=Η συννεφιά στο λογισμό πάντα φέρνει μια πλήξη.
Με καρτερία ο ανθός το κάλος του θα δείξει.
Φίλαυτες οι <μυρωδιές> μαζί ποτέ δεν ζούνε.
Στην Ανοιξη οι ζωντανοί τον θάνατο ξεχνούνε.
==Ατέλειωτος ο πόλεμος των ιδεών τ’άνθρώπου,
γιατί ζητούνε έξοδο από του νού τα λούκια.
Η μοίρα όρισε μορφή και χρώμα κάθε τόπου
στη θάλασσα φυτρώνουνε και ζούν μόνο τα φύκια.
=Είδα το φώς μες τη ζωή, χρυσή του ήλιου αχτίδα,
χαρά και πίκρα γεύτηκα, αγάπη όμως δεν είδα.
Λούστηκα λόγο εμετικό, άδικου καταιγίδα,
απ’το πιθάρι λεύτερη θ’αφήσω τη ελπίδα.
=Πολλά στη γη θηλαστικά, ζήσαν και ζουν, τα γένη
μα το ανθρώπινο ρουφά, ό,τι αυτή υφαίνει .
Πάνω στη γη που έλαχε , ξέχνα δεν του ανήκει,
στο γένος είναι πρόσφυγας το σκότος καταδίκη.
= Μεσ’το μυαλό και την καρδιά ,σάν πέφτουν οι αμπάρες,
βαριές μοιάζουν κι’αβάσταχτες «τσιγγάνικες κατάρες».
Μύριες συγνώμες, κάτισχνες το δίκιο ν‘αποδώσουν,
αγάπης έργα μοναχά , ζωές πικρές θα σώσουν.
=Κι’αν δεν ρωτήθηκε τ’ανθί ποιο χέρι το’χει σπείρει,
ο νους τ’ανθρώπου εχ’οφειλή σ’ολης της γης τη γύρη.
Κί’αφού οι αισθήσεις κολυμπούν μόνο στο πανηγύρι,
ζυγιάζει η φύση ενοχές και μένει τ’ανθομύρι.
=Δίκο του δίφρο ο άνθρωπος μόνο καβαλικεύει
και πολεμάει ξώδερμα πρώτος να είναι ιππέας
Ξεχνά , η μοίρα τ’ άγαλμα της φύσης μαστορεύει ,
στο άλογο ο ήρωας , στον κήπο ο σκαπανέας.
=Οταν το συνειδός ξυπνά, σαν δίκια ταλανίζουν,
λυγούν οι αίσθησες κι’ο νούς κι’άλογα βαδίζουν.
Η αλήθεια γίνεται θηλειά, θανάτου αφετηρίας,
όμως υπάρχει η ψυχή,σανίδα σωτηρίας=.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου