της χαλιμάς
τα ωραία παραμύθια;
ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟΙ
Η πατρίδα μας σκότωσε από χρέος
μας πέταξε τη λέξη του ήρωα στα μάτια
και κόψαμε το δένδρο.
Τούτος ο νεκρός του Ιούλη
που τον λένε Α.Χ.Ψ.
είναι του χεριού μας ανδραγάθημα.
Κείται το αίμα στους δρόμους
στίγμα από συνείδηση το έγκλημα
και φωνάζει προδότες.
σελ: 12
ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟΙ
Η πατρίδα μας σκότωσε από χρέος
μας πέταξε τη λέξη του ήρωα στα μάτια
και κόψαμε το δένδρο.
Τούτος ο νεκρός του Ιούλη
που τον λένε Α.Χ.Ψ.
είναι του χεριού μας ανδραγάθημα.
Κείται το αίμα στους δρόμους
στίγμα από συνείδηση το έγκλημα
και φωνάζει προδότες.
σελ: 12
**
ΕΤΣΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ
Εύ που στο χαρτί
την πολιτεία κυβερνούσες
με σχήματα και λέξεις
κι είχες ωραία γραφή ποιητική προέχταση
κι όλοι εμείς μικρά ερπετά
της καθημερινής τροχαίας
ξεξικογραφηθήκαμε "Οι ένοχοι",
στο δειλινό του Ιούλη.
Μα πάντα ως είναι ευσεβώς
το παραπάτημα συμβαίνει.
Μιλάμε για τις καταστάσεις
που μας έρχονται κριτές
και για Δημοκρατία.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΊΑ
Στην επιτομή της
ίδιος μένει πάντοτε ο κύκλος
μ΄ εκείνα τα στοιχεία
που σκιαγραφούν την επανάσταση
το κίνημα οικουμενικό.
Η αναλογία των πράξεων
διασωρίζει τον ένα απ΄ τους δυό
"ολίγον φταίχτες".
Στη μέση ο ήλιος κι απ΄ την άλλη
το καινοτάφιο των Πραιτόρων.
Σελ: 13
**
ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Οργισμένο πουλί
αφού μελέτησε το αίμα του με αίμα
κάθισε και τραγούδησε
ταξίδι τελευταίο.
Στο κοιμητήριο η ηδονή " ανθίζει ", είπε
σπορά ο θάνατος τα στάχυα ολιγοστεύουν.
Μα ο αγράμματος πατέρας
που διαλογίζεται την έξοδο
σ΄ αυτό το χώμα το τραχύ με την καυκάλα
- φτερά τινάζει προς τα πάνω η καρδιά-
παίρνει σαν πριν τ΄ αλέτρι του και σκάβει.
Κι αυτή η σημαία που ορθώνεται βουβή
τριμμένη στον εξώστη
διαβάζει ολονύχτια ελληνική ιστορία.
Σελ: 14
**
ΕΙΔΩΛΑ
Μπροστά στο φράγμα της αθέατης νύχτας
οι κόρακες σε μαστιγώνουν.
Είδωλα τα ευρήματα της πολιτείας σου
ταξιδεύουν
εκτίθενται δημόσια σε χώρους ευπρεπείς
ανταλάσσουν ονόματα, χειροκροτούν και
θεατρινίζονται ειρωνικά το σκηνικό.
Το χέρι - που΄ σαι ψυχή- εκλιπαρεί
την υψηλότερη τιμή το τίμημα φωτός.
Κοίταξε πως τρέμει να σε πάρει
λικνιστικά να δώσει ιερή την παρουσία.
Τα δένδρα είναι γνώριμα, τα μονοπάτια,
οι κήποι
κι όμως το γέρικο πουλί φυλάει το εικονοστάσι.
σελ: 15
**
**
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ
"Ένας νεκρός, όσο και νάναι νεκρός
θέλει κι αυτός το σπίτι του"
L.PIRANTELLO
Όταν απ΄ την κοπριά θ΄ ανθίσουν τα λουλούδια
κι η πολιτεία θα κοιμάται στο καμπαναριό
με την ευσέβεια της λατρείας
ο ποιητής στον τάφο του
θα γεύεται το πέτρινο καρφί της μούσας.
Κι όταν στο φως διαφανεί το πρόσωπο
έχει νερό κι αλμύρα η θάλασσα κοντά
για ξέπλυμα της τύχης.
ΣΕΛ: 16
**
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ
**
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ
Γλυκειά φωνή του πρωινού
Η μνήμη στα Μουσεία.
Τσακίζουνε τις Πύλες οι φρουροί
τ΄ αγάλματα ορμούν
κι απ΄ το Σεπτίμιο Σεβήρο αρχηγό
ειρηνικά οδηγούνται στην πορεία.
Χρόνων αρχαίων πολτισμοί
Πιασμένοι χέρι- χέρι
Δικοί μας είναι και δικοί σας.
ΣΕΛ: 17
**
ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ
Έκλαψε, τραγούδησε
κάθησε στη γη
κι έφτιαξε τσαντήρι.
Το άδικο "είπε"
θα κυρτώσει κεφάλι
σήμερα, αύριο, μια μέρα
που το μόριο θα γίνεται σπόρος
και το σπαθί
θα τσακίσει στη μέση
το κράνος του Λοχία.
ΓΕΥΣΗ
Στους βλαστούς των δένδρων
άνθησε το αίμα
και στην ποίηση η επιστροφή
σελ: 18
**
ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ
**
ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ
Μπόλι της προσφυγιάς
ένα παιδί
που μεταφέρεται νεκρό
μες στο σκοτάδι.
Αγγελινό το πρόσωπο
σαν στου χωριού
το λιμανάκι η γαλήνη
Αψύς καιρός
και σταλαχτίτης πόνος.
Στην εξορία ο τάφος του
κι η γη με τα πλιθάρια.
Σελ:19
**
ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΑ
Το αίμα αδιάφορο απ΄ τον πόνο
κατατρώγει τις πληγές σου.
Κλείνουν τα μάτια οκνηρά
τα τέρατα της πόλης,
σου στήνουνε φραγμούς
μα εσύ εκεί
μες στο καλύβι με τα Βασιλόπουλά σου.
Δεν το κατάλαβες
πως τ΄ όνειρο γλείφει τα δάκρυα
με σάλιο λύκου;
ΣΕΛ: 20
**
ΓΥΠΑΣ
Τώρα το κλάμα
ανατριχιάζει μες στις ρίες του
και το παιδί
καθώς κι ο ήρωας κοντά του
απ΄ το μεθύσι τους γελάνε.
Δάκρυα από δάκρυα η θάλασσα
πιότερο η γλώσσα αλμυρίζει.
Γύπας ο άνθρωπος.
Γύπας κι ο γύπας.
Βλέπει τους βιασμούς
το κίνητρο της γέννας
-δεν έχει κόρη φαίνεται
να κλάψει ο πρωτομάστορας-
η μοίρα είναι φτιαχτή
και θα περάσει λέει.
σελ : 21
**
ΤΕΛΕΤΗ
Του νεκρού ο τάφος
σκάφτηκε με "σύνεργα διαβόλου".
Πρόσωπα ιστάμενα υψηλά
κι η φιλαρμονική δεσπόζανε του χώρου.
Ήταν μέγας "πατριώτης" ο νεκρός
του ταίριαζε η τόση τελετή κ.τ.λ κ.τ.λ
Μα ξάφνου εκείνη τη στιγμή
κάποιο μικρόσωμο σκυλί
περνάει το πλήθος και γαυγίζει.
**
ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ
Μας παραμόρφωσαν από τάξη και συνείδηση
Θεό Θάνατο Θρησκεία πατρίδα μνήμες ιδέες
και μας είπαν "εμπρός παιδιά"
ιδού ο δρόμος γρηγορείτε
να προλάβετε το τίμημα.
Φύσηξε ο αγέρας δυνατά
κι έσκασε απ΄ την κορφή του
ο μεγάλος βράχος.
σελ 23
ΓΥΠΑΣ
Τώρα το κλάμα
ανατριχιάζει μες στις ρίες του
και το παιδί
καθώς κι ο ήρωας κοντά του
απ΄ το μεθύσι τους γελάνε.
Δάκρυα από δάκρυα η θάλασσα
πιότερο η γλώσσα αλμυρίζει.
Γύπας ο άνθρωπος.
Γύπας κι ο γύπας.
Βλέπει τους βιασμούς
το κίνητρο της γέννας
-δεν έχει κόρη φαίνεται
να κλάψει ο πρωτομάστορας-
η μοίρα είναι φτιαχτή
και θα περάσει λέει.
σελ : 21
**
ΤΕΛΕΤΗ
Του νεκρού ο τάφος
σκάφτηκε με "σύνεργα διαβόλου".
Πρόσωπα ιστάμενα υψηλά
κι η φιλαρμονική δεσπόζανε του χώρου.
Ήταν μέγας "πατριώτης" ο νεκρός
του ταίριαζε η τόση τελετή κ.τ.λ κ.τ.λ
Μα ξάφνου εκείνη τη στιγμή
κάποιο μικρόσωμο σκυλί
περνάει το πλήθος και γαυγίζει.
**
ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ
Μας παραμόρφωσαν από τάξη και συνείδηση
Θεό Θάνατο Θρησκεία πατρίδα μνήμες ιδέες
και μας είπαν "εμπρός παιδιά"
ιδού ο δρόμος γρηγορείτε
να προλάβετε το τίμημα.
Φύσηξε ο αγέρας δυνατά
κι έσκασε απ΄ την κορφή του
ο μεγάλος βράχος.
σελ 23
**
ΚΑΤΑΘΕΣΗ
Μια χαμένη ελπίδα
κοιταγμένη στον ήλιο
δεν ήρθε ποτέ
όταν τ΄αηδόνια γυμνά τραγουδούσαν.
Το φως δεν ήταν Άνοιξη
κι οι τρεις χιλιάδες νεκροί
άταφοι στους δρόμους της πολιτείας
δίνουν κατάθεση στην Ιστορία
σελ: 24
**
Ο ΛΕΟΝΤΑΣ
Αγγείο γεμάτο θάλασσα
κι από κοχύλια του Αιγαίου
που σου ραγίσανε τα κόκκαλα,
οι μεταπωλητές;
Στη πλατεία Τραφάλγκαρ
η κεφαλή της Αφροδίτης
χαιρετάει το Νέλσωνα
κι ο γερασμένος λέοντας
που πολιτεύεται το χρέος
μασάει τα περιστέρια.
Η πειρατεία άπλωσε παντού τις κεφαλές της.
σελ:25
**
ΕΝΑΠΟΚΕΙΤΑΙ
Μια χαμένη ελπίδα
κοιταγμένη στον ήλιο
δεν ήρθε ποτέ
όταν τ΄αηδόνια γυμνά τραγουδούσαν.
Το φως δεν ήταν Άνοιξη
κι οι τρεις χιλιάδες νεκροί
άταφοι στους δρόμους της πολιτείας
δίνουν κατάθεση στην Ιστορία
σελ: 24
**
Ο ΛΕΟΝΤΑΣ
Αγγείο γεμάτο θάλασσα
κι από κοχύλια του Αιγαίου
που σου ραγίσανε τα κόκκαλα,
οι μεταπωλητές;
Στη πλατεία Τραφάλγκαρ
η κεφαλή της Αφροδίτης
χαιρετάει το Νέλσωνα
κι ο γερασμένος λέοντας
που πολιτεύεται το χρέος
μασάει τα περιστέρια.
Η πειρατεία άπλωσε παντού τις κεφαλές της.
σελ:25
**
ΕΝΑΠΟΚΕΙΤΑΙ
Τώρα που η ψυχή λευκά
τον πόνο εξωραίζει
κι η ομορφιά του ήλιου
απογυμνώνει το σκοτάδι
βάλε το χέρι σου θεέ μου.
Τάραξε τα νερά στην κολυμβήθρα σου,
δεν ακούς τη σαύρα
που μασάει τα χώματα και τα σκουλήκια;
Σεκάθε επίκληση,
καθώς επέρχονται οι μέρες,
πεθαίνουν στην τέφρα και τη ρίζα τους
οι "Βαμβακάδες"
όπως ακριβώς το όνειρο
που γεύεται ανίκανο το φως.
Εδώ η ζωή είν΄ ακριβή
κι ο άρχοντας πεθαίνει,
άσε τον άλλο που ακόμα τυραννά
τη σκέψη του για πίσω
υπομονή, υπομονή.
Σε τούτο το μυστήριο
που κομποδένεται με τ΄ άπειρο και το κρανίο
και το δαιμόνιο
κοιτάζει ανήλιαγα τον κόσμο
μια σταγόνα από φως η ανιστόρηση.
σελ: 26
**
ΙΣΟΒΙΑ
Κλαις όταν δεν πρέπει
και γελάς όταν πάλι δεν πρέπει.
Σ΄αυτή την αναρχία που βρεθήκαμε
κάθε πράξη ισόβια τα δεσμά μας.
Κι αυτό το χέρι που τονίζει
απαράδεκτα στον πίνακα τις λέξεις
με δάκτυλα κομμένα
σκαρώνει ύπουλα παιχνίδα.
Σελ: 33
**
ΣΧΗΜΑ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Ο υποβιβασμός μιας μέρας
συμβαίνει πάντοτε
με την ταύτιση μιας σύναξης.
Όταν ο ήλιος στο παρασκήνιο της σιωπής
πριονίζει το έγκλημα
το πρώμα και το θέαμα
στιγματίζουνε το " φως" .
ΕΝΣΤΑΣΗ
Κίνησε την απαλάμη προς τα κάτω,
χτύπησε τη γη
τάραξε τ΄ αλέτρι
μα ο σταυρός στη γωνιά του
αμετάθετος κραυγάζει.
Σελ: 44
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου