Σαν σβήνει στον ορίζοντα ο τελευταίος φάρος,
και το φεγγάρι καρτερώ για να μου δώσει θάρρος,
απελπισίας συννεφιές, της μαύρης νύχτας γέννα,
και με τον νου μου θέλησα, να ’ρθώ κοντά σε ’σένα.
Μα τα φτερά τα τσάκισαν τ’ ωκεανού τα σκότη,
από κοντά σου μ’ έδιωξαν μας έσβησαν τη νιότη,
συννέφι μαύρο σκέπασε τα άστρα της καρδιάς μας,
λίγες φορές εχάρηκα, σαν άλλους, τα παιδιά μας.
Και κάθε νύχτα προσπαθώ σαν σκιά όπου γυρίζω,
στη γέφυρα, στην κουπαστή, το χάος ατενίζω,
κοιτώ τα μαύρα σύννεφα, μην τύχει κάνα-βράδυ,
και τη μορφή σου ίσως ’δω, κρυμμένη στο σκοτάδι.
Κι αναπολώ φανταστικά το χάδι του παιδιού μου,
της μάνας το χαμόγελο, τη ζέστα του σπιτιού μου,
αυτά που πάντα ολημερίς τα γεύονται οι άλλοι,
τις ομορφάδες της ζωής και μια θερμή αγκάλη.
Τον χρόνο με τις θύμησες θέλω για να σκοτώσω,
και το φιλί στα χείλη σου αναπολώ να δώσω,
πνιγμένο στ’ αρμυρό του γυρισμού το δάκρυ,
αρμύρα που του έριξαν της θάλασσας τα μάκρη.
-----------------
Απονομή ΕΠΑΙΝΟΥ από την ΠΑΝΕΛΛ. ΕΝΩΣΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης το 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου