Σελίδες

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

5 Έλληνες Ποιητές / 5 Ποιήματα


Ναγκασάκι / Φώτης Αγγουλές

Ε, Τσάρλυ, τραβήξου από τον ήλιο.
Σήμερα, έπεσε η Ατομική...
Σήμερα, στα λιμάνια,
οι σωματέμποροι κι οι πορτοφολάδες
μπορούν να περηφανεύονται
που δεν έγιναν εφευρέτες...
Σήμερα, θα μπορούσε να λέει στην προσευχή της,
μια πόρνη:
"Θεέ μου, σ' ευχαριστώ,
που δεν γέννησα...".


**
Μονοτονία / Τέλλος Άγρας

“Σ΄ ένα άδειο χρώμα, ένα φευγάτο μύρο που πεθαίνει,
το καλοκαίρι που αγαπούσαμε απομένει.

Στις καταχνιές μέσα, μαζί με τη θλιμμένη δύση,
το καλοκαίρι που αγαπιόμαστε έχει σβήσει.

Τάχα δεν είναι διαλεχτή κ΄η ώρα
νοτιάς το χώμα σα μουσκεύει;

και φύλλα, φύλλα πέφτουν πεθαμένα,
στις στέρνες μέσα, φύλλα, πριν την ώρα, ένα προς ένα;

… παίζει, σαν άχνη ξέχρωμη, λίγη αντηλιά απ΄τη δύση
στο δρόμο, μέσα απ΄τ΄άτρεμα κλαριά που έχουν μαδήσει …

Φαντάστικα τον άγριο σχοίνο κάτω στο χωράφι
σαν να το ζώνει κέρινη φλόγα πολλή, από θειάφι …

… Κάποτε ειν΄οι καρδιές τα φύλλα που οι νοτιές ποτίζουν
και τα σκουντούν στα τρίστρατα και τα κλωθογυρίζουν …

Κάποτε είναι μιά αγνώριστη ευωδιά που αναστενάζει:
η βλάστηση που σήπεται, όλη μαζί, τη βγάζει.

Κάποτε ξένος έρωτας ανώφελα προσμένει
να ζεσταθεί απ΄την έρημη καρδιά μας που πεθαίνει.”

**
Νοσταλγίες  /Γεώργιος Αθάνας

Φέρε με πάλι στους παλιούς καιρούς,
καρδιά νοσταλγική,
κι άσε με εκεί μονάχο
σα ναυαγό που πρόφτασε
την ώρα πόλαμψε η αστραπή
κι᾿
 αρπάχτηκε στο βράχο.
Δύστυχη ανθρώπινη καρδιά,
ποτέ δε θα ευχαριστηθείς!
Ε
νώ ευτυχείς περίσσια
στα ολάνθιστά σου τωρινά -
των περασμένων σου ποθείς
τ
᾿ άνανθα ξερονήσια
.

**
Το μαχαίρι / Άρης Αλεξάνδρου

Όπως αργεί τʼ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κʼ οι λέξεις νʼ ακονιστούν σε λόγο.

Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ΄ την λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
**
Προορισμός τοπίου / Αλιθέρσης Γλαύκος

Ποια εντύπωση!
 
 Ψηλά δέντρα και κλώνοι
χοντροί και το τρικύμισμα των φύλλων.
Ριπές ανέμου παγωμένου∙ μέρες
του χίλια κι εννιακόσια τόσα…Μάρτιος;
 
Δεν θυμούμαι ακριβώς… Σκαλίσαμε όμως
σε κορμούς δέντρων ημερομηνίες
κι ονόματα προσώπων.
 – Τι να εγίναν;

Σαν τέτοια κρύα ριπή, σαν τέτοιο δέος
 
στη μνήμη, που η φυγή τού χρόνου αφήνει
κενό –και πόσο εμείς λαφριοί κι αερένιοι…

Ω, ευτυχία του βάρους! Ω χρυσέ ήλιε!

Ρίζα της γυμνής πέτρας, που κι η σαύρα
μακάρια ακινητεί…
 
 Αγαπώ το χώμα!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου