ΓΙΑ
ΤΑ ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ
Δὲν
δὲν ἔχω ἄλλο τίποτα νὰ πῶ
πάω
νὰ προσευχηθῶ
ἡ ζωὴ εἶναι δισταγμός ὅταν σκέφτεσαι πολὺ
δὲν ἔχω ἄλλο τίποτα νὰ πῶ
πάω
νὰ προσευχηθῶ
ἡ ζωὴ εἶναι δισταγμός ὅταν σκέφτεσαι πολὺ
ποτὲ δὲν ἀγαπᾶμε κανέναν
παρὰ μόνο τὴν εἰκόνα ποὺ διαμορφώνουμε
παρὰ μόνο τὴν εἰκόνα ποὺ διαμορφώνουμε
τὴν ἠδονὴ ἐνίοτε
μὲ τὴ μεσολάβηση ἑνός ξένου κορμιοῦ
ποὺ ἀπόλυτος λαβύρινθος εἶναι
μὲ τὴ μεσολάβηση ἑνός ξένου κορμιοῦ
ποὺ ἀπόλυτος λαβύρινθος εἶναι
Τὸ κρύο ἀρχίζει
ἀπὸ τὰ πόδια
ἀπ’ τὴν ψυχὴ τὸ τρέμουλο
ἀταυτοποίητο ἀπειλεῖ
ἀπ’ τὴν ψυχὴ τὸ τρέμουλο
ἀταυτοποίητο ἀπειλεῖ
ἄς
προσευχηθῶ
δὲ θέλω κι
ὁ Θεός νὰ μὲ ξεχάσει
ὁ Θεός νὰ μὲ ξεχάσει
ἀπὸ τὸ σκοτάδι μου
πῶς ἀλλιῶς νὰ πιαστῶ
πῶς ἀλλιῶς νὰ πιαστῶ
τί νὰ πῶ
καθένας πρέπει νὰ γίνει ποιητὴς
μιὰ ρέουσα ἠθικὴ πνοὴ
ἕνα ἀεράκι ἐλπίδας νὰ ἀναβλύσει
νὰ κινδυνεύσει πολύ
μιὰ ρέουσα ἠθικὴ πνοὴ
ἕνα ἀεράκι ἐλπίδας νὰ ἀναβλύσει
νὰ κινδυνεύσει πολύ
οἱ πόρτες δὲ
σταματοῦν
τὴν ὁμίχλη
τὸ ξέρω καλὰ
οὔτε βέβαια τὶς συνήθεις τελετὲς
τὸ ξέρω καλὰ
οὔτε βέβαια τὶς συνήθεις τελετὲς
Ἀνοίγω
τὰ
χέρια σὲ εἰκονικὲς ἀγκαλιὲς
ἀπὸ τὸ κάτεργο τῆς ἀνθούσας ὑλοφροσύνης
ἀπὸ τὸ κάτεργο τῆς ἀνθούσας ὑλοφροσύνης
Δὲν θὰ
ξανάρθεις
κι ἄς πιστεύω τὸ ἀνέλπιδον
κι ἄς πιστεύω τὸ ἀνέλπιδον
ποίηση ποιεῖς δὲν πειράζει
μέσα μου γράφεις
μέσα μου γράφεις
παραδοχὴ τῆς ἀδυναμίας μου θὰ πεῖς
ἴσως
ἴσως
Τελεία εἶναι ἡ ζωὴ
ὅσο τὴν σκέφτομαι
ὅσο τὴν σκέφτομαι
ὅσο
ἀκόμη
ἴσως
ἀρρώστησες
στὸ
δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς
ἐκτὸς ἀπ’ τὴ βροχὴ στὶς στέγες
γύρω μας γύπες καὶ σκυλιὰ ἀπ’ τοὺς ζωντανοὺς
ἤ ἀπὸ τοὺς πεθαμένους
εὐδαιμονία κε νό τη τας
ἐκτὸς ἀπ’ τὴ βροχὴ στὶς στέγες
γύρω μας γύπες καὶ σκυλιὰ ἀπ’ τοὺς ζωντανοὺς
ἤ ἀπὸ τοὺς πεθαμένους
εὐδαιμονία κε νό τη τας
μέσα τὴ λήθη μαρμαρώνεις
τὸ τραγικὸ ζωογόνο τῆς ἀπουσίας
στὴ γκρίζα πραγματικότητα τοῦ καθημερινοῦ
τὸ τραγικὸ ζωογόνο τῆς ἀπουσίας
στὴ γκρίζα πραγματικότητα τοῦ καθημερινοῦ
τό σημεῖο μηδὲν ὁρίζεις
γράφω σβήνω
κινδυνεύω
ἕναν κόσμο ἐφιαλτικὸ περιγράφω
ζῶ
κινδυνεύω
ἕναν κόσμο ἐφιαλτικὸ περιγράφω
ζῶ
συναιγείρω τὴν αὐτογνωσία
ἄνθρωπο νὰ ποιήσει
ἄνω
θρώσκοντα
κι ἄς
ἄνθρωπο νὰ ποιήσει
ἄνω
θρώσκοντα
κι ἄς
λείπεις
Μόνος μου κατεβαίνω στὸ βάθος τῶν πραγμάτων
Δὲ ἔχω
τίποτα ἄλλο
νὰ πῶ
**
Νησὶ Γρεβενῶν,
Τώρα
στὴ νοσταλγία στρέφομαι
σὲ ἴχνη παλιῶν τραυμάτων ποὺ διηγοῦνται
μὲ χαμηλὴ φωνὴ
στὴ νοσταλγία στρέφομαι
σὲ ἴχνη παλιῶν τραυμάτων ποὺ διηγοῦνται
μὲ χαμηλὴ φωνὴ
τώρα
ποὺ χάθηκα
μέσα μου κυττάζω
χῶμα παντοῦ
παντοῦ χῶμα
ποὺ χάθηκα
μέσα μου κυττάζω
χῶμα παντοῦ
παντοῦ χῶμα
μέ ἄδεια κάμαρα μοιάζω ἑτοιμόρροπου ξενοδοχείου
μὲ στάχτη ἀμίλητη
μὲ στάχτη ἀμίλητη
τώρα
κατανικήθηκα
θέλοντας καὶ μὴ
κατανικήθηκα
θέλοντας καὶ μὴ
σιωπῶ
φιλέρημος
ξεραμένο λουλούδι ἀνίσχυρο
φιλέρημος
ξεραμένο λουλούδι ἀνίσχυρο
δαντικός ὁδοιπόρος χωρὶς πόδι
στὴν ἀγεφύρωτη ἀποξένωση
πορεύομαι τώρα
ἀπὸ ἕνα ἀκόμη λάθος ψυχῆς
σὲ ἄλλο
στὴν ἀγεφύρωτη ἀποξένωση
πορεύομαι τώρα
ἀπὸ ἕνα ἀκόμη λάθος ψυχῆς
σὲ ἄλλο
περισσότερο ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνομαι
περισσότερο μόνος δηλαδὴ πάλι ξανὰ
περισσότερο μόνος δηλαδὴ πάλι ξανὰ
κατάρτι
καραβιοῦ ποὺ ξεβράζει ἡ θάλασσα
στὴ σταύρωση κρύβομαι
μὲς στὸ κενὸ
στὴ σταύρωση κρύβομαι
μὲς στὸ κενὸ
ἡ μέρα περνᾶ μὲ ἄτρεμο βλέμμα
μὴ φτάνοντας ποτὲ καὶ πουθενὰ
θαμπὸ γυαλὶ
πονάει
μὴ φτάνοντας ποτὲ καὶ πουθενὰ
θαμπὸ γυαλὶ
πονάει
μέσα σὲ αὐτὴ τὴν καταχθόνια μυθολογία
πόσο τελικὰ σκοτάδι συνέλεξα
ρωτῶ
πόσο τελικὰ σκοτάδι συνέλεξα
ρωτῶ
γιατὶ
ἡ οἰκοδομὴ ὅπου μένω στὸ μαῦρο στενεύει ζαρώνει
ποίημα εἶναι χαοτικὸ λυγμῶν νεφελῶδες
ἡ οἰκοδομὴ ὅπου μένω στὸ μαῦρο στενεύει ζαρώνει
ποίημα εἶναι χαοτικὸ λυγμῶν νεφελῶδες
Τότες ἀνοίγω τὴ ψυχὴ σὰν νυχτολούλουδο
τραυλίζω ἀκατάσχετα σὲ ὅ,τι μυρίζει κάρβουνο
μὲ θρο·ί·σματα κομμένων φτερῶν πλάι στὰ κυπαρίσσια
τραυλίζω ἀκατάσχετα σὲ ὅ,τι μυρίζει κάρβουνο
μὲ θρο·ί·σματα κομμένων φτερῶν πλάι στὰ κυπαρίσσια
σκάβω μέ τὰ νύχια μου
στίχους βαθειὰ μου
στίχους βαθειὰ μου
χῶμα- ἄνθρωπος
μὲ φήμη τρελοῦ παράξενου φοβιτσιάρη
ὀνόματι Ἰωάννης
τὸν Ἅδη ὀσμίζεται θαρρῶ
καὶ τὸν ἀξίζει
μὲ φήμη τρελοῦ παράξενου φοβιτσιάρη
ὀνόματι Ἰωάννης
τὸν Ἅδη ὀσμίζεται θαρρῶ
καὶ τὸν ἀξίζει
**
Γιὰ νὰ πονᾶς
φαντασία χρειάζεται
ἐνύπνια τρυφερότητα
πέτρινες σιωπὲς ἀπαρηγόρητες
φαντασία χρειάζεται
ἐνύπνια τρυφερότητα
πέτρινες σιωπὲς ἀπαρηγόρητες
ἀρχαιολογικὸ πανανθρώπινο
ἐξοπλισμὸ
ἐξοπλισμὸ
πολλὰ νά κατέχεις
ὀρθάνοιχτο οὐρανὸ κυρίως
ὀρθάνοιχτο οὐρανὸ κυρίως
Ἀνεπούλωτες ἠθελημένα
νὰ κρατᾶς τῆς μνήμης τὶς ραγισματιὲς
κι ἄς συνθλίβουν τό ἀνθισμένο ἁγιόκλημα καὶ τὶς ροδιές
τοῦ κήπου σου
νὰ κρατᾶς τῆς μνήμης τὶς ραγισματιὲς
κι ἄς συνθλίβουν τό ἀνθισμένο ἁγιόκλημα καὶ τὶς ροδιές
τοῦ κήπου σου
Γιὰ νὰ πονᾶς τέχνη χρειάζεται ἀκόμη
νὰ ξεμπήγεις μὲ ἐπιδεξιότητα τὸ στιλέτο ἀπό τὸ στῆθος σου
καρφωμένο ἀπὸ φίλους ἀγαπημένους
δῆθεν ὁμότεχνους ποιητὲς
ποιητές μέ νόημα ἐπάργυρο
γραμματεῖς καὶ φαρισαίους
νὰ ξεμπήγεις μὲ ἐπιδεξιότητα τὸ στιλέτο ἀπό τὸ στῆθος σου
καρφωμένο ἀπὸ φίλους ἀγαπημένους
δῆθεν ὁμότεχνους ποιητὲς
ποιητές μέ νόημα ἐπάργυρο
γραμματεῖς καὶ φαρισαίους
κάθε λογῆς ὑποκριτὲς
βουβὰ νὰ βαδίζεις μόνος
μόνος πολύ
μόνος πολύ
μὲ περισσὴ καρτερία νὰ διασχίζεις ὁποιαδήποτε ἐρημία
μέσα σὲ τόσα ναρκοπέδια σὲ ἐκτροφεῖα σκορπιῶν
σὲ σάπια σκαλοπάτια θαυμασμοῦ
μέσα σὲ τόσα ναρκοπέδια σὲ ἐκτροφεῖα σκορπιῶν
σὲ σάπια σκαλοπάτια θαυμασμοῦ
καρδιὰ γυμνὴ σὲ ὅ,τι θολὸ προσορμίζουν
οἱ αἰσθήσεις νὰ κρατεῖς
γιὰ ὅ,τι σοῦ ἀρνήθηκαν
ἄρωμα λουλουδιῶν δίχως σπουδὴ
οἱ αἰσθήσεις νὰ κρατεῖς
γιὰ ὅ,τι σοῦ ἀρνήθηκαν
ἄρωμα λουλουδιῶν δίχως σπουδὴ
μὲ εὐγενῆ ἀδράνεια
σεβασμοῦ
τὸν πόνο νὰ τυλίγεις
τὸν πόνο νὰ τυλίγεις
γιὰ νὰ γίνεται ἡ ζωὴ σου
ζωὴ
νά πονᾶς χρειάζεται
ζωὴ
νά πονᾶς χρειάζεται
σὲ ὅ,τι
τὸ λεπτὸ γιασεμὶ στὸ μπαλκόνι
λυγίζει
φαντασία χρειάζεται περισσὴ
τὸ λεπτὸ γιασεμὶ στὸ μπαλκόνι
λυγίζει
φαντασία χρειάζεται περισσὴ
Ἀμείλικτος εἶναι κάθε θάνατος
τί θαρρεῖς
Μάθε
πίστεψε καὶ μὴ ἐρεύνα
τί θαρρεῖς
Μάθε
πίστεψε καὶ μὴ ἐρεύνα
κάθε ἐλπίδα
σκοτεινὴ καταπακτὴ εἶναι
σκοτεινὴ καταπακτὴ εἶναι
ἐνῶ γύπες συνωθοῦνται
στὸν ἀνέφελο οὐρανὸ
στὸν ἀνέφελο οὐρανὸ
μὲ μιὰ θαμπάδα ὀνείρου χυμένη
στὰ μάτια
νὰ δύεις
στὰ μάτια
νὰ δύεις
δάκρυα ψυχῆς νὰ κατέχεις
χρειάζεται
χρειάζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου