Σελίδες

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Ανδρέας Αγγελάκης (1940-1991) : …όλα τα έκαψα σαν ασημόχαρτο




Κάποτε, βέβαια, θα βρεθώ κι εγώ -ας μη γελιόμαστε¬-
με κάποιο σουγιά μπηγμένο στα πλευρά,
κάποιο σκοινί γύρω απ’ το λαιμό μου,
παραμορφωμένος απ’ τα χτυπήματα τού αγνώστου,
(άνεργος; ναυτικός; ψυχοπαθή ς; τί σημασία έχει…).
Τα συρτάρια μου άνω κάτω, ρούχα πεταμένα,
ολόγυμνος σε στάση άμυνας ή παράκλησης
να κλείσει, να τελειώσει, επιτέλους, το μαρτύριο
(πού, άλλωστε, το περίμενα στο βάθος)
και’ πια να μείνουν πίσω μου δυό τρία ποιήματα,
μάλλον οι, τελευταίοι στίχοι μου,
πεντέξι σοφές υποθήκες πίσω από τη μάσκα μου.
Λοιπόν, ας έχετε το νου σας. «Αν χαθώ,
αν δεν τηλεφωνήσω κι εξαφανισθώ περίεργα,
μην το αποδώσετε στις γνωστές παραξενιές μου.
Ψάξτε με στο λιμάνι, σ’ έρημες μαούνες,
σε τίποτα θάμνα εξοχικά,
σε ύποπτα, παγωμένα ξενοδοχεία,
αναζητήστε με μ’ επιμονή στις ερημιές,
ρωτήστε πρόσωπα στα πάρκα,
κυρίως, διαβάστε για τις έρευνές σας
προσεκτικά τα ποιήματά μου.
Περιγράφω λεπτομερώς τους υποψήφιους δολοφόνους μου,
τί μάρκα τσιγάρου καπνίζουν,
το βλέμμα, τις συνήθειες,
τη βραχνάδα τους.

**

Πώς μπορείς να ξαναμπείς στο δωμάτιο
πού πριν λίγο κράταγες ένα κορμί αγαπημένο;
Βγαίνουν απ’ τις γωνίες χέρια και σε καλούνε
φωνές ψιθυρίζουν στο σκοτάδι μισόλογα «ναι», «όχι»,
«σβήσε το φώς», «μη», «ξανακοίτα με στα μάτια»
το φώς απ’ τις βλεφαρίδες σου πηχτό,
πίσω απ’ το κουρτινάκι ένα γυμνό στήθος
μόλις κρύφτηκε κι είναι χιλιάδες τα φιλιά,
χίλια τα ονόματα, ώμοι και ιδρώτας,
όλα τα έκαψα σαν ασημόχαρτο, κανένα πρόσωπο
δε μού έμεινε ατή μνήμη, βγήκα, λέει,
κάποιο βραδάκι έξω -μ’ έσπρωχναν
κι άρχισε να ψιλοβρέχει, ύστερα μπόρα
μ’ έφερε σε δρόμο ερημικό χωρίς κανένα
κι αυτοί πού στο κορμί. μου γνώρισα
λιώσαν και στάξαν αίμα κι έσβησαν
και φώναξα τότε τ’ όνομά σου να με λυπηθείς.

**
Φίλησέ με ξανά και μίλα μου- πάει καιρός
που δε με φίλησε κανένας, όπως γίνεται
με τους συφιλιδικούς ή με τούς γέρους-
ξέρεις εσύ, όπως παλιά πού ανέβαινε ή ψυχή
στα χείλη και γιόμιζε τό στόμα μας σάλιο,
πικραμύγδαλο και κείνο τόν ήχο μες στή γλώσσα μας
τόν υπόκωφο σαν το κρυφό νερό κάτω απ’ τα φύλλα,
που διάλεγε η καρδια να πει τα όσα ανομολόγητα.
Έτσι- τώρα βάλε τα χέρια σου στο στήθος
καθώς το συνηθίζεις κι άσε με να σε κοιτάω
ντροπαλά, βαρύς απ’ το δαφνόφυλλο και το φιλί σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου