Ασκήσεις βάθους / Σταύρος Βαρβέρης
Ένα μήνυμα νέου θάμβους ανακαλύπτει τώρα τη γη.
Να ζήσουμε ως άνθρωποι!
Κατηφορίζουν νεκροί να κλέψουν την παιδικότητά μας.
Κι ο μέγας της βουλής άγγελος στέκει,
δίπλα στα τρεχαλητά μας και τη βουτιά στη δοξολογία της θάλασσας.
Τι να φοβηθώ;
Η φωνή μου υψώνεται στο δίκιο κι αυτό του έρωτα το χαλίκι στρεφόμενο στη γλώσσα μου
κι άσαρκο συνουσιάζεται πιά με την αλήθεια!
Να ζήσουμε ως άνθρωποι!
Κατηφορίζουν νεκροί να κλέψουν την παιδικότητά μας.
Κι ο μέγας της βουλής άγγελος στέκει,
δίπλα στα τρεχαλητά μας και τη βουτιά στη δοξολογία της θάλασσας.
Τι να φοβηθώ;
Η φωνή μου υψώνεται στο δίκιο κι αυτό του έρωτα το χαλίκι στρεφόμενο στη γλώσσα μου
κι άσαρκο συνουσιάζεται πιά με την αλήθεια!
**
ΣΤΙΧΕ / Ελένη Βαρθάλη
Στίχε, λυτρωτικό καταφύγιο
απόσταγμα βασανιστικού μόχθου
με σώμα σφριγηλό κι ακόρεστα μάτια,
σφυρηλατημένη αποτύπωση της ψυχής,
εμφορούμενη από άχρονη μνήμη.
απόσταγμα βασανιστικού μόχθου
με σώμα σφριγηλό κι ακόρεστα μάτια,
σφυρηλατημένη αποτύπωση της ψυχής,
εμφορούμενη από άχρονη μνήμη.
Στίχε, μετριοπαθή και κομπορρήμονα,
ουτοπικέ και δύσθυμε,
εσύ που ξέρεις πότε μονοιάζουν
και πότε φιλονικούν οι λέξεις,
είσαι το πάθος που θα μερώσει στο ζύγισμα,
εσύ που την αμεριμνησία αγάπησες
την άγνωστή σου φίλη
κρατώντας την καθαρότητα στα παιδικά σου μάτια.
ουτοπικέ και δύσθυμε,
εσύ που ξέρεις πότε μονοιάζουν
και πότε φιλονικούν οι λέξεις,
είσαι το πάθος που θα μερώσει στο ζύγισμα,
εσύ που την αμεριμνησία αγάπησες
την άγνωστή σου φίλη
κρατώντας την καθαρότητα στα παιδικά σου μάτια.
Στίχε, ως πότε θα σε λοιδορούν οι λεξηκτόνοι,
εσύ που υπερίπτασαι του χαμού σου
αξιώνοντας το φως,
εσύ που κυνήγησες άγρια το Θεό
με εμμανή προσήλωση
θυμήσου,
όσοι το ελεύθερο πνεύμα σου φοβήθηκαν
λιγότερο από το θάνατο
μη γυρίσει το μάτι του επάνω τους ο Πανόπτης,
να σωθούν δε θα προλάβουν.
εσύ που υπερίπτασαι του χαμού σου
αξιώνοντας το φως,
εσύ που κυνήγησες άγρια το Θεό
με εμμανή προσήλωση
θυμήσου,
όσοι το ελεύθερο πνεύμα σου φοβήθηκαν
λιγότερο από το θάνατο
μη γυρίσει το μάτι του επάνω τους ο Πανόπτης,
να σωθούν δε θα προλάβουν.
Στίχε, όταν θα σέρνεις τα πόδια σου
κάτω απ' το βάρος των πραγμάτων
να θυμάσαι...
είσαι η φτερούγα της θνητής μου υπόστασης,
η πλήρωση του ανικανοποίητου ανάμεσα στα χάσματα
σκορπίζοντας μία χούφτα ασημόσκονη
στα μαλλιά της αιωνιότητας.
κάτω απ' το βάρος των πραγμάτων
να θυμάσαι...
είσαι η φτερούγα της θνητής μου υπόστασης,
η πλήρωση του ανικανοποίητου ανάμεσα στα χάσματα
σκορπίζοντας μία χούφτα ασημόσκονη
στα μαλλιά της αιωνιότητας.
**
Άτιτλο / Στέλλα Βρακά
Μέρα μιας σκάρτης άνοιξης.
Μέρα που ο ήλιος δεν έχει στέρξει
στο σπίτι της πόλης μου.
Μέρα που ο ήλιος δεν έχει στέρξει
στο σπίτι της πόλης μου.
Μα ένα τραγούδι αυτό της Αγάπης
τραγουδισμένο από το μέσα της καρδιάς
λέει πως υπάρχει ο ουρανός κι έχει αστέρια.
τραγουδισμένο από το μέσα της καρδιάς
λέει πως υπάρχει ο ουρανός κι έχει αστέρια.
Ναι το τραγούδι της Αγάπης τραγουδά
πάντα: Αλήθεια.
Αυτό που χρειάζεται
είναι το φευγιό απ' την σκάρτη άνοιξη
και τους λυπημένους χειμώνες.
πάντα: Αλήθεια.
Αυτό που χρειάζεται
είναι το φευγιό απ' την σκάρτη άνοιξη
και τους λυπημένους χειμώνες.
Είναι ο πηγαιμός στης καρδιάς την πολιτεία.
Είναι το ξαπόσταμα στης ψυχής τα φτερά.
Είναι η Γνώση της εποχής που θα ευνοηθεί
εκεί που όλα η Αγάπη τα αγιάζει!
Είναι το ξαπόσταμα στης ψυχής τα φτερά.
Είναι η Γνώση της εποχής που θα ευνοηθεί
εκεί που όλα η Αγάπη τα αγιάζει!
**
ΛΕΥΤΕΡΩΜΑ / Αρετή Γουργιώτου
-Θα τζακιστείς, μην ακουμπάς την φτερωτή!
Παλιόμυλος είν' τούτος, 'τοιμόγκρεμος,
μη, λέω, μην κρεμιέσαι, φόνισσες πέτρες
χάσκουν κάτω του, καλέ μου Δον Κιχώτη.
Παλιόμυλος είν' τούτος, 'τοιμόγκρεμος,
μη, λέω, μην κρεμιέσαι, φόνισσες πέτρες
χάσκουν κάτω του, καλέ μου Δον Κιχώτη.
-Ούτε άκουσα, μηδέ υπάκουσα.
Μάνιαζε ο αγέρας και τ' όνειρό μου κάλπαζε
κι η φτερωτή γυρνούσε σαν πεταλούδα άνοιξης
μ' άνεμο ερωτευμένη κι από κάτω η θάλασσα,
Σειρήνα, με γητειάς τραγούδισμα καλούσε.
Πώς να κιοτέψω;
Αρπάχτηκα από μιας φτερούγας κράτημα,
σκισμένο το πανί κι ο σκελετός λυγιάρης.
Μάνιαζε ο αγέρας και τ' όνειρό μου κάλπαζε
κι η φτερωτή γυρνούσε σαν πεταλούδα άνοιξης
μ' άνεμο ερωτευμένη κι από κάτω η θάλασσα,
Σειρήνα, με γητειάς τραγούδισμα καλούσε.
Πώς να κιοτέψω;
Αρπάχτηκα από μιας φτερούγας κράτημα,
σκισμένο το πανί κι ο σκελετός λυγιάρης.
Ω, τι λευτέρωμα!
Μέθη το περιδίνισμα κι ατέλειωτη σαγήνη.
Ένα και γης και ουρανός και πέλαγος δροσάτο,
σε μια γύρα φτερωτής ολάκερος ο κόσμος!
Τι κι αν καραδοκούν της πέτρας οι ακίδες
και χάσκει κάτω ο γκρεμός και
τα γλαυκά νερά αναρρουφά η πελαγίσια δίνη;
Τί κι αν η φωνή της λογικής κραυγάζει απεγνωσμένη;
Μέθη το περιδίνισμα κι ατέλειωτη σαγήνη.
Ένα και γης και ουρανός και πέλαγος δροσάτο,
σε μια γύρα φτερωτής ολάκερος ο κόσμος!
Τι κι αν καραδοκούν της πέτρας οι ακίδες
και χάσκει κάτω ο γκρεμός και
τα γλαυκά νερά αναρρουφά η πελαγίσια δίνη;
Τί κι αν η φωνή της λογικής κραυγάζει απεγνωσμένη;
Λευτεροπούλι γίνηκα, τ' ανέμου ταξιδεύτρα.
**
ΝΗΣΙ ΓΡΕΒΕΝΩΝ / Γιάννης Μασμανίδης
Ὅταν τελειώσουν κι οἱ θαυματοποιοί
οἱ γυναῖκες μὲ τὰ πλατύγυρα καπέλα
οἱ ταινίες γιὰ παντοτινὸ ἔρωτα
οἱ γυναῖκες μὲ τὰ πλατύγυρα καπέλα
οἱ ταινίες γιὰ παντοτινὸ ἔρωτα
οἱ πικροδάφνες στὴ στεγνωμένη ἄβουλη καρδιὰ μου
ὅταν
τὸ σῶμα ἕλκεται καὶ τελικὰ ἀφήνεται
ἀπὸ τὴ βαρύτητα τοῦ χώματος
τὸ σῶμα ἕλκεται καὶ τελικὰ ἀφήνεται
ἀπὸ τὴ βαρύτητα τοῦ χώματος
Ὁ θάνατος εἶναι πάντα μιὰ διέξοδος
πρόκειται γιὰ ἕνα εὐρύχωρο σπίτι
γιὰ τὴ στέγαση ἄστεγων
πρόκειται γιὰ ἕνα εὐρύχωρο σπίτι
γιὰ τὴ στέγαση ἄστεγων
Σ’ αὐτὸ
ἄλλοι μποροῦν νὰ βροῦν τὴν ὀρθολογικὴ συνοχὴ
τῶν θραυσμάτων τους
ἄλλοι μποροῦν νὰ βροῦν τὴν ὀρθολογικὴ συνοχὴ
τῶν θραυσμάτων τους
ἄλλοι
στὴν ἄμμο τῶν ἀντικατοπτρισμῶν ἀπατηλὲς ἐλπίδες φροῦδες
ἄγγελους μεθυσμένους λευκοφορεμένους
μέσα στὴ λάσπη ἤ σὲ μιὰ στέρνα γεμάτη ἀσημόψαρα
στὴν ἄμμο τῶν ἀντικατοπτρισμῶν ἀπατηλὲς ἐλπίδες φροῦδες
ἄγγελους μεθυσμένους λευκοφορεμένους
μέσα στὴ λάσπη ἤ σὲ μιὰ στέρνα γεμάτη ἀσημόψαρα
ἡ ποίηση τότε
ζεστὴ πατρίδα
ἐπουλώνει πληγὲς
ζεστὴ πατρίδα
ἐπουλώνει πληγὲς
μὲ τὸ γερασμένο μολύβι μου
τὰ ναυαγισμένα βράδυα μου μαζί της μετρῶ
τὰ ναυαγισμένα βράδυα μου μαζί της μετρῶ
πλαγιάζω μὲ κρύα πόδια
μελωδῶ τὴ χαμένη προσδοκία
μελωδῶ τὴ χαμένη προσδοκία
ὤ ποίηση
στὸ σχῆμα μιᾶς γυναικείας θαλπωρῆς
κρυφῆς μαγείας ἀχνοντυμένη
στὸ σχῆμα μιᾶς γυναικείας θαλπωρῆς
κρυφῆς μαγείας ἀχνοντυμένη
ἀνάμεσα σὲ τόσους ἄψυχους
φῶς στὰ βλέφαρὰ μου βάνεις
φῶς στὰ βλέφαρὰ μου βάνεις
στὰ πικρὰ χείλη μέλι
ὅταν γῆ
δὲν εἶναι παντοῦ
Ὅταν μόνο ἐσὺ ποίηση
στοὺς θεόφτωχους Λάζαρους
Ψωμὶ προσφέρεις
δὲν εἶναι παντοῦ
Ὅταν μόνο ἐσὺ ποίηση
στοὺς θεόφτωχους Λάζαρους
Ψωμὶ προσφέρεις
καὶ ὁ θάνατος
ἐλιὲς
Χαλκιδικῆς
ἐλιὲς
Χαλκιδικῆς
**
Αποτύπωμα Ζωής / Μίνα Μπουλέκου
«Στου Ουρανού τα Άστρα,
έγραψα την Ιστορία Μας,
ένα Παραμύθι χαραγμένο
απ’ την Ανατολή
στη Δύση της Ζωής Μας.»
έγραψα την Ιστορία Μας,
ένα Παραμύθι χαραγμένο
απ’ την Ανατολή
στη Δύση της Ζωής Μας.»
Η παρουσία σου ακατανίκητη έλξη
έλαμπε σε αμέτρητα αστέρια,
διάχυτα στον φωτεινό ορίζοντα μου.
Βασίλευε στου ουρανού τα κάλλη
σε μια Θεία Μελωδία!
έλαμπε σε αμέτρητα αστέρια,
διάχυτα στον φωτεινό ορίζοντα μου.
Βασίλευε στου ουρανού τα κάλλη
σε μια Θεία Μελωδία!
Φέγγιζα στις νύχτες σου, όπως η Πούλια
και εσύ γλυκό ξημέρωμα μου,
με αγκάλιαζες στοργικά,
σε μια θελκτική τελετή
στο χάραμα της Ανατολής.
και εσύ γλυκό ξημέρωμα μου,
με αγκάλιαζες στοργικά,
σε μια θελκτική τελετή
στο χάραμα της Ανατολής.
Αυγερινέ μου,
στέναξα … πόσο στέναξα
παρέα με τη νοσταλγική θύμηση σου.
Σε ένιωσα στα κατάβαθα
πλημμυρισμένη
από απέραντη ευτυχία.
στέναξα … πόσο στέναξα
παρέα με τη νοσταλγική θύμηση σου.
Σε ένιωσα στα κατάβαθα
πλημμυρισμένη
από απέραντη ευτυχία.
Σε κάλεσα με μαγικό αυλό,
Φωνή Αέρινη σκορπούσε
το Θαύμα της Ζωής Μας.
Φωνή Αέρινη σκορπούσε
το Θαύμα της Ζωής Μας.
Ένα Αποτύπωμα Ιερό,
αψεγάδιαστο
απ’ των ανθρώπων τα πάθη.
Χιλιάδες εικόνες γέμισαν την ψυχή μου,
Αμβροσία και Νέκταρ σου προσέφερα
Δώρα χαρισμένα στους ανθρώπους
η Αιώνια Αγάπη Σου.
αψεγάδιαστο
απ’ των ανθρώπων τα πάθη.
Χιλιάδες εικόνες γέμισαν την ψυχή μου,
Αμβροσία και Νέκταρ σου προσέφερα
Δώρα χαρισμένα στους ανθρώπους
η Αιώνια Αγάπη Σου.
**
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ / Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος
Κι αν δεν πιστεύεις, θα το δεις,
όσο κι αν μοιάζει μύθος,
να χύνεται μεσοδρομίς
της εργατιάς το πλήθος,
για να γκρεμίσει με ορμή
του άδικου τα κάστρα
κι η θέλησή του νιας ζωής
να ξεπροβάλει πλάστρα.
Κι εσύ που μυστικές φωνές
ακούς, ποιητή, στοχάσου
και της καινούργιας εποχής
τα βήματα αφουγκράσου.
όσο κι αν μοιάζει μύθος,
να χύνεται μεσοδρομίς
της εργατιάς το πλήθος,
για να γκρεμίσει με ορμή
του άδικου τα κάστρα
κι η θέλησή του νιας ζωής
να ξεπροβάλει πλάστρα.
Κι εσύ που μυστικές φωνές
ακούς, ποιητή, στοχάσου
και της καινούργιας εποχής
τα βήματα αφουγκράσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου