Φιλοξενούνται οι ποιητές:
**
Κόκκινο έβαψα
Το νερό
Σε δάκρυα μ’ έπνιξα
Κόκκινο έβαψα
Το ποίημα αυτό
Με λέξεις μ’ έσβησα
Εἶναι τούτη ἡ ἐρημιὰ
Μιὰ ξύλινη ἑτοιμόρροπη παρὰγκα
- Γεώργιος Αλεξανδρής
- Σταύρος Βαρβέρης
- Κώστας Βασιλάκος
- Γαβρίλης Ιστικόπουλος
- Δημήτρης Π. Κρανιώτης
- Γιάννης Β. Κωβαίος
- Κώστας Λάνταβος
- Ιωάννης Μασμανίδης
- Γιάννης Ποταμιάνος
Γιώργος Αλεξανδρής
[1]
Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Τα μάτια σου,των θαυμάτων της γης προσκυνητάρι,
αγιογραφία της σοφίας και πληρότητας του κόσμου
και θυσιαστήριο προνόησης για τις βεβαιότητες της ζωής.
Τα χέρια σου δυο στάχυα ξανθά τ' ουρανού τεντωμένα,
τ' αψήλου αθώριαστες κορφές, πέρα και πάνω από βλέψεις,
δυο λάβαρα γνώσης,αναπεταρισμού και συνέχειας υψωμένα,
να φέρεις τον ήλιο φώτισμα και μερτικό σε ασύνορες χώρες,
να φράξεις με κρίνα και χέρια σφιγμένα τους φράχτες,
να φυτέψεις απροσποίητο γέλιο και μιλιά ανυπόκριτη στους δρόμους.
αγιογραφία της σοφίας και πληρότητας του κόσμου
και θυσιαστήριο προνόησης για τις βεβαιότητες της ζωής.
Τα χέρια σου δυο στάχυα ξανθά τ' ουρανού τεντωμένα,
τ' αψήλου αθώριαστες κορφές, πέρα και πάνω από βλέψεις,
δυο λάβαρα γνώσης,αναπεταρισμού και συνέχειας υψωμένα,
να φέρεις τον ήλιο φώτισμα και μερτικό σε ασύνορες χώρες,
να φράξεις με κρίνα και χέρια σφιγμένα τους φράχτες,
να φυτέψεις απροσποίητο γέλιο και μιλιά ανυπόκριτη στους δρόμους.
Ασχημάτιστες ακολουθίες,στρογγυλεύουν αβέβαιες
πεποιθήσεις,
μικρές αυλές ,ανήσυχες γωνιές, κοινωνούν αναφορές και μαντάτα
και μισεμοί και αποδημίες βαθαίνουν λογισμούς και εποχές πλαταίνουν.
Βήματα και έδρες, μνημονεύουν αριθμούς,επιλογές και ευδοκίες,
εισηγητές και ταγοί κορυφώνουν ιδεολογίες και συνειδήσεις,
χειροκροτητές κι αντιρρησίες επιμένουν σε αφορμές και υπερβάσεις,
να προλάβεις αδογμάτιστο το αύριο, πολύφωνη τη σιωπή,
να προστρέξεις βιγλάτορας της ανάγκης, της ιστορίας αφηγητής
και να προσφέρεις προοπτική του θείου και μνήμη ανθρωπινή.
μικρές αυλές ,ανήσυχες γωνιές, κοινωνούν αναφορές και μαντάτα
και μισεμοί και αποδημίες βαθαίνουν λογισμούς και εποχές πλαταίνουν.
Βήματα και έδρες, μνημονεύουν αριθμούς,επιλογές και ευδοκίες,
εισηγητές και ταγοί κορυφώνουν ιδεολογίες και συνειδήσεις,
χειροκροτητές κι αντιρρησίες επιμένουν σε αφορμές και υπερβάσεις,
να προλάβεις αδογμάτιστο το αύριο, πολύφωνη τη σιωπή,
να προστρέξεις βιγλάτορας της ανάγκης, της ιστορίας αφηγητής
και να προσφέρεις προοπτική του θείου και μνήμη ανθρωπινή.
Δύστροπος σεβασμός η αυτογνωσία τους και αντάλλαγμα η
ευθύνη,
σχήμα και λόγος η μέρα τους η χθεσινή και η αυριανή απορία,
τι μέγα το χάσμα του ευδαιμονισμού από την κομπορρημοσύνη.
Το δίκιο τους ενέχυρο και το χρέος τους αναστολή και δίκη,
έλλειμμα προγραμματισμού η φήμη τους κι απίστωτη η δόξα,
γι' αυτό και κάθε γενιά που τρόμαζε και τούτη που εξουσιάζει,
σε είδαν ως παράσταση αθωότητας και δική τους ετυμηγορία
και σ' είπαν θεό δημιουργό μιας νέας δογματικής αλήθειας,
αφού ένας θεός πιστεύει και ορθοφρονεί στο ψέμα, γιατί δεν το ξέρει.
σχήμα και λόγος η μέρα τους η χθεσινή και η αυριανή απορία,
τι μέγα το χάσμα του ευδαιμονισμού από την κομπορρημοσύνη.
Το δίκιο τους ενέχυρο και το χρέος τους αναστολή και δίκη,
έλλειμμα προγραμματισμού η φήμη τους κι απίστωτη η δόξα,
γι' αυτό και κάθε γενιά που τρόμαζε και τούτη που εξουσιάζει,
σε είδαν ως παράσταση αθωότητας και δική τους ετυμηγορία
και σ' είπαν θεό δημιουργό μιας νέας δογματικής αλήθειας,
αφού ένας θεός πιστεύει και ορθοφρονεί στο ψέμα, γιατί δεν το ξέρει.
[2]
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Γύμνωνε τη νύχτα κι έντυνε τη σιωπή.
Έβαφε τη μοναξιά με αισθήσεων αντιφωνήσεις,
και μάθαινε των αστεριών να συλλαβίζουν φως.
Έβαφε τη μοναξιά με αισθήσεων αντιφωνήσεις,
και μάθαινε των αστεριών να συλλαβίζουν φως.
Τον έρωτα στάλαζε, και ψιθύριζε στη ζωή,
γυμνή να χορέψει στ’ ουρανού το μπαλκόνι,
να έχει δρόμους η ψυχή, και η μνήμη γιορτή.
γυμνή να χορέψει στ’ ουρανού το μπαλκόνι,
να έχει δρόμους η ψυχή, και η μνήμη γιορτή.
Μα εμείς, κατηφορίσαμε στις μικρές μας ώρες,
κορφολογήσαμε απ’ τις αθώες μνήμες
και κινήσαμε απαίδευτο θρήνο της ψυχής.
κορφολογήσαμε απ’ τις αθώες μνήμες
και κινήσαμε απαίδευτο θρήνο της ψυχής.
Έσυρε ο νους τις πεθυμιές στο φόβο,
μισές πνοές μας χάλκευαν άδεια στήθια
κι έγιναν σπάραγμα τα εγκώμια του λάμπους.
μισές πνοές μας χάλκευαν άδεια στήθια
κι έγιναν σπάραγμα τα εγκώμια του λάμπους.
Φτάσαμε χωρίς προσδοκία στο λυκαυγές
και γείραμε σε ασχημάτιστη ευχή,
γιατί τα χέρια μας δεν έσμιγαν ψηλά
και γείραμε σε ασχημάτιστη ευχή,
γιατί τα χέρια μας δεν έσμιγαν ψηλά
Σταύρος Βαρβέρης
[1]
Tώρα σιώπα. Άσε το δάκρυ
στην σιγαλιά της νύχτας,
το πολύτιμο΄
αυτό που κρύβεται
πίσω απ' το αχνό τρεμόπαιγμα του άστρου
κι αναζητά στο ποίημα,
το πιο χρυσό του ψήγμα.
Κι εσύ ένα μυρμήγκι στην φωλιά σου,
να βλέπεις το χορτάρι δένδρο
και την φτυσιά για λίμνη.
στην σιγαλιά της νύχτας,
το πολύτιμο΄
αυτό που κρύβεται
πίσω απ' το αχνό τρεμόπαιγμα του άστρου
κι αναζητά στο ποίημα,
το πιο χρυσό του ψήγμα.
Κι εσύ ένα μυρμήγκι στην φωλιά σου,
να βλέπεις το χορτάρι δένδρο
και την φτυσιά για λίμνη.
[2]
Είναι κάποια ποιήματα που
δεν έχουν λογική....
εκεί κρύβεται η ζωή....κάτω από έναν τσίγκο,
που χτυπά ένα μεσημέρι η βροχή
και όσοι κοιμούνται δεν ακούν τον ήχο της...
κι όσοι τον ακούν κρατούν ομπρέλα,
μόνο οι ποιητές κάθονται κάτω από το τρύπιο τσίγκο
και την τρύπια ομπρέλα και βρέχονται.... ευχαριστιακά!
εκεί κρύβεται η ζωή....κάτω από έναν τσίγκο,
που χτυπά ένα μεσημέρι η βροχή
και όσοι κοιμούνται δεν ακούν τον ήχο της...
κι όσοι τον ακούν κρατούν ομπρέλα,
μόνο οι ποιητές κάθονται κάτω από το τρύπιο τσίγκο
και την τρύπια ομπρέλα και βρέχονται.... ευχαριστιακά!
**
Κώστας Βασιλάκος
[1]
Οι θρόνοι
Οι ψεύτικοι θρόνοι επαίρονται
για την κενότητά τους
και νιώθουν ισχυροί όταν υποβαστάζονται
από δεκανίκια δουλικών.
Καταρρέουν όταν θρυμματίζονται
εξαπτέρυγα
και λιβανωτά.
[2]
Η μορφή σου
Όταν κοιτάζω τα μάτια σου
και αγγίζω το κορμί σου ,
η πλάση ολόκληρη
χωράει στις παλάμες μου ,
βολεύεται στο κέντρο
της καρδιάς ,
γιατί η ομορφιά του κόσμου
και η απεραντοσύνη
έχουν τη μορφή σου .
και αγγίζω το κορμί σου ,
η πλάση ολόκληρη
χωράει στις παλάμες μου ,
βολεύεται στο κέντρο
της καρδιάς ,
γιατί η ομορφιά του κόσμου
και η απεραντοσύνη
έχουν τη μορφή σου .
**
Γαβρίλης Ιστικόπουλος
[1]
Το μενταγιόν
Έφτασε νωχελικά εκεί.
Δυο βήματα μπροστά
απ το παγκάκι του κήπου
που συνήθιζαν να κάθονται.
Άνοιξε στη γη μια τρύπα.
Έθαψε με πόνο ένα μενταγιόν
Το δικό της
Κι ένα μικρό ξερό κλαράκι
από αμυγδαλιά.
Χειμώνας έφτανε
κι η Άνοιξη αργούσε ακόμα.
Ήταν η επόμενη μέρα
αφ' ότου εκείνη
δεν θα μπορούσε πια
να τον αγαπήσει
με τα μάτια που τόσο
τον είχαν λατρέψει.
Μετά, έβαλε πάνω στο χώμα
μια μικρή στρογγυλή πέτρα.
Για να θυμάται το μέρος
που ήθελε πολύ
να την ξανά συναντούσε.
Έφυγε.
Δυο βήματα μπροστά
απ το παγκάκι του κήπου
που συνήθιζαν να κάθονται.
Άνοιξε στη γη μια τρύπα.
Έθαψε με πόνο ένα μενταγιόν
Το δικό της
Κι ένα μικρό ξερό κλαράκι
από αμυγδαλιά.
Χειμώνας έφτανε
κι η Άνοιξη αργούσε ακόμα.
Ήταν η επόμενη μέρα
αφ' ότου εκείνη
δεν θα μπορούσε πια
να τον αγαπήσει
με τα μάτια που τόσο
τον είχαν λατρέψει.
Μετά, έβαλε πάνω στο χώμα
μια μικρή στρογγυλή πέτρα.
Για να θυμάται το μέρος
που ήθελε πολύ
να την ξανά συναντούσε.
Έφυγε.
Χρόνια μετά,
σαν κέντρισε η μορφή της
το κουρασμένο του μυαλό,
τα πρώτα του βήματα
τον οδήγησαν εκεί.
Η μικρή στρογγυλή πέτρα
είχε χαθεί.
Σε λίγο θα χανόταν
και το λιόγερμα.
Στη θέση της μόνο η θύμηση
και μια μικρή ανθισμένη αμυγδαλιά.
Δεν σκέφτηκε πολύ.
Εδώ θα είναι, μονολόγησε.
Και κάθισε στην σιωπηλή σκιά της
για να την αγαπήσει
πάλι απ την αρχή.
Την έλεγαν Κλάρα.
Εκείνος την έλεγε... Κλαράκι μου.
Να, που έστω και αργά
η άνοιξη δεν τους ξέχασε.
σαν κέντρισε η μορφή της
το κουρασμένο του μυαλό,
τα πρώτα του βήματα
τον οδήγησαν εκεί.
Η μικρή στρογγυλή πέτρα
είχε χαθεί.
Σε λίγο θα χανόταν
και το λιόγερμα.
Στη θέση της μόνο η θύμηση
και μια μικρή ανθισμένη αμυγδαλιά.
Δεν σκέφτηκε πολύ.
Εδώ θα είναι, μονολόγησε.
Και κάθισε στην σιωπηλή σκιά της
για να την αγαπήσει
πάλι απ την αρχή.
Την έλεγαν Κλάρα.
Εκείνος την έλεγε... Κλαράκι μου.
Να, που έστω και αργά
η άνοιξη δεν τους ξέχασε.
[2]
Αντισταθείτε...
Γυμνούς, ακέφαλους, χωρίς άκρα,
σακατεμένους, παγωμένους,
γεμάτους πληγές και τραύματα,
οικτρά απομεινάρια μιας άλλης εποχής,
έτσι βλέπουν, έτσι θέλουν τους καλλιτέχνες μας,
τα Συστήματα κι οι Εξουσίες.
σακατεμένους, παγωμένους,
γεμάτους πληγές και τραύματα,
οικτρά απομεινάρια μιας άλλης εποχής,
έτσι βλέπουν, έτσι θέλουν τους καλλιτέχνες μας,
τα Συστήματα κι οι Εξουσίες.
Υπερβολές Γαβρίλη, θα μου πείτε...
Ναι, υπερβολές θα σας απαντήσω,
αλλά, για ελάτε στη θέση τους.
Όχι, δεν θα αναλύσω εδώ,
προβλήματα, σχέσεις και συμπεριφορές.
Μπορείτε και μόνοι ας, αν ασχοληθείτε λίγο.
Μια προτροπή μονάχα...
Ναι, υπερβολές θα σας απαντήσω,
αλλά, για ελάτε στη θέση τους.
Όχι, δεν θα αναλύσω εδώ,
προβλήματα, σχέσεις και συμπεριφορές.
Μπορείτε και μόνοι ας, αν ασχοληθείτε λίγο.
Μια προτροπή μονάχα...
Αντισταθείτε μαζί τους με τη φλέβα που ακόμα ρέει,
με τη σκέψη τους που δεν νικήθηκε ποτέ
και με το άχραντο Φως της Τέχνης
που φωτίζει τα όνειρα τους!
με τη σκέψη τους που δεν νικήθηκε ποτέ
και με το άχραντο Φως της Τέχνης
που φωτίζει τα όνειρα τους!
Αντισταθείτε με Έρωτα ζωής,
την ακαταμάχητη ζωογόνα δύναμη
που απλόχερα χάρισε σε όλους μας η Πλάση!
την ακαταμάχητη ζωογόνα δύναμη
που απλόχερα χάρισε σε όλους μας η Πλάση!
**
Δημήτρης Π. Κρανιώτης
[1]
Ιδανικά
Βουνά χιονισμένα,
μνημεία αρχαία,
βοριάς που μας γνέφει,
σκέψη που κυλά,
εικόνες βαμμένες
με ύμνους ιστορίας,
λέξεις επιγραφών
με ιδανικά γεωμετρίας.
[2]
Το κόκκινο ποίημα
Κόκκινο έβαψα
Τον ουρανό
Μέρες που μ’ έχασα
Και μ’ απαρνήθηκα
Τον ουρανό
Μέρες που μ’ έχασα
Και μ’ απαρνήθηκα
Γελώντας
αναίτια
Τις έζησα
Τις έζησα
Κόκκινο έβαψα
Το νερό
Σε δάκρυα μ’ έπνιξα
Και με διέσωσα
Ξεχνώντας τύψεις
Με ξεγέλασα
Ξεχνώντας τύψεις
Με ξεγέλασα
Κόκκινο έβαψα
Το ποίημα αυτό
Με λέξεις μ’ έσβησα
Και μ’ ανέστησα
Γράφοντας μ’ αίμα
Μ’ εκδικήθηκα
Γράφοντας μ’ αίμα
Μ’ εκδικήθηκα
**
Γιάννης Β. Κωβαίος
[1]
ΨΙΘΥΡΟΙ ΕΚΘΕΜΑΤΩΝ
Έχουν τα δίκια τους να δυστροπούν
κι οι αρχαιότητες.
Άλλο να είσαι κάποτε σκοπός
και άλλο μέσον…
κι οι αρχαιότητες.
Άλλο να είσαι κάποτε σκοπός
και άλλο μέσον…
[2]
Η ΠΟΙΗΣΗ
Ποιό πλατάνι
δέν ξαποσταίνει στόν ἴσκιο μου;
δέν ξαποσταίνει στόν ἴσκιο μου;
Ποιός οὐρανός
δέν γλαυκαίνει ἀπ’ τό φῶς μου;
δέν γλαυκαίνει ἀπ’ τό φῶς μου;
Ποιός θνητός
δεν θεοῦται στό χάδι μου;
δεν θεοῦται στό χάδι μου;
Ποιός θεός
θά ἀποκλήρωνε ἐμένα;
θά ἀποκλήρωνε ἐμένα;
**
Κώστας Λάνταβος
[1]
ΕΠΑΡΣΗ ΦΙΛΟΔΟΞΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
«Θά μαστιγώσω, εἶπες, τούς μῆνες
θά τούς ἀναγκάσω γοργά νά διαβοῦν.
Ἐπείγομαι ἐρωμένη μου τή δόξα νά κάνω
νά στεφανώνει τό ἔργο μου ἰσοβίως
νά θύει διαρκῶς στό ὄνομά μου.
Τό ξέρω, φιλόδοξος νέος θά ποῦν
καί ἴσως σκωπτικά σχόλια τά χείλη τους χαράξουν•
ἴσως μερικοί προχωρήσουν ἀκόμη
καί μέ ποῦν ματαιόδοξο.
Ὅμως, σύ Δόξα γνωρίζεις
πώς ἀξίζω τόν κότινο πού ὀνειρεύομαι
ἀφοῦ εἶμαι ὁ κάλλιστος τῶν ὡραίων…»
θά τούς ἀναγκάσω γοργά νά διαβοῦν.
Ἐπείγομαι ἐρωμένη μου τή δόξα νά κάνω
νά στεφανώνει τό ἔργο μου ἰσοβίως
νά θύει διαρκῶς στό ὄνομά μου.
Τό ξέρω, φιλόδοξος νέος θά ποῦν
καί ἴσως σκωπτικά σχόλια τά χείλη τους χαράξουν•
ἴσως μερικοί προχωρήσουν ἀκόμη
καί μέ ποῦν ματαιόδοξο.
Ὅμως, σύ Δόξα γνωρίζεις
πώς ἀξίζω τόν κότινο πού ὀνειρεύομαι
ἀφοῦ εἶμαι ὁ κάλλιστος τῶν ὡραίων…»
[2]
ΑΤΙΤΛΟ
Τα τελευταία χρόνια
θέλω να είναι μόνο ημέρα.
Ποτέ η νύχτα να μην έρθει.
Κι όταν η νύχτα πέφτει
σαν πέτρα πελώρια με συνθλίβει.
Σκέφτομαι, μήπως ο θάνατος με φοβίζει
που συνηθίζει κυρίως τις νύχτες
να βγαίνει στο κυνήγι.
Από την άλλη πάλι σκέφτομαι τα όνειρα
καθώς τώρα με επισκέπτονται κατά ριπάς
σαν ένα πλήθος ανελέητων δημίων,
κάνοντας τον ύπνο μου θύελλα
που αρνείται να κοπάσει
παρά μονάχα όταν τα βλέφαρά μου ανοίξω.
θέλω να είναι μόνο ημέρα.
Ποτέ η νύχτα να μην έρθει.
Κι όταν η νύχτα πέφτει
σαν πέτρα πελώρια με συνθλίβει.
Σκέφτομαι, μήπως ο θάνατος με φοβίζει
που συνηθίζει κυρίως τις νύχτες
να βγαίνει στο κυνήγι.
Από την άλλη πάλι σκέφτομαι τα όνειρα
καθώς τώρα με επισκέπτονται κατά ριπάς
σαν ένα πλήθος ανελέητων δημίων,
κάνοντας τον ύπνο μου θύελλα
που αρνείται να κοπάσει
παρά μονάχα όταν τα βλέφαρά μου ανοίξω.
Κι όμως θα έπρεπε με τα χρόνια
η νύχτα να μού γίνεται οικεία,
το βλέμμα μου θα ΄πρεπε θαρραλέο
να υποδέχεται το σκοτάδι,
να μη με τρομάζει η φωνή της νύχτας
όταν στ’ αυτιά μου ανεβαίνει
για να με καλωσορίσει στο δικό της καταφύγιο.
Θα ΄πρεπε μήπως, ν’ αποζητώ της νύχτας
την παραισθητική αγκάλη,
να εγκαταλείπομαι στα μυρωμένα της εδάφη,
να παραδίνομαι στη στυφή εκπόρνευσή της,
ώσπου η σκέψη μου ανάλαφρη και διαμελισμένη,
να δραπετεύσει προς τους κήπους
με τις μύριες αυταπάτες;
η νύχτα να μού γίνεται οικεία,
το βλέμμα μου θα ΄πρεπε θαρραλέο
να υποδέχεται το σκοτάδι,
να μη με τρομάζει η φωνή της νύχτας
όταν στ’ αυτιά μου ανεβαίνει
για να με καλωσορίσει στο δικό της καταφύγιο.
Θα ΄πρεπε μήπως, ν’ αποζητώ της νύχτας
την παραισθητική αγκάλη,
να εγκαταλείπομαι στα μυρωμένα της εδάφη,
να παραδίνομαι στη στυφή εκπόρνευσή της,
ώσπου η σκέψη μου ανάλαφρη και διαμελισμένη,
να δραπετεύσει προς τους κήπους
με τις μύριες αυταπάτες;
Όσο περνούν τα χρόνια
θέλω ατέρμονη να είναι η μέρα,
ποτέ να μη βυθίζεται στην άβυσσο της νύχτας.
θέλω ατέρμονη να είναι η μέρα,
ποτέ να μη βυθίζεται στην άβυσσο της νύχτας.
**
Ιωάννης Μασμανίδης
[1]
Πατρίδα
Εἶναι τούτη ἡ ἐρημιὰ
Μιὰ ξύλινη ἑτοιμόρροπη παρὰγκα
Ἕνα
κομμάτι σκόνη
Θαμπὴ
Στὶς ἐταζιέρες
Θαμπὴ
Στὶς ἐταζιέρες
Μιὰ ξένη φωνὴ
Μὲ πένθιμο χρῶμα
Μὲ πένθιμο χρῶμα
Δυὸ ἄδειες παλάμες
Χτισμένες μὲ πέτρα
Χτισμένες μὲ πέτρα
Ἅρπισμα ἤχων
Ἀπ' τὰ παλιὰ γράμματὰ σου
Συνθέτοντας μέ τόνο ἑρμητικὸ
Λείπεις
Ἀπ' τὰ παλιὰ γράμματὰ σου
Συνθέτοντας μέ τόνο ἑρμητικὸ
Λείπεις
Σὲ μὼβ ζελατίνα
Ἕνα στρῶμα πυκνοῦ σκοταδιοῦ
Σὲ τούτη τὴν πεισματικὴ πάλη
Ἕνα στρῶμα πυκνοῦ σκοταδιοῦ
Σὲ τούτη τὴν πεισματικὴ πάλη
Ἔχω
Παρόμοια λύπη πατρίδα
Δὲν ἔχει χρῶμα
Κι ἕνα πρόσωπο ἀχνὸ
Ποὺ λείπεις
Παρόμοια λύπη πατρίδα
Δὲν ἔχει χρῶμα
Κι ἕνα πρόσωπο ἀχνὸ
Ποὺ λείπεις
Ἕνα γρανάζι
Μὲ σπασμένα δόντια
Ποὺ λείπεις
Μὲ σπασμένα δόντια
Ποὺ λείπεις
Τὰ χέρια ἄτονα
Ριγμένα
Τῶν κρεμασμένων
Ριγμένα
Τῶν κρεμασμένων
Ποὺ λείπεις πολὺ
[2]
στὴ
στάχτη σου
ἀφήνω ἀφειδώλευτα τὰ χνάρια μου
συνοδοιπορῶ ἀναγκαστικὰ
μὲ τὸν βίαιο ὑλισμὸ γύρω μου
μὲ τὸ ξεψύχισμα
ἀφήνω ἀφειδώλευτα τὰ χνάρια μου
συνοδοιπορῶ ἀναγκαστικὰ
μὲ τὸν βίαιο ὑλισμὸ γύρω μου
μὲ τὸ ξεψύχισμα
χρειάζεται
ἀρκετὸς ἥλιος στὴν ψυχὴ μου
νὰ ντύσει τὸ χειμωνιάτικο κάμπο γύρω
ἀρκετὸς ἥλιος στὴν ψυχὴ μου
νὰ ντύσει τὸ χειμωνιάτικο κάμπο γύρω
Ἀνεμπόδιστα
προσπαθῶ
τρυφερότητα νὰ παράγω
ὡς μιὰ ἐμβίωση ἀνθρώπινη
ὡς ἀποτυχημένος ποιητής πραγματικότητας
ἀδυνατῶ θαρρῶ
τρυφερότητα νὰ παράγω
ὡς μιὰ ἐμβίωση ἀνθρώπινη
ὡς ἀποτυχημένος ποιητής πραγματικότητας
ἀδυνατῶ θαρρῶ
ἄλλοι
θὰ
κρίνουν ἄν
πότε ποτὲ
ἤ ἴσως
πότε ποτὲ
ἤ ἴσως
μιὰ φωταύγεια εὐσυγκίνησης ἀντλῶ
στὸ ἀτελεύτητο ταξίδι μέσα στὸν ἑαυτὸ μου
στὸ ἀτελεύτητο ταξίδι μέσα στὸν ἑαυτὸ μου
μέσα ἀπὸ τὸ αἰνιγματικὸ μου χάος
ὅμως
ὅμως
ἀπὸ τὴ σκοτοδίνη ὡς μύρο
ἀναβλύζει πλουσιοπάροχα μέσα μου
ἀγάπη
ἀπὸ τὴ σκοτοδίνη ὡς μύρο
ἀναβλύζει πλουσιοπάροχα μέσα μου
ἀγάπη
περιβάλλει τὸ φωτισμένο τερματισμὸ
σφηνώνει τό παρελθὸν σὲ παγωμένα καλούπια
τὴν παραστρατημένη μου εὐπάθεια
ποὺ δέν εἶναι διάρκεια ὑλικοῦ κόσμου
ἀλλὰ ζῶσα ἔρημη ψυχὴ μόνη
μόνη πολὺ
σφηνώνει τό παρελθὸν σὲ παγωμένα καλούπια
τὴν παραστρατημένη μου εὐπάθεια
ποὺ δέν εἶναι διάρκεια ὑλικοῦ κόσμου
ἀλλὰ ζῶσα ἔρημη ψυχὴ μόνη
μόνη πολὺ
Φόβο
ζητῶ ἀπὸ
τὸν
Ὕψιστο
νὰ μὴν ὁμιλῶ μονολογώντας
νὰ μὴν ὁμιλῶ μονολογώντας
ἡ ψυχὴ μου ἀνίκανη
νὰ
προφέρει ἄλλο
ἀνίκανη νὰ δεχτεῖ
πληγιασμένη σὲ διαρκῆ ἀγρύπνια
στὴν ὀδυνηρὴ ἀπορία τοῦ "ὑπάρχειν"
ἀνίκανη νὰ δεχτεῖ
πληγιασμένη σὲ διαρκῆ ἀγρύπνια
στὴν ὀδυνηρὴ ἀπορία τοῦ "ὑπάρχειν"
μὲ κλεισμένα μάτια
μὲ μάτια στραμμένα πρὸς τὰ μέσα πορεύεται
μὲ μάτια στραμμένα πρὸς τὰ μέσα πορεύεται
πῶς τελικὰ
τὸ κορμί μὲ τὸ χῶμα συνομιλεῖ ἄραγε
σὲ ἕναν τόπο σιωπηλοῦ ἴσκιου
τὸ κορμί μὲ τὸ χῶμα συνομιλεῖ ἄραγε
σὲ ἕναν τόπο σιωπηλοῦ ἴσκιου
ἐντεῦθεν τῆς λογικῆς
περιμένω ἑρμηνευτὴ στὴν πρεπούμενη ὤρα
μάταια
περιμένω ἑρμηνευτὴ στὴν πρεπούμενη ὤρα
μάταια
τὴν
τὴν ὑψηλονόητη μέθη τοῦ νοῦ καλῶ
τὰ μικροσκοπικὰ τοῦτα λεξίδια αἰχμαλωτίζω
τὴν ὑψηλονόητη μέθη τοῦ νοῦ καλῶ
τὰ μικροσκοπικὰ τοῦτα λεξίδια αἰχμαλωτίζω
καθὼς βροχούλα πρώιμου φθινοπωρου
διαβάζω μεγαλόφωνα
οἱ ἄλλοι ζητοῦν ζητοῦν ζητοῦν ὅλο ζητοῦν
οἱ ἄλλοι ζητοῦν ζητοῦν ζητοῦν ὅλο ζητοῦν
παραδίδω ἀπὸ τώρα τὸ
κορμὶ
στὸ χῶμα
κι ὁ Φιλισταῖος ἀνασαίνει λεύτερα
νὰ ζήσει τὸ χρόνο καθὼς γίνεται
στὴν πρόσκαιρη γοητεία τῆς λογικῆς
νὰ ζήσει τὸ χρόνο καθὼς γίνεται
στὴν πρόσκαιρη γοητεία τῆς λογικῆς
ἐγὼ δὲ μπορῶ
πολὺ συχνὰ εἶναι ἀλήθεια
ὡς πέρα ἀπὸ τὴ λογικὴ σὲ ζητῶ
ὡς πέρα ἀπὸ τὴ λογικὴ σὲ ζητῶ
**
Γιάννης Ποταμιάνος
[1]
Η γλώσσα είναι ταξίδι
=====================
Η γλώσσα είναι ταξίδι
---------- κι ο λόγος το ενδιαίτημα του ωραίου
Μ’ ένα μπουκέτο χρώματα
-------------------------------- απ’ το ουράνιο τόξο
κι ήχους από κελάηδημα πουλιών
-------------------------- κτίζει φωλιά στο Άστεγο
=====================
Η γλώσσα είναι ταξίδι
---------- κι ο λόγος το ενδιαίτημα του ωραίου
Μ’ ένα μπουκέτο χρώματα
-------------------------------- απ’ το ουράνιο τόξο
κι ήχους από κελάηδημα πουλιών
-------------------------- κτίζει φωλιά στο Άστεγο
Ο Λόγος ο νυν
-------- ένα στιγμιότυπο χωρίς αρχή και τέλος
-------- ένα στιγμιότυπο χωρίς αρχή και τέλος
Ο Λόγος ο αεί ποτάμιος
κι ο στίχος κορμός
---------------------- που παρασέρνει ο ποταμός
Η αντοχή θα φανεί στον καταρράκτη
όπου η ελευθερία γίνεται φόβος
------------------------- κι η πτήση γίνεται πτώση
κι ο στίχος κορμός
---------------------- που παρασέρνει ο ποταμός
Η αντοχή θα φανεί στον καταρράκτη
όπου η ελευθερία γίνεται φόβος
------------------------- κι η πτήση γίνεται πτώση
Άραγε πόσα χρώματα χρειάζεται κάποιος
--------------------- για να ζωγραφίσει το Κάλος
ή μήπως το ασπρόμαυρο
-------------------- είναι το ένδυμα του ωραίου;
--------------------- για να ζωγραφίσει το Κάλος
ή μήπως το ασπρόμαυρο
-------------------- είναι το ένδυμα του ωραίου;
Πόσα αναρχικά φωνήεντα που αλητεύουν
πόσα συνωμοτικά σύμφωνα ενδοσκόπησης
----------------- συναρθρώνουν λόγο Κτισμένο;
πόσα συνωμοτικά σύμφωνα ενδοσκόπησης
----------------- συναρθρώνουν λόγο Κτισμένο;
Τα θεμέλιά του, στου χρόνου το βυθό
---- τα θεμέλιά του, στο θολό των οριζόντων
Ο λόγος ο αεί με τις ρίζες του στο παρελθόν
-------------- και τους καρπούς του στο μέλλον
---- τα θεμέλιά του, στο θολό των οριζόντων
Ο λόγος ο αεί με τις ρίζες του στο παρελθόν
-------------- και τους καρπούς του στο μέλλον
Η γλώσσα είναι ένα ταξίδι
------------------------------------ σε χώρες ξωτικές
με πολύχρωμα πουλιά κι ουράνιες μουσικές
Εκεί όπου ο λόγος ο νυν και αεί
-------- κτίζει στο Άκτιστο τη φωλιά του έρωτα
------------------------------------ σε χώρες ξωτικές
με πολύχρωμα πουλιά κι ουράνιες μουσικές
Εκεί όπου ο λόγος ο νυν και αεί
-------- κτίζει στο Άκτιστο τη φωλιά του έρωτα
[2]
Γυμνές λεπίδες
==================
Η μηχανή γυρίζει
------------------------- αυτός στέκει δίπλα της
Στο χέρι του κρατάει
------------------------------- ένα κόκκινο πουλί
Τα δάχτυλά του στάζουν αίμα
==================
Η μηχανή γυρίζει
------------------------- αυτός στέκει δίπλα της
Στο χέρι του κρατάει
------------------------------- ένα κόκκινο πουλί
Τα δάχτυλά του στάζουν αίμα
Η μηχανή γυρίζει
------------------------ του τσακίζει τα δάχτυλα
Η μηχανή γυρίζει
--------------------------- του τσακίζει τα όνειρα
Τα όνειρά του στάζουν αίμα
------------------------ του τσακίζει τα δάχτυλα
Η μηχανή γυρίζει
--------------------------- του τσακίζει τα όνειρα
Τα όνειρά του στάζουν αίμα
Αυτός στέκει δίπλα της
Περήφανος στον πόνο, μαρμάρινος
-------- το πρόσωπό του ένα χλωμό φεγγάρι
Ας του γλύφει τα μάτια η απόγνωση
Αυτός στέκει δίπλα της
--------------- περήφανος και στην απόγνωση
Ξέρει καλά
-------- πως ο δρόμος του περνάει
--------------------------------- απ’ την απόγνωση
Ξέρει καλά πως θα πληρώνει με αίμα
Αίμα για ψωμί
----------- Αίμα για γνώση
---------------------- Αίμα για ελευθερία
------------------------------------ Αίμα για όνειρα
Περήφανος στον πόνο, μαρμάρινος
-------- το πρόσωπό του ένα χλωμό φεγγάρι
Ας του γλύφει τα μάτια η απόγνωση
Αυτός στέκει δίπλα της
--------------- περήφανος και στην απόγνωση
Ξέρει καλά
-------- πως ο δρόμος του περνάει
--------------------------------- απ’ την απόγνωση
Ξέρει καλά πως θα πληρώνει με αίμα
Αίμα για ψωμί
----------- Αίμα για γνώση
---------------------- Αίμα για ελευθερία
------------------------------------ Αίμα για όνειρα
Ας γυρίζει η μηχανή
Αυτός στέκει δίπλα
------------------------------ στις γυμνές λεπίδες
Ξέρει καλά πως δεν φταίνε οι λεπίδες
Ξέρει καλά
πως το κέρδος αφήνει
-------------------------------- τις λεπίδες γυμνές
Ξέρει καλά
----------- πως το κέρδος μασάει τα δάχτυλα
Αυτός στέκει δίπλα
------------------------------ στις γυμνές λεπίδες
Ξέρει καλά πως δεν φταίνε οι λεπίδες
Ξέρει καλά
πως το κέρδος αφήνει
-------------------------------- τις λεπίδες γυμνές
Ξέρει καλά
----------- πως το κέρδος μασάει τα δάχτυλα
Αυτός που ωχρός δίπλα μας
---------------------------------- αιμορραγεί, ξέρει
Ξέρει και πληρώνει με αίμα
Ξέρει και επιμένει
-------------- να σηκώνει τη σπασμένη γροθιά
Ξέρει και επιμένει
---- με το κομμένο δάχτυλο, τεντωμένο
-------- να δείχνει στην Ιστορία το δρόμο της
---------------------------------- αιμορραγεί, ξέρει
Ξέρει και πληρώνει με αίμα
Ξέρει και επιμένει
-------------- να σηκώνει τη σπασμένη γροθιά
Ξέρει και επιμένει
---- με το κομμένο δάχτυλο, τεντωμένο
-------- να δείχνει στην Ιστορία το δρόμο της
Αυτόν λοιπόν που αιμορραγεί
------------------------------------------ δίπλα μας
ακούστε τον,
------ μην τον κοιτάτε, ακολουθήστε τον
------------------το αίμα του δείχνει το δρόμο
------------------------------------------ δίπλα μας
ακούστε τον,
------ μην τον κοιτάτε, ακολουθήστε τον
------------------το αίμα του δείχνει το δρόμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου