Σελίδες

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

9 Ποιητές της Ελλάδας σε 18 Ποιήματα

Φιλοξενούνται οι ποιητές:


  1. Γεώργιος Αλεξανδρής
  2. Σταύρος Βαρβέρης
  3. Κώστας Βασιλάκος
  4. Γαβρίλης Ιστικόπουλος
  5. Δημήτρης Π. Κρανιώτης
  6. Γιάννης Β. Κωβαίος
  7. Κώστας Λάνταβος
  8. Ιωάννης Μασμανίδης
  9. Γιάννης Ποταμιάνος







Γιώργος Αλεξανδρής

[1]

Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Τα μάτια σου,των θαυμάτων της γης προσκυνητάρι,
αγιογραφία της σοφίας και πληρότητας του κόσμου
και θυσιαστήριο προνόησης για τις βεβαιότητες της ζωής.
Τα χέρια σου δυο στάχυα ξανθά τ' ουρανού τεντωμένα,
τ' αψήλου αθώριαστες κορφές, πέρα και πάνω από βλέψεις,
δυο λάβαρα γνώσης,αναπεταρισμού και συνέχειας υψωμένα,
να φέρεις τον ήλιο φώτισμα και μερτικό σε ασύνορες χώρες,
να φράξεις με κρίνα και χέρια σφιγμένα τους φράχτες,
να φυτέψεις απροσποίητο γέλιο και μιλιά ανυπόκριτη στους δρόμους.
Ασχημάτιστες ακολουθίες,στρογγυλεύουν αβέβαιες πεποιθήσεις,
μικρές αυλές ,ανήσυχες γωνιές, κοινωνούν αναφορές και μαντάτα
και μισεμοί και αποδημίες βαθαίνουν λογισμούς και εποχές πλαταίνουν.
Βήματα και έδρες, μνημονεύουν αριθμούς,επιλογές και ευδοκίες,
εισηγητές και ταγοί κορυφώνουν ιδεολογίες και συνειδήσεις,
χειροκροτητές κι αντιρρησίες επιμένουν σε αφορμές και υπερβάσεις,
να προλάβεις αδογμάτιστο το αύριο, πολύφωνη τη σιωπή,
να προστρέξεις βιγλάτορας της ανάγκης, της ιστορίας αφηγητής
και να προσφέρεις προοπτική του θείου και μνήμη ανθρωπινή.
Δύστροπος σεβασμός η αυτογνωσία τους και αντάλλαγμα η ευθύνη,
σχήμα και λόγος η μέρα τους η χθεσινή και η αυριανή απορία,
τι μέγα το χάσμα του ευδαιμονισμού από την κομπορρημοσύνη.
Το δίκιο τους ενέχυρο και το χρέος τους αναστολή και δίκη,
έλλειμμα προγραμματισμού η φήμη τους κι απίστωτη η δόξα,
γι' αυτό και κάθε γενιά που τρόμαζε και τούτη που εξουσιάζει,
σε είδαν ως παράσταση αθωότητας και δική τους ετυμηγορία
και σ' είπαν θεό δημιουργό μιας νέας δογματικής αλήθειας,
αφού ένας θεός πιστεύει και ορθοφρονεί στο ψέμα, γιατί δεν το ξέρει.

[2]

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Γύμνωνε τη νύχτα κι έντυνε τη σιωπή.
Έβαφε τη μονα­ξιά με αισθή­σεων αντι­φω­νή­σεις,
και μάθαινε των αστε­ριών να συλ­λα­βί­ζουν φως.
Τον έρωτα στά­λαζε, και ψιθύ­ριζε στη ζωή,
γυμνή να χορέ­ψει στ’ ουρα­νού το μπαλ­κόνι,
να έχει δρό­μους η ψυχή, και η μνήμη γιορτή.
Μα εμείς, κατη­φο­ρί­σαμε στις μικρές μας ώρες,
κορ­φο­λο­γή­σαμε απ’ τις αθώες μνή­μες
και κινή­σαμε απαί­δευτο θρήνο της ψυχής.
Έσυρε ο νους τις πεθυ­μιές στο φόβο,
μισές πνοές μας χάλ­κευαν άδεια στή­θια
κι έγι­ναν σπά­ραγμα τα εγκώ­μια του λάμπους.
Φτά­σαμε χωρίς προσ­δο­κία στο λυκαυ­γές
και γεί­ραμε σε ασχη­μά­τι­στη ευχή,
γιατί τα χέρια μας δεν έσμι­γαν ψηλά

 **

Σταύρος Βαρβέρης

[1]

Tώρα σιώπα. Άσε το δάκρυ
στην σιγαλιά της νύχτας,
το πολύτιμο΄
αυτό που κρύβεται
πίσω απ' το αχνό τρεμόπαιγμα του άστρου
κι αναζητά στο ποίημα,
το πιο χρυσό του ψήγμα.
Κι εσύ ένα μυρμήγκι στην φωλιά σου,
να βλέπεις το χορτάρι δένδρο
και την φτυσιά για λίμνη.

[2]

Είναι κάποια ποιήματα που δεν έχουν λογική....
εκεί κρύβεται η ζωή....κάτω από έναν τσίγκο,
που χτυπά ένα μεσημέρι η βροχή
και όσοι κοιμούνται δεν ακούν τον ήχο
 της...
κι όσοι τον ακούν κρατούν ομπρέλα,
μόνο οι ποιητές κάθονται κάτω από το τρύπιο τσίγκο
και την τρύπια ομπρέλα και βρέχονται.... ευχαριστιακά!


**

Κώστας Βασιλάκος

[1]

Οι θρόνοι

Οι ψεύτικοι θρόνοι επαίρονται
για την κενότητά τους
και νιώθουν ισχυροί όταν υποβαστάζονται
από δεκανίκια δουλικών.
Καταρρέουν όταν θρυμματίζονται
εξαπτέρυγα και λιβανωτά.

[2]

Η μορφή σου

Όταν κοιτάζω τα μάτια σου
και αγγίζω το κορμί σου ,
η πλάση ολόκληρη
χωράει στις παλάμες μου ,
βολεύεται στο κέντρο
της καρδιάς ,
γιατί η ομορφιά του κόσμου
και η απεραντοσύνη
έχουν τη μορφή σου .

**

Γαβρίλης Ιστικόπουλος

[1]

Το μενταγιόν

Έφτασε νωχελικά εκεί.
Δυο βήματα μπροστά
απ το παγκάκι του κήπου
που συνήθιζαν να κάθονται.
Άνοιξε στη γη μια τρύπα.
Έθαψε με πόνο ένα μενταγιόν
Το δικό της
Κι ένα μικρό ξερό κλαράκι
από αμυγδαλιά.
Χειμώνας έφτανε
κι η Άνοιξη αργούσε ακόμα.
Ήταν η επόμενη μέρα
αφ' ότου εκείνη
δεν θα μπορούσε πια
να τον αγαπήσει
με τα μάτια που τόσο
τον είχαν λατρέψει.
Μετά, έβαλε πάνω στο χώμα
μια μικρή στρογγυλή πέτρα.
Για να θυμάται το μέρος
που ήθελε πολύ
να την ξανά συναντούσε.
Έφυγε.
Χρόνια μετά,
σαν κέντρισε η μορφή της
το κουρασμένο του μυαλό,
τα πρώτα του βήματα
τον οδήγησαν εκεί.
Η μικρή στρογγυλή πέτρα
είχε χαθεί.
Σε λίγο θα χανόταν
και το λιόγερμα.
Στη θέση της μόνο η θύμηση
και μια μικρή ανθισμένη αμυγδαλιά.
Δεν σκέφτηκε πολύ.
Εδώ θα είναι, μονολόγησε.
Και κάθισε στην σιωπηλή σκιά της
για να την αγαπήσει
πάλι απ την αρχή.
Την έλεγαν Κλάρα.
Εκείνος την έλεγε... Κλαράκι μου.
Να, που έστω και αργά
η άνοιξη δεν τους ξέχασε.

[2]

Αντισταθείτε...

Γυμνούς, ακέφαλους, χωρίς άκρα,
σακατεμένους, παγωμένους,
γεμάτους πληγές και τραύματα,
οικτρά απομεινάρια μιας άλλης εποχής,
έτσι βλέπουν, έτσι θέλουν τους καλλιτέχνες μας,
τα Συστήματα κι οι Εξουσίες.
Υπερβολές Γαβρίλη, θα μου πείτε...
Ναι, υπερβολές θα σας απαντήσω,
αλλά, για ελάτε στη θέση τους.
Όχι, δεν θα αναλύσω εδώ,
προβλήματα, σχέσεις και συμπεριφορές.
Μπορείτε και μόνοι ας, αν ασχοληθείτε λίγο.
Μια προτροπή μονάχα...
Αντισταθείτε μαζί τους με τη φλέβα που ακόμα ρέει,
με τη σκέψη τους που δεν νικήθηκε ποτέ
και με το άχραντο Φως της Τέχνης
που φωτίζει τα όνειρα τους!
Αντισταθείτε με Έρωτα ζωής,
την ακαταμάχητη ζωογόνα δύναμη
που απλόχερα χάρισε σε όλους μας η Πλάση!




**

Δημήτρης Π. Κρανιώτης

[1]

Ιδανικά

Βουνά χιονισμένα,
μνημεία αρχαία,
βοριάς που μας γνέφει,
σκέψη που κυλά,
εικόνες βαμμένες
με ύμνους ιστορίας,
λέξεις επιγραφών
με ιδανικά γεωμετρίας.

[2]

Το κόκκινο ποίημα

Κόκκινο έβαψα
Τον ουρανό
Μέρες που μ’ έχασα
Και μ’ απαρνήθηκα
Γελώντας αναίτια
Τις έζησα


Κόκκινο έβαψα
Το νερό
Σε δάκρυα μ’ έπνιξα
Και με διέσωσα
Ξεχνώντας τύψεις
Με ξεγέλασα


Κόκκινο έβαψα
Το ποίημα αυτό
Με λέξεις μ’ έσβησα
Και μ’ ανέστησα
Γράφοντας μ’ αίμα
Μ’ εκδικήθηκα

**

Γιάννης  Β. Κωβαίος

[1]

ΨΙΘΥΡΟΙ ΕΚΘΕΜΑΤΩΝ

Έχουν τα δίκια τους να δυστροπούν
κι οι αρχαιότητες.
Άλλο να είσαι κάποτε σκοπός
και άλλο μέσον…

[2]

Η ΠΟΙΗΣΗ

Ποιό πλατάνι
δέν ξαποσταίνει στόν
σκιο μου;
Ποιός ορανός
δέν γλαυκαίνει
π’ τό φς μου;
Ποιός θνητός
δεν θεο
ται στό χάδι μου;
Ποιός θεός
θά
ποκλήρωνε μένα;

**
Κώστας Λάνταβος

[1]

ΕΠΑΡΣΗ ΦΙΛΟΔΟΞΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

«Θά μαστιγώσω, επες, τούς μνες
θά τούς ναγκάσω γοργά νά διαβον.
πείγομαι ρωμένη μου τή δόξα νά κάνω
νά στεφανώνει τό ργο μου σοβίως
νά θύει διαρκς στό νομά μου.
Τό ξέρω, φιλόδοξος νέος θά πον
καί σως σκωπτικά σχόλια τά χείλη τους χαράξουν•
σως μερικοί προχωρήσουν κόμη
καί μέ πον ματαιόδοξο.
μως, σύ Δόξα γνωρίζεις
πώς ξίζω τόν κότινο πού νειρεύομαι
φο εμαι κάλλιστος τν ραίων…»

[2]

ΑΤΙΤΛΟ

Τα τελευταία χρόνια
θέλω να είναι μόνο ημέρα.
Ποτέ η νύχτα να μην έρθει.
Κι όταν η νύχτα πέφτει
σαν πέτρα πελώρια με συνθλίβει.
Σκέφτομαι, μήπως ο θάνατος με φοβίζει
που συνηθίζει κυρίως τις νύχτες
να βγαίνει στο κυνήγι.
Από την άλλη πάλι σκέφτομαι τα όνειρα
καθώς τώρα με επισκέπτονται κατά ριπάς
σαν ένα πλήθος ανελέητων δημίων,
κάνοντας τον ύπνο μου θύελλα
που αρνείται να κοπάσει
παρά μονάχα όταν τα βλέφαρά μου ανοίξω.
Κι όμως θα έπρεπε με τα χρόνια
η νύχτα να μού γίνεται οικεία,
το βλέμμα μου θα ΄πρεπε θαρραλέο
να υποδέχεται το σκοτάδι,
να μη με τρομάζει η φωνή της νύχτας
όταν στ’ αυτιά μου ανεβαίνει
για να με καλωσορίσει στο δικό της καταφύγιο.
Θα ΄πρεπε μήπως, ν’ αποζητώ της νύχτας
την παραισθητική αγκάλη,
να εγκαταλείπομαι στα μυρωμένα της εδάφη,
να παραδίνομαι στη στυφή εκπόρνευσή της,
ώσπου η σκέψη μου ανάλαφρη και διαμελισμένη,
να δραπετεύσει προς τους κήπους
με τις μύριες αυταπάτες;
Όσο περνούν τα χρόνια
θέλω ατέρμονη να είναι η μέρα,
ποτέ να μη βυθίζεται στην άβυσσο της νύχτας.

**

Ιωάννης Μασμανίδης

[1]

Πατρδα

Ε
ναι τοτη ρημι
Μι
ξλινη τοιμρροπη παργκα
να κομμτι σκνη
Θαμπ
Στς ταζιρες
Μι ξνη φων
Μ
πνθιμο χρμα
Δυ δειες παλμες
Χτισμ
νες μ πτρα
ρπισμα χων
π' τ παλι γρμματ σου
Συνθ
τοντας μ τνο ρμητικ
Λε
πεις
Σ μβ ζελατνα
να στρμα πυκνο σκοταδιο
Σ
τοτη τν πεισματικ πλη
χω
Παρ
μοια λπη πατρδα
Δ
ν χει χρμα
Κι
να πρσωπο χν
Πο
λεπεις
να γρανζι
Μ
σπασμνα δντια
Πο
λεπεις
Τ χρια τονα
Ριγμ
να
Τ
ν κρεμασμνων
Πο λεπεις πολ

[2]

στ στάχτη σου
φήνω φειδώλευτα τ χνάρια μου
συνοδοιπορ
ναγκαστικ
μ
τν βίαιο λισμ γύρω μου
μ
τ ξεψύχισμα
χρειάζεται
ρκετς λιος στν ψυχ μου
ν
ντύσει τ χειμωνιάτικο κάμπο γύρω
νεμπόδιστα προσπαθ
τρυφερότητα ν
παράγω
ς μι μβίωση νθρώπινη
ς ποτυχημένος ποιητής πραγματικότητας
δυνατ θαρρ
λλοι θ κρίνουν ν
πότε ποτ

σως
μι φωταύγεια εσυγκίνησης ντλ
στ
τελεύτητο ταξίδι μέσα στν αυτ μου
μέσα π τ ανιγματικ μου χάος
μως μως
π τ σκοτοδίνη ς μύρο
ναβλύζει πλουσιοπάροχα μέσα μου
γάπη
περιβάλλει τ φωτισμένο τερματισμ
σφηνώνει τό παρελθ
ν σ παγωμένα καλούπια
τ
ν παραστρατημένη μου επάθεια
πο
δέν εναι διάρκεια λικο κόσμου
λλ ζσα ρημη ψυχ μόνη
μόνη πολ
Φόβο ζητ π τν ψιστο
ν
μν μιλ μονολογώντας
ψυχ μου νίκανη ν προφέρει λλο
νίκανη ν δεχτε
πληγιασμένη σ
διαρκ γρύπνια
στ
ν δυνηρ πορία το "πάρχειν"
μ κλεισμένα μάτια
μ
μάτια στραμμένα πρς τ μέσα πορεύεται
πς τελικ
τ
κορμί μ τ χμα συνομιλε ραγε
σ
ναν τόπο σιωπηλο σκιου
ντεθεν τς λογικς
περιμένω
ρμηνευτ στν πρεπούμενη ρα
μάταια
τν
τ
ν ψηλονόητη μέθη το νο καλ
τ
μικροσκοπικ τοτα λεξίδια αχμαλωτίζω
καθς βροχούλα πρώιμου φθινοπωρου
διαβάζω μεγαλόφωνα
ο
λλοι ζητον ζητον ζητον λο ζητον
παραδίδω π τώρα τ κορμ στ χμα
κι Φιλισταος νασαίνει λεύτερα
ν
ζήσει τ χρόνο καθς γίνεται
στ
ν πρόσκαιρη γοητεία τς λογικς
γ δ μπορ
πολ συχν εναι λήθεια
ς πέρα π τ λογικ σ ζητ

**
Γιάννης Ποταμιάνος

[1]

Η γλώσσα είναι ταξίδι
=====================
Η γλώσσα είναι ταξίδι
---------- κι ο λόγος το ενδιαίτημα του ωραίου
Μ’ ένα μπουκέτο χρώματα
-------------------------------- απ’ το ουράνιο τόξο
κι ήχους από κελάηδημα πουλιών
-------------------------- κτίζει φωλιά στο Άστεγο
Ο Λόγος ο νυν
-------- ένα στιγμιότυπο χωρίς αρχή και τέλος
Ο Λόγος ο αεί ποτάμιος
κι ο στίχος κορμός
---------------------- που παρασέρνει ο ποταμός
Η αντοχή θα φανεί στον καταρράκτη
όπου η ελευθερία γίνεται φόβος
------------------------- κι η πτήση γίνεται πτώση
Άραγε πόσα χρώματα χρειάζεται κάποιος
--------------------- για να ζωγραφίσει το Κάλος
ή μήπως το ασπρόμαυρο
-------------------- είναι το ένδυμα του ωραίου;
Πόσα αναρχικά φωνήεντα που αλητεύουν
πόσα συνωμοτικά σύμφωνα ενδοσκόπησης
----------------- συναρθρώνουν λόγο Κτισμένο;
Τα θεμέλιά του, στου χρόνου το βυθό
---- τα θεμέλιά του, στο θολό των οριζόντων
Ο λόγος ο αεί με τις ρίζες του στο παρελθόν
-------------- και τους καρπούς του στο μέλλον
Η γλώσσα είναι ένα ταξίδι
------------------------------------ σε χώρες ξωτικές
με πολύχρωμα πουλιά κι ουράνιες μουσικές
Εκεί όπου ο λόγος ο νυν και αεί
-------- κτίζει στο Άκτιστο τη φωλιά του έρωτα


[2]

Γυμνές λεπίδες
==================
Η μηχανή γυρίζει
------------------------- αυτός στέκει δίπλα της
Στο χέρι του κρατάει
------------------------------- ένα κόκκινο πουλί
Τα δάχτυλά του στάζουν αίμα
Η μηχανή γυρίζει
------------------------ του τσακίζει τα δάχτυλα
Η μηχανή γυρίζει
--------------------------- του τσακίζει τα όνειρα
Τα όνειρά του στάζουν αίμα
Αυτός στέκει δίπλα της
Περήφανος στον πόνο, μαρμάρινος
-------- το πρόσωπό του ένα χλωμό φεγγάρι
Ας του γλύφει τα μάτια η απόγνωση
Αυτός στέκει δίπλα της
--------------- περήφανος και στην απόγνωση
Ξέρει καλά
-------- πως ο δρόμος του περνάει
--------------------------------- απ’ την απόγνωση
Ξέρει καλά πως θα πληρώνει με αίμα
Αίμα για ψωμί
----------- Αίμα για γνώση
---------------------- Αίμα για ελευθερία
------------------------------------ Αίμα για όνειρα
Ας γυρίζει η μηχανή
Αυτός στέκει δίπλα
------------------------------ στις γυμνές λεπίδες
Ξέρει καλά πως δεν φταίνε οι λεπίδες
Ξέρει καλά
πως το κέρδος αφήνει
-------------------------------- τις λεπίδες γυμνές
Ξέρει καλά
----------- πως το κέρδος μασάει τα δάχτυλα
Αυτός που ωχρός δίπλα μας
---------------------------------- αιμορραγεί, ξέρει
Ξέρει και πληρώνει με αίμα
Ξέρει και επιμένει
-------------- να σηκώνει τη σπασμένη γροθιά
Ξέρει και επιμένει
---- με το κομμένο δάχτυλο, τεντωμένο
-------- να δείχνει στην Ιστορία το δρόμο της
Αυτόν λοιπόν που αιμορραγεί
------------------------------------------ δίπλα μας
ακούστε τον,
------ μην τον κοιτάτε, ακολουθήστε τον
------------------το αίμα του δείχνει το δρόμο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου