Σελίδες

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

3 ήχοι της σιωπής και της μοναξιάς του Ιωάννη Μασμανίδη





ΓΙΑ ΤΑ ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Δν
δ
ν χω λλο τίποτα ν π
πάω
ν προσευχηθ
ζω εναι δισταγμός ταν σκέφτεσαι πολ
ποτ δν γαπμε κανέναν
παρ
μόνο τν εκόνα πο διαμορφώνουμε
τν δον νίοτε
μ
τ μεσολάβηση νός ξένου κορμιο
πο
πόλυτος λαβύρινθος εναι
Τ κρύο ρχίζει π τ πόδια
π’ τν ψυχ τ τρέμουλο
ταυτοποίητο πειλε
ς προσευχηθ
δ θέλω κι
Θεός ν μ ξεχάσει
π τ σκοτάδι μου
π
ς λλις ν πιαστ
τί ν π
καθένας πρέπει ν γίνει ποιητς
μι
ρέουσα θικ πνο
να εράκι λπίδας ν ναβλύσει
ν
κινδυνεύσει πολύ
ο πόρτες δ σταματον τν μίχλη
τ
ξέρω καλ
ο
τε βέβαια τς συνήθεις τελετς
νοίγω τ χέρια σ εκονικς γκαλις
π τ κάτεργο τς νθούσας λοφροσύνης
Δν θ ξανάρθεις
κι
ς πιστεύω τ νέλπιδον
ποίηση ποιες δν πειράζει
μέσα μου γράφεις
παραδοχ τς δυναμίας μου θ πες
σως
Τελεία εναι ζω
σο τν σκέφτομαι
σο κόμη
σως ρρώστησες στ δρόμο τς πιστροφς
κτς π’ τ βροχ στς στέγες
γύρω μας γύπες κα
σκυλι π’ τος ζωντανος
π τος πεθαμένους
ε
δαιμονία κε νό τη τας
μέσα τ λήθη μαρμαρώνεις
τ
τραγικ ζωογόνο τς πουσίας
στ
γκρίζα πραγματικότητα το καθημερινο
τό σημεο μηδν ρίζεις
γράφω σβήνω
κινδυνεύω
ναν κόσμο φιαλτικ περιγράφω
ζ
συναιγείρω τν ατογνωσία
νθρωπο ν ποιήσει
νω
θρώσκοντα
κι
ς
λείπεις
Μόνος μου κατεβαίνω στ βάθος τν πραγμάτων
Δ χω τίποτα λλο ν π


**
Νησ Γρεβενν,

Τώρα
στ
νοσταλγία στρέφομαι
σ
χνη παλιν τραυμάτων πο διηγονται
μ
χαμηλ φων
τώρα
πο
χάθηκα
μέσα μου κυττάζω
χ
μα παντο
παντο
χμα
μέ δεια κάμαρα μοιάζω τοιμόρροπου ξενοδοχείου
μ
στάχτη μίλητη
τώρα
κατανικήθηκα
θέλοντας κα
μ
σιωπ
φιλέρημος
ξεραμένο λουλούδι
νίσχυρο
δαντικός δοιπόρος χωρς πόδι
στ
ν γεφύρωτη ποξένωση
πορεύομαι τώρα
π να κόμη λάθος ψυχς
σ
λλο
περισσότερο νθρωπος μπορε ν γίνομαι
περισσότερο μόνος δηλαδ
πάλι ξαν
κατάρτι καραβιο πο ξεβράζει θάλασσα
στ
σταύρωση κρύβομαι
μ
ς στ κεν
μέρα περν μ τρεμο βλέμμα
μ
φτάνοντας ποτ κα πουθεν
θαμπ
γυαλ
πονάει
μέσα σ ατ τν καταχθόνια μυθολογία
πόσο τελικ
σκοτάδι συνέλεξα
ρωτ
γιατ
οκοδομ που μένω στ μαρο στενεύει ζαρώνει
ποίημα ε
ναι χαοτικ λυγμν νεφελδες
Τότες νοίγω τ ψυχ σν νυχτολούλουδο
τραυλίζω
κατάσχετα σ ,τι μυρίζει κάρβουνο
μ
θρο·ί·σματα κομμένων φτερν πλάι στ κυπαρίσσια
σκάβω μέ τ νύχια μου
στίχους βαθει
μου
χμα- νθρωπος
μ
φήμη τρελο παράξενου φοβιτσιάρη
νόματι ωάννης
τ
ν δη σμίζεται θαρρ
κα
τν ξίζει


**
Γι ν πονς
φαντασία χρειάζεται
νύπνια τρυφερότητα
πέτρινες σιωπ
ς παρηγόρητες
ρχαιολογικ πανανθρώπινο
ξοπλισμ
πολλ νά κατέχεις
ρθάνοιχτο οραν κυρίως
νεπούλωτες θελημένα
ν
κρατς τς μνήμης τς ραγισματις
κι
ς συνθλίβουν τό νθισμένο γιόκλημα κα τς ροδιές
το
κήπου σου
Γι ν πονς τέχνη χρειάζεται κόμη
ν
ξεμπήγεις μ πιδεξιότητα τ στιλέτο πό τ στθος σου
καρφωμένο
π φίλους γαπημένους
δ
θεν μότεχνους ποιητς
ποιητές μέ νόημα
πάργυρο
γραμματε
ς κα φαρισαίους
κάθε λογς ποκριτς
βουβ ν βαδίζεις μόνος
μόνος πολύ
μ περισσ καρτερία ν διασχίζεις ποιαδήποτε ρημία
μέσα σ
τόσα ναρκοπέδια σ κτροφεα σκορπιν
σ
σάπια σκαλοπάτια θαυμασμο
καρδι γυμν σ ,τι θολ προσορμίζουν
ο
ασθήσεις ν κρατες
γι
,τι σο ρνήθηκαν
ρωμα λουλουδιν δίχως σπουδ
μ εγεν δράνεια σεβασμο
τ
ν πόνο ν τυλίγεις
γι ν γίνεται ζω σου
ζω

νά πον
ς χρειάζεται
σ ,τι
τ
λεπτ γιασεμ στ μπαλκόνι
λυγίζει
φαντασία χρειάζεται περισσ
μείλικτος εναι κάθε θάνατος
τί θαρρε
ς
Μάθε
πίστεψε κα
μ ρεύνα
κάθε λπίδα
σκοτειν
καταπακτ εναι
ν γύπες συνωθονται
στ
ν νέφελο οραν
μ μι θαμπάδα νείρου χυμένη
στ
μάτια
ν
δύεις
δάκρυα ψυχς ν κατέχεις
χρειάζεται


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου