Στα χρόνια που ταξίδευα στην άπλα της θαλάσσης,
κατράμι, αρμύρα και μπογιές το σώμα μου γεμίσαν,
λιμάνια, νύχτες ’ξωτικές και οι χαρές της πλάσης,
τον έρμο κήπο της καρδιάς με πάθος πλημμυρίσαν.
κατράμι, αρμύρα και μπογιές το σώμα μου γεμίσαν,
λιμάνια, νύχτες ’ξωτικές και οι χαρές της πλάσης,
τον έρμο κήπο της καρδιάς με πάθος πλημμυρίσαν.
Και πότιζαν, σαν φύτρωσε των πεθυμιών το δέντρο,
που μες στα φυλλοκάρδια μου απλώνει τα κλωνάρια,
χώνει τις ρίζες του βαθιά εις της καρδιάς το κέντρο,
σαν ψάχνω για τη συντροφιά, στα κόκκινα φανάρια.
που μες στα φυλλοκάρδια μου απλώνει τα κλωνάρια,
χώνει τις ρίζες του βαθιά εις της καρδιάς το κέντρο,
σαν ψάχνω για τη συντροφιά, στα κόκκινα φανάρια.
Ματών’ η ρίζα την καρδιά φωτιά πετούν τα φύλλα,
και οι καρποί λερωματιές με τίποτα δεν βγαίνουν,
για να τους κόψω προσπαθώ, με πιάνει ανατριχίλα,
και σαν κοπούν σαπίζουνε μα τα σημάδια μένουν.
και οι καρποί λερωματιές με τίποτα δεν βγαίνουν,
για να τους κόψω προσπαθώ, με πιάνει ανατριχίλα,
και σαν κοπούν σαπίζουνε μα τα σημάδια μένουν.
Στο σώμα τις λερωματιές τις έβγαλα με νέφτι,
μα της καρδιάς δεν βγαίνουνε βαθιά έχουν ριζώσει,
ένα αστέρι ξέκοψε στον ουρανό και πέφτει,
και καρτερώ της λύτρωσης αυγή να ξημερώσει.
μα της καρδιάς δεν βγαίνουνε βαθιά έχουν ριζώσει,
ένα αστέρι ξέκοψε στον ουρανό και πέφτει,
και καρτερώ της λύτρωσης αυγή να ξημερώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου