Σελίδες

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

ΤΟ ΡΑΠΙΣΜΑ ή Η ΑΚΑΝΘΙΝΗ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ / Πέτρος Τσερκέζης


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
1.
«ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ΤΟ ΠΟΥΛΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ», ΕΙΠΕ ο πατέρας εκείνο το βράδυ. Η βροχή είχε σταματήσει και ο Μάης ευωδίαζε λες και ήθελε να χαρίσει μια ανάπαυλα, ν’ απαλύνει κάπως τα βάσανα των ανθρώπων. Η μητέρα μάζεψε τα ταψιά με της σταλαγματιές της βροχής από τον οντά κι έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό λες και έσπασε κάτι πολύτιμο. Έκατσε στο μιντέρι κοιτάζοντας τον πατέρα με ερωτηματικό βλέμμα. Ένα μεγάλο φεγγάρι σαν ένα γανωμένο σινί ανέβαινε πίσω από τα δέντρα του κήπου. Ένα λυπημένο, άδειο σινί που αντανακλά απατηλές εκλάμψεις. Η μητέρα έκλαψε. Έκλαιγε σιωπηρά. Η προσωποποίηση της καλοσύνης έμοιαζε καταβεβλημένη. Τα κρινένια, λευκά της χέρια έμοιαζαν εύθραυστα σταυρωμένα στο στέρνο σε μια στάση θλιμμένης Παναγιάς.
«Να είχαμε κρατήσει τουλάχιστον το σπίτι. Πώς θα τα βολέψουμε εκεί πέρα στην πόλη χωρίς συγγενείς και φίλους;»
Η φωνή της ήταν λυπημένη σαν να της είχαν αναγγείλει ένα μαντάτο, μια απώλεια. Είχε έρθει ο ξεριζωμός. Θα φεύγαμε τελικά από το χωριό. Αυτή την πικρή αλήθεια και αμετάκλητη απόφαση δε μπορούσα να την χωνέψω ούτε να την ανατρέψω. Είχαμε πουλήσει τα πρόβατα, την αγελάδα, το άλογο και νιώθαμε ορφανοί. Είχε καιρό που ο πατέρας διαπραγματευόταν την πώληση του σπιτιού. Το μεγάλο φεγγάρι έρχονταν να μου κάμει παρέα στο παράθυρο της σκάλας. Έκανα σχέδια να σκαρφαλώσω από εκεί στην κερασιά. (Τα κλαριά της πλησίαζαν καθημερινά σαν να ήθελαν να με αγκαλιάσουν. Τ’ άγγιζα και σούφρωνα αρκετές φορές δοκιμάζοντας τ’ άγουρα κεράσια). Τώρα άκουγα τον πατέρα να λέει πικραμένος κι αυτός:
«Ευτυχώς ήταν πολύ καλή ευκαιρία για το σπίτι. Βρήκαμε γρήγορα αγοραστή και σε καλή τιμή. Τα χωράφια σύντομα θα τα πάρει ο συνεταιρισμός και δε θα ‘χουμε πια καμιά περιουσία σ’ αυτό τον κόσμο. Και είναι άξιον απορίας πώς στέκει ακόμα στο πόδι αυτό το σπίτι μετά από τόσες ρωγμές. Κάθε καλοκαίρι πρέπει να φτιάξομε κάτι, αλλά δεν κρατιέται με μπαλώματα. Τώρα είναι ετοιμόρροπη η μπροστινή μπάλα, εκείνη από την πλευρά του μαγειρειού. Το μαγειρειό είναι αταβάνωτο σαν αχούρι με χωμάτινο πάτωμα και το τζάκι όχι μόνο δεν χορταίνει ξύλα, αλλά ξεπαγιάζομε όλο το χειμώνα. Μας περονιάζει το κρύο. Ο οντάς στάζει και οι τοίχοι του έχουν γίνει σαν ο χάρτης του κόσμου. Πρέπει να το ισοπεδώσουμε και να το χτίσομε από τα θεμέλια, ωστόσο δεν κρατάει το πουγκί μας τόσα λεφτά. Μην το αφήνεις να καταρρεύσει αυτό το σπίτι. Κρατά τις ψυχές πολλών γενναίων, έλεγε ο πατέρας μου. Όσο ζούσαν οι γονείς ήταν δικαιολογημένο να ζούμε εδώ, γιατί ο ηλικιωμένος δεν εγκαταλείπει εύκολα το καταφύγιο του. Η μνήμες ωστόσο δεν μπορούν να το κρατήσουν πια στο πόδι ένα βομβαρδισμένο σπίτι. Σίγουρα στην πόλη θα βρούμε κάτι καλύτερο, θα κάνομε μια νέα αρχή. Δεν μας κρατάει πια αυτός ο τόπος. Δίνομε σεβασμό και αγάπη και θερίζομε αχαριστία».
«Μη κλαις τώρα», είπε ο πατέρας, «ήταν η μοναδική λύση, όλα θα πάνε καλά, στο υπόσχομαι. Κι εγώ νιώθω πικρή απογοήτευση, γιατί προσφέρω με καλοσύνη και μου την ανταποδίδουν με αδικία. Εκεί θα γλιτώσουμε από την κακία, τη ζηλοφθονία και την μικροπρέπεια κάποιων μίζερων ανθρώπων που τους ήμαστε αγκάθι στο μάτι».
Το στόμα μου σούφρωσε σαν από αγριοκέρασα. Ένας κόμπος δέθηκε στο λαιμό μου. Το κεφάλι μου βούιζε. Τα μάτια μου θόλωσαν, βούρκωσαν. Άφησα το παράθυρο κατρακύλησα τη σκάλα σαν τρελός, κι έτρεξα μέσα στη νύχτα. Πού πήγαινα; Ήθελα να ουρλιάξω από την οργή μου. Ήθελα να εξαφανιστώ, να χαθώ. Δεν είχαμε πια σπίτι, ούτε άλογο που το σπιρούνιζα και με πήγαινε καλπάζοντας στους αγρούς και στα δάση. (Ένα βράδυ το είχα κλέψει κιόλας από το αχούρι του νέου ιδιοκτήτη και είχα περιπλανηθεί για ώρες). Άλλοι θα μόνιαζαν τώρα στο σπίτι μας. Βγήκα από τη θυροπούλα, έτρεξα στον κήπο και βρέθηκα στον Αϊ Θανάση. Ήταν η διαδρομή που έκανα συνήθως για το σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά ήταν η Παναγιά μου, η μοναδική που θα μπορούσα να της εμπιστευτώ τον καημό και τι δυσφορία μου βρίσκοντας παρηγοριά στην αγκαλιά της. Στη μέση του δρόμου μετάνιωσα. Γύρισα. Έτρεξα και σκαρφάλωσα στη συκαμιά με τον φουντωτό κισσό που ήταν ο κρυψώνας μου και έκλαψα οδυνηρά. Τα μάτια τα κρατούσα στα χαλάσματα του βομβαρδισμένου σπιτιού. Έβλεπα με τα μάτια της φαντασίας εκείνο το μοναδικό κανάτι του παράθυρου που το κουνούσε ο αέρας σαν ένα ρεφρέν παντοτινής κραυγής πόνου. Και σκηνοθετούσε ιστορίες που είχα ακούσει από τους άλλους. Γιατί, πατέρα; Έλεγα. Ήταν ένα γιατί κατηγορώ. Ποιον κατηγορούσα;! Ο βομβαρδισμός των γερμανών είχε κομματιάσει την καρδιά μου, είχε πάρει τη ζωή της γιαγιά μου από τον πατέρα. Δεν την είχα γνωρίσει, δεν είχα γεννηθεί τότε. Αλλά τι σημασία είχε. Ήταν μια μαυρομαντιλούσα πονεμένη γιαγιά που ήξερε να χαρίζει αγάπη γενναιόδωρα όπως όλες. Την παίνευαν όλοι. Δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ ποτέ με το γεγονός του άδικου χαμού της. Κάνοντας σύγκριση με την άλλη μου γιαγιά που με αγαπούσε πολύ σκεφτόμουν πόσο ευτυχής θα ήμουν αν ζούσε κι εκείνη. Θα διπλασιάζονταν η αγάπη.
Τυλιγμένος με το πέπλο της νύχτας και της λύπησης ούτε καν κατάλαβα πως με πήρε ο ύπνος,. Τον τελευταίο θόρυβο που άκουσα ήταν της εξώπορτας που ανοιγόκλεινε δυνατά. Δεν μου περνούσε καν από το μυαλό πως οι γονείς είχαν αναστατωθεί και μ’ έψαχναν απεγνωσμένα. Ένας ύπουλος ύπνος με είχε αρπάξει εφιαλτικά και με βασάνιζε, εκεί στη φωλιά μου, στο θρόνο μου που τον είχα δημιουργήσει σιγά-σιγά για μέρες κι εβδομάδες ολόκληρες πελεκώντας με το πελέκι και κόβοντας με το κλαδευτήρι του παππού τις φιδωτές κλάρες του κισσού ριζωμένες σαν φλέβες στον κορμό του δέντρου. Δε θυμάμαι τους εφιάλτες. Ωστόσο και το πιο λαμπρό όνειρο δε μπορούσε να μαλακώσει τη μαύρη σκιά εκείνου του εφιάλτη της φυγής που μου ξερίζωνε την ψυχή.
ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ
ΤΟ ΡΑΠΙΣΜΑ
ή
Η ΑΚΑΝΘΙΝΗ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου