Πάμπος Βοσκαρίδης
[1]
Π Ε Ρ Ι Α Γ Ο Ρ Α Ι Α Σ Α Π Α Γ Ο Ρ Ε Υ Σ Η Σ
Ή
Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Η Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Ω Σ Η
.Σαν μάζεψε ο δασόβιος
πιότερα μανιτάρια
απ’ όσα μπόραγε να φάει
κατέβηκε στο δίστρατο
να βρει κάνα ρεσπέρη
να τ’ ανταλλάξει με κουκιά
κι είπαν τον τόπο αγορά
και τ’ άκουσε ο φαφλατάς
κι άρχισε ν’ αγορεύει
κι ο παραλής λιμπίστηκε
τη δύναμη της αγοράς
κι ήρθε να τη δαμάσει
μα στον πασά δεν άρεσε
κακό του κεφαλιού τους
έτσι που μαζευτήκανε
θα πιάσουν όλοι ψείρες
κι ευθύς τ’ απαγορεύει
θα μείνετ’ όλοι σπίτι
και στις σαράντα εγκλεισμού
άλλοι το ‘ριξαν στα σκληρά
άλλοι στα ψυχοφάρμακα
κι εγώ πίσω ξανά με αγοραφοβία
[2]
Π Ε Ρ Ι Μ Ν
Η Μ Η Σ
Ή
Φ Ο Β Ο Υ Τ Ο Υ Σ Δ Α Ν Α Ο Υ Σ
Κ Α Ι Μ Ν Η Μ Α Σ Φ Ε Ρ Ο Ν Τ Ε Σ
.Διαλέγουμε τις μνήμες μας
ή μήπως
οι μνήμες μας διαλέγουν;
Δεν είναι κάποιες απ’ αυτές που
επίμονα πλην μάταια καλούμε;
Δεν είναι άλλες που τσιμπούρια
ανελέητα μας γίνονται;
Πώς είναι να
‘σαι Τρώας
με χίλιες μνήμες
δέκα χρόνια
ανηλεώς να σε πολιορκούνε;
Ξύλινα άλογα
στις πόρτες του μυαλού
να στήνουν
με χίλιες μνήμες
δέκα χρόνια
ανηλεώς να σε πολιορκούνε;
Ξύλινα άλογα
στις πόρτες του μυαλού
να στήνουν
Αδιανόητο,
αλλά
από της μνήμης το κυνηγητό
στο μνήμα θα γλυτώσεις.
από της μνήμης το κυνηγητό
στο μνήμα θα γλυτώσεις.
**
Γιάννος Λαμπής
[1]
Σκούπισα επιμελώς τα κομμάτια μου
μάζεψα τα σκοτάδια μου
τά ‘κανα προσάναμμα κι άναψα τον ήλιο,
μ’ ένα φως χτικιάρικο που όλο έφθινε
διάλυσε τα όνειρα μου
κι έδιωξε τα ραγισμένα αγάλματα
που με κυνηγούσαν τα βράδια στα πάρκα
και με βαρούσαν με τα σπασμένα μέλη τους,
όμως, οι πληγές του χρόνου βάθυναν
και τα σωθικά μου κέντησε ακόμα μια φορά
το βελόνι με τα ξεραμένα φύκια και το σκοτάδι
κι όμως, εγώ άλλο δεν ήθελα από το ν’ αγαπήσω
με πόθο μεγάλο σαν τη θάλασσα
και πάθος τόσο βαρύ που να
με σκοτώνει και να με ανασταίνει
κάθε χαραυγή
και νάμαι τώρα να κοιμάμαι νωρίς
για να μπορείς να έρχεσαι
και να με συναντάς στα όνειρα μου
μάζεψα τα σκοτάδια μου
τά ‘κανα προσάναμμα κι άναψα τον ήλιο,
μ’ ένα φως χτικιάρικο που όλο έφθινε
διάλυσε τα όνειρα μου
κι έδιωξε τα ραγισμένα αγάλματα
που με κυνηγούσαν τα βράδια στα πάρκα
και με βαρούσαν με τα σπασμένα μέλη τους,
όμως, οι πληγές του χρόνου βάθυναν
και τα σωθικά μου κέντησε ακόμα μια φορά
το βελόνι με τα ξεραμένα φύκια και το σκοτάδι
κι όμως, εγώ άλλο δεν ήθελα από το ν’ αγαπήσω
με πόθο μεγάλο σαν τη θάλασσα
και πάθος τόσο βαρύ που να
με σκοτώνει και να με ανασταίνει
κάθε χαραυγή
και νάμαι τώρα να κοιμάμαι νωρίς
για να μπορείς να έρχεσαι
και να με συναντάς στα όνειρα μου
[2]
Η μάνα μου
Πρόσωπο σαν
αγιογραφία
χορταριασμένη απ΄ τον καιρό,
μέτωπο σμιλεμένο από έγνοια
με βουλιαγμένα μάγουλα και όνειρα
μέσα σε μι’ απόλυτη σιωπή,
και μάτια βαμμένα με βυζαντινόχρωμα,
που μιλούν και αγκαλιάζουν,
σαν μικρό ξωκκλήσι
ξέχειλο απ’ αγάπη
είναι της Μάνας η καρδιά.
χορταριασμένη απ΄ τον καιρό,
μέτωπο σμιλεμένο από έγνοια
με βουλιαγμένα μάγουλα και όνειρα
μέσα σε μι’ απόλυτη σιωπή,
και μάτια βαμμένα με βυζαντινόχρωμα,
που μιλούν και αγκαλιάζουν,
σαν μικρό ξωκκλήσι
ξέχειλο απ’ αγάπη
είναι της Μάνας η καρδιά.
**
Στρατής Παρέλης
[1]
ΤΕΛΙΚΟ
Με το φτυάρι
του θανάτου αδειάζει η ζωή
Δυστυχώς
Τέτοιο ξόδεμα
προτού να κάνεις κιχ
Ή πεις αλίμονο
Δυστυχώς
Τέτοιο ξόδεμα
προτού να κάνεις κιχ
Ή πεις αλίμονο
Σ’ αρπάζει
και με μιας σε μπήγει μες την γη
Με τα αραιά μαλλιά σου αναστατωμένα
Έχε σου λέει τ’ όνομα
Την κόψη έχω εγώ
Λοξά λοξά όπως πάει το καράβι μες τον άνεμο
Και η καταιγίδα του αρχίζει τους πνιγμένους
Σπάνε οι ελπίδες
Βουλιάζουνε οι κακίες μας
Σ’ ένα βυθό από άμμο η ανάσα παρασύρει
Το σώμα τούτο σαν ναυάγιο…
Με τα αραιά μαλλιά σου αναστατωμένα
Έχε σου λέει τ’ όνομα
Την κόψη έχω εγώ
Λοξά λοξά όπως πάει το καράβι μες τον άνεμο
Και η καταιγίδα του αρχίζει τους πνιγμένους
Σπάνε οι ελπίδες
Βουλιάζουνε οι κακίες μας
Σ’ ένα βυθό από άμμο η ανάσα παρασύρει
Το σώμα τούτο σαν ναυάγιο…
[2]
ΚΥΡΙΑΚΗ
Τώρα φωνάζω
και μ’ ακούει ο άνεμος
Και
Μια τρύπια Κυριακή
Και
Μια τρύπια Κυριακή
Δηλητηριάζοντας
τον εαυτό μου με μια μουσική
Τρελή
Κ’ έναν εγωιστικό κύκλο χωρίς κέντρο
Τρελή
Κ’ έναν εγωιστικό κύκλο χωρίς κέντρο
Ποιος θεός
θα βρεθεί για να πάρει
Στην αγκαλιά του ένα όνειρό μου κατουρημένο,
Στην αγκαλιά του ένα όνειρό μου κατουρημένο,
Όταν
σκοντάφτει η λογική στο πεζουλάκι της αγάπης
Όρθιες κοιμισμένες
σκέψεις μέσα στο καθημερινό
Καρβέλι όταν πεινάμε,
Καρβέλι όταν πεινάμε,
Όταν ξυπνάμε
από τον λήθαργο και δεν είναι
Ένας στο πλάι μας
Ένας στο πλάι μας
Φωνάζουμε
«Αγάπη», ο ορίζοντας μεγαλώνει,
Απέραντος…
Απέραντος…
**
Βασίλης Σαμοΐλης
[1]
ΠΛΑΤΩΝΙΚΟ
Με τράνταξε
η επιθυμία να σε δω.
Να σε πλησιάσω,να σε μάθω
ν'ακούσω της φωνής σου την ηχώ.
Στης σκέψης σου να μπω τα
μονοπάτια,το ίδιο χώμα να πατήσω
που πατάς,του λόγου σου να
μπλέξω τις γραμμές με τον δικό μου.
Να βλέπω την μορφή σου μαγική
με έναν έρωτα πανάλαφρο,που
δεν βαραίνει,ούτε καρδιά,ούτε μυαλό.
Και θέλω να σε ζήσω,να μπορώ
να σε αγγίζω,με του κορμιού σου να
κοιμάμαι τις γαρδένιες ομορφιές,
σε μια πλατωνική στιγμή να σε θυμάμαι
πάνω στου έρωτα τις προτροπές.
Και ύστερα,το όνειρο να ζω,
να περπατώ σαν υπνοβάτης αναζητώντας
την ιδανική στιγμή,που αγκαλιά
μου θα σε κλείσω,με λαχτάρα.
Και ύστερα,σε έρωτα μοναδικό να σε
καλέσω,μια σου στιγμή να πάρω
από σε,και του κορμιού σου την αγρύπνια
που έκλεισε τον πόθο του για με.
Να σε πλησιάσω,να σε μάθω
ν'ακούσω της φωνής σου την ηχώ.
Στης σκέψης σου να μπω τα
μονοπάτια,το ίδιο χώμα να πατήσω
που πατάς,του λόγου σου να
μπλέξω τις γραμμές με τον δικό μου.
Να βλέπω την μορφή σου μαγική
με έναν έρωτα πανάλαφρο,που
δεν βαραίνει,ούτε καρδιά,ούτε μυαλό.
Και θέλω να σε ζήσω,να μπορώ
να σε αγγίζω,με του κορμιού σου να
κοιμάμαι τις γαρδένιες ομορφιές,
σε μια πλατωνική στιγμή να σε θυμάμαι
πάνω στου έρωτα τις προτροπές.
Και ύστερα,το όνειρο να ζω,
να περπατώ σαν υπνοβάτης αναζητώντας
την ιδανική στιγμή,που αγκαλιά
μου θα σε κλείσω,με λαχτάρα.
Και ύστερα,σε έρωτα μοναδικό να σε
καλέσω,μια σου στιγμή να πάρω
από σε,και του κορμιού σου την αγρύπνια
που έκλεισε τον πόθο του για με.
[2]
ΘΕΙΟ ΤΟ ΦΩΣ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Φως του
φωτός,ο έρωτας.
Ένα κρεμάμενο στολίδι
στα μεσοπέλαγα του ουρανού.
Μια ανταύγεια δειλινού.
Τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο
η ένα χάδι από ηλιόλουστη
αχτίδα,στην χειμωνιάτικη οδό.
Μιας εκδρομής πρωτομαγιάς,
και η ανεμελιά σ'ένα παγκάκι.
με του φιλιού το τρυφερό
του άγγιγμα στα χείλη.
Του βλέμματος η άκρη,καρφωμένη
στο δικό σου,το τρέμουλο στο
άγγιγμα το πρώτο,και η χαρά
της νιότης που ποθεί.
Ένα αντάλλαγμα κρυφών συναισθημάτων
και ένα χειροφίλημα αγνό.
Ο έρωτας που μοιάζει με εσένα
σαν τριαντάφυλλο σε θείο πρωινό.
Ένα κρεμάμενο στολίδι
στα μεσοπέλαγα του ουρανού.
Μια ανταύγεια δειλινού.
Τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο
η ένα χάδι από ηλιόλουστη
αχτίδα,στην χειμωνιάτικη οδό.
Μιας εκδρομής πρωτομαγιάς,
και η ανεμελιά σ'ένα παγκάκι.
με του φιλιού το τρυφερό
του άγγιγμα στα χείλη.
Του βλέμματος η άκρη,καρφωμένη
στο δικό σου,το τρέμουλο στο
άγγιγμα το πρώτο,και η χαρά
της νιότης που ποθεί.
Ένα αντάλλαγμα κρυφών συναισθημάτων
και ένα χειροφίλημα αγνό.
Ο έρωτας που μοιάζει με εσένα
σαν τριαντάφυλλο σε θείο πρωινό.
**
Άθως
Χατζηματθαίου
[1]
Εξέγερση
αισθήσεων
Καθώς το
θρόισμα της ανάσας σου
εκφεύγει από τα κλειστά σου χείλη
καταλαμβάνει ολοκληρωτικά τη σκέψη μου
γίνεται αναπόδραστη σαγήνη
καθοδηγεί το σώμα και την αίσθησή μου.
εκφεύγει από τα κλειστά σου χείλη
καταλαμβάνει ολοκληρωτικά τη σκέψη μου
γίνεται αναπόδραστη σαγήνη
καθοδηγεί το σώμα και την αίσθησή μου.
Χτυπάει η
καρδιά, σʼ άλλο ρυθμό
σε μαγικό παραλήρημα της σάρκας.
Μετέωρα τα κορμιά ριγούν
δονούνται
αναμοχλεύουν τα όνειρα
αιχμαλωτίζουν την ψυχή σε ηδονικό σπασμό
βάφουν τα πάντα με το χρώμα του έρωτα
εκπέμποντας το φως
ηδονικών σωμάτων.
σε μαγικό παραλήρημα της σάρκας.
Μετέωρα τα κορμιά ριγούν
δονούνται
αναμοχλεύουν τα όνειρα
αιχμαλωτίζουν την ψυχή σε ηδονικό σπασμό
βάφουν τα πάντα με το χρώμα του έρωτα
εκπέμποντας το φως
ηδονικών σωμάτων.
[2]
Εναλλαγές
Ανάμεσα στο
ηφαίστειο των στεναγμών
που αιχμαλωτίζει τη λάβα του έρωτα
στις φλέβες του,
καθώς το κορμί παραδίδετε αγκομαχώντας
στου μεθυσμένου πόθου τις κραυγές
σα λαβωμένο αηδόνι
που αφήνει απ’ το ξέπνοο του στόμα
τον στέρνο λυγμό του
σ’ εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου
που κρύβει στον ψίθυρο του
το ανθισμένο παράδεισο
άσε με να αγγίξω το ήλιο
σ’ ένα φιλί ηδονικό,
να δώσω και να πάρω
την ομορφιά που φυλακίζει η σάρκα…
που αιχμαλωτίζει τη λάβα του έρωτα
στις φλέβες του,
καθώς το κορμί παραδίδετε αγκομαχώντας
στου μεθυσμένου πόθου τις κραυγές
σα λαβωμένο αηδόνι
που αφήνει απ’ το ξέπνοο του στόμα
τον στέρνο λυγμό του
σ’ εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου
που κρύβει στον ψίθυρο του
το ανθισμένο παράδεισο
άσε με να αγγίξω το ήλιο
σ’ ένα φιλί ηδονικό,
να δώσω και να πάρω
την ομορφιά που φυλακίζει η σάρκα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου