Σελίδες

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Έξι (6) Ποιητές της Ελλάδας - Έξι (6) Ποιήματα


Τάκης Φίτσος / Κώστας Βάρναλης

Μ τ πικρ χαμόγελο κα τ σφιγμένα χείλη
βουβ
τν σκιο σου λιωνες στν πολιτεία τν τάφων.
δ σ θάβουν ζωντανν ν θέλεις νά σαι τίμιος.
Παιδ
σ χτίσαν, γέρασες χωρς σταλι ν ζήσεις.
Μνες κα χρόνια μέτραγες, δεκάχρονα κατόπι,
κι
λο πηγάδα βάθαινε κι ψήλωνεν τοχος,
παρηγορι
κα μάθημα φτωχολαο δεμένου.
Κα
μίαν αγ νοιξιάτικην, πο νάκραζεν γάπη,
τρυφερ
σ᾿ γκαλιάσανε ο δερφομάχοι γγέλοι
κα
σ φορτώσανε. Κανες δν κουσε τ βόλια.
Κα
τώρα, μέσα στ σωρ τ κόκαλα, μν ψάχνεις
ν
ξεχωρίσεις τ δικά σου: εν᾿ λα καθενο!
χι συμπόνια, κλάμα, ργή. Ντροπή σου, μάνα λλάδα!


**

Κυριακή, 19 / Οδυσσέας Ελύτης

Γαλήνη σαν της Kυριακής που λείπουνε όλοι
σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.
Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Bοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.

**

Νόησις / Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος --
πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.

Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες....

Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.

Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.

Γι' αυτό κ' η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.
Κ' η αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν' αλλάξω
διαρκούσαν δύο εβδομάδες το πολύ.


**
Αγαπημένη μου (απόσπασμα) / Τάσος Λειβαδίτης

Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Ύστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…
Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή.
Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.

**
λυπημένη / Γιώργος Σεφέρης

Στν πέτρα τς πομονς
κάθισες πρ
ς τ βράδυ
μ
το ματιο σου τ μαυράδι
δείχνοντας π
ς πονες·


κι εχες στ χείλια τ γραμμ
πο
εναι γυμν κα τρέμει
σ
ν ψυχ γίνεται νέμη
κα
δέουνται ο λυγμοί·


κι εχες στ νο σου τ σκοπ
πο
ξεκιν τ δάκρυ
κι
σουν κορμ πο π τν κρη
γυρίζει στ
ν καρπό·


μ τς καρδις σου σπαραγμς
δ
βόγκηξε κι γίνη
τ
νόημα πο στν κόσμο δίνει
ναστρος ορανός.

**
ΒΡΟΧΟΣ / Ντίνος Χριστιανόπουλος

Τώρα πο σ᾿ χω διαγράψει π᾿ τν καρδιά μου,
ξαναγυρν
ς λο κα πι πολ πίμονα,
λο κα πι πολ τυραννικά.
Δ
ν χουν λεος τ μάτια σου γι μένα,
δ
ν χουν τρυφερότητα τ λόγια σου,
τ
δάχτυλά σου γιναν τώρα πι σκληρά,
γιναν πι κατάλληλα γι τ λαιμό μου.

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Δημήτρης Σούκουλης (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Δημήτρης Σούκουλης γεννήθηκε το 1973 στο Περιγιάλι Κορινθίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε, στην Ιταλία.  Διηγήματα, ποιήματα . έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως Bibliothèque, Fractal, Στάχτες και βιβλίο.net
Τον Μάιο του 2017 συμμετείχε σε συλλογική έκδοση Ανθολογίας ποιημάτων από τις Εκδόσεις Όστρια.

ΜΑΥΡΟ ΝΟΥΦΑΡΟ / Σούκουλης Δημήτρης



Μερικές φορές,
εμένα θα μ’ έχεις δει γυμνό,
ακάλυπτος σε φωταγωγό
ν’ ανθίζω.
Στο πρώτο φως του Εωσφόρου
ν’ ανοίγω πέταλα
μαύρο νούφαρο.

Εκείνη την ώρα,
πως με πονά
όταν κατεβαίνει
μόνο το ένα τέταρτο
του φεγγαριού,
και λάμπω λίγο, με εγκράτεια,
και λίγο το φως αντανακλώ ένα γύρω.


Πως, μια πεταλούδα λευκή της νύχτας,
γύρω μου πετώντας
πως με ρουφά
στους στήμονες,
και πως με βασανίζει,
και πως μου σκορπά άδικα
τις λέξεις
και τη μαύρη γύρη.

ΛΙΒΑΔΙ / Σκεντερίδης Αναστάσιος


Το γρασίδι
φυτρώνει στο πράσινο
το πράσινο είναι
ένας τόπος καρδιάς
αυτοί οι τόποι είναι
ό,τι έχω
ό,τι δ ε ν έχω

ΞΑΠΛΩΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ / Σκεντερίδης Αναστάσιος


Στο μπιτσόμπαρο αναζητώντας καταφύγιο
και η θάλασσα να ροκανίζει την ακτή
πεδίο αδέσμευτο ο Παράδεισος ανέκαθεν
άδειες σκέψεις περπατούν-σαν τον Ιησού- στο νερό.
΄Ομως εσύ
δυσκίνητη ξαπλώστρα μου
πεπρωμένο είσαι.
Πεπρωμένο είσαι, ω κράτος της ανάγκης,
(εμφανίζεσαι εδώ σαν σερβιτόρα).
Φέρε τον καφέ μου της παρηγοριάς!
Άφησέ με μόνο
με το αμείληκτο ερώτημα:
“εσύ τι έφερες”
“από το τάλαντο”
“που σου παρέδωσα;”
-Απαιτητικός αφέντης η Ομορφιά!
-Να μιλάς
σαν καλοκαιρινή βροχή
όπως
η χειμωνιάτικη
λιακάδα.
(Σωτηρίτσα Αύγουστος 2016)

ΤΟΠΙΟ / Σκεντερίδης Αναστάσιος


Καμιά γαλήνη πράσινη.
Συγγενής της γαλάζιας αγέλης
που καταβάλλει τα σύννεφα
θρεμμένη στη δύναμη
ριζωμένη στη μάχη
αιωνίως συμπλεκόμενη
ατάκτως ερριμένη
ετερόκλητη / ιεραρχία.

Οκτώ (8) Ποιητές/τριες της Ελλάδας - Οκτώ (8) Ποιήματα



«Στάχτες» / Νίκος Βαρδάκας

Όταν με νιώσεις να γεννιέμαι απ΄τις στάχτες
θα θυμηθείς πώς με πέταξες στις ράγες.
Όταν με βρεις μέσ’τις τσέπες σαν χαρτί
που το έσκισες γελώντας, θα ξεφύγω απ΄την ντροπή
κρατημένος απ΄του ονείρου τους ιμάντες.
Όταν στην άκρη μιας αυγής, γίνω λουλούδι που
ανθίζει εκεί θα είσαι η αρχή, σε ένα δρόμο που
τελειώνει η ζωή.

**

Άτιτλο / Γιάννης Βέλλης

"Ο κόσμος μας έφυγε, μα πίσω τα όνειρα συλλογίζονται,
αναζητώντας περιπατητές, διαδόχους."

**

ΟΝΕΙΡΑ ΤΥΡΑΝΝΙΚΑ / Γιώργος Καραγιάννης

Δυστυχώς, τα όνειρα επαναφέρουν
εκείνα που ζήσαμε αλλοπρόσαλλα μες στο χρόνο
που έχουν δυσάρεστα καρφωθεί στο μυαλό
και γίναν ανοιχτές πληγές
Κάθε θύμησή τους ακόμα και μες στον ύπνο
δεν γίνεται για καλό
Βασανίζεται ο άνθρωπος
γιατί είναι ανίσχυρος κείνη την ώρα
Κάνει άσχημο ύπνο, τυραννικό
κι όταν ξυπνά το πρωί
δεν έχει κέφι για τίποτα
Ποιος θα ήθελε να κοιμάται
και ν’ αναστατώνεται η ζωή του;
Απλά, θα ήθελε να βλέπει όνειρα
για κείνα που θα του άρεσε να ζήσει
που συνέχεια του ξεφεύγουν
κι έρχονται στον ύπνο του σπάνια
Αλλά τότε, βέβαια
κανείς δεν θα ήθελε να ξυπνήσει
και θα επιθυμούσε ο ύπνος να παρατείνονταν
γιατί είναι τόσο γλυκός…

**
Ανίατος Ιός / Φωτεινή Κουφογάζου

Δρόμοι βρεγμένοι-παραδομένοι
μέσ´τη γαλήνη του πρωϊού...
λίγοι διαβάτες -ζωής πελάτες
μιας πολιτείας, σε πασπαρτού....


Σε μι' άκρια στέκει- παιδί με τσέρκι
μέσ'το σοκάκι του φαναριού...
της φύσης κλάμα- βουβό του νάμα
ποιός θα δακρύσει για του χαμού....;

Ιός ανίατος
 -θανατηφόρος
είναι στα μάτια μας ο
 Εγωϊσμός
σαν επιτρέψαμε -την ύπαρξή του
μείναν χαλάσματα και οδυρμός....


Ο Μάης μπαίνει- η Φύση ραίνει
με ευωδιές της από Παντού...
μικρός μας κόσμος- ανάσας δυόσμος
ο ήλιος λάμπει παντός καιρού...

κυκλωτικός μας -χορός δικός μας
μ'έρωτα σφύζει του μελισσιού
με γύρη ορίζει -να Διανθίζει
όσους οσφραίνονται τον πηγαιμό...

**


Η κυριαρχία της άνοιξης / Γιάννης Μπερούκας

Μια περιπολία
σε σκονισμένα χαλάσματα
και σε ναυάγια
που ψάχνουν φως,
μιας λιτανείας παρήχηση
λαβωμένων αποχαιρετισμών,
μια διαδρομή έξω από τις ράγες.
Σκηνές από μέρες που πέρασαν,
της ανίερης σιωπής
που ανασαίνει δίπλα σου,
της γυναίκας που έφυγε,
της ερημιάς
που τρέχει καταπάνω σου.
Στης νέας αυγής τον προθάλαμο,
σ' εσένα που αύριο
θα ‘ρθεις ντυμένη
με την κυριαρχία της άνοιξης,
αναβοσβήνω τα μάτια
και ντύνω την ψυχή μου
φορώντας τα δάκρυα σου.


**
Άτιτλο / Γρηγορία Πελεκούδα

Άκου της φωνής μου τον αντίλαλο
όταν θροΐζει ο χρόνος κι ανάβουν
λάμψεις από τα σπέρματα
των άστρων, πάρε στις χούφτες σου
της μοίρας τα υπάρχοντα
κι έλα να χορέψουμε πάνω
από τα θρύψαλα του κόσμου.
Οι στιγμές λιγοστεύουν
τα πουλιά μεταναστεύουν
στο άφρισμα της φαντασίας
να στροβιλιζόμαστε,
χαμένοι στους ορίζοντες έτσι
μας θέλει η ζωή,
ο έρωτας και ο θάνατος
αγκαλιασμένους,
στου παραδείσου το ύψος
στην άβυσσο του σύμπαντος.
Ω αγαπημένη μου χίμαιρα
τι είναι αυτό που μας κάνει
να αγαπιόμαστε με τόσο πάθος;


**
Στις αποικίες / Χριστόφορος Τριάντης

Μα τούτες οι νύχτες
είναι γεμάτες
ποδοβολητά παιδιών
που έχασαν την αθωότητα
και τρέχουν να σκιάξουν
τους μογίλαλους.
Ω, οι εικόνες ξεπροβάλλουν
από άλλες εποχές,
δίχως παρελθόν.
Ενέχυρο για την ιστορία,
όπως γράφεται
στα σοκάκια.
Χαρακωμένες θύρες
κρύβουν
τον ήλιο από ετοιμοθάνατους
και νηστευτές.
Όλοι οι άλλοι
στοιβάζονται σε αποικίες
και καπηλεία.
Εκεί παρακολουθούν
δολοφονίες,
και συνεχώς αναρωτιούνται
πότε θα φανούν
οι άγιοι, κρατώντας κεριά.


**
Άτιτλο / Απόστολος Α. Φεκάτης

Με πληγωμένο το βλέμμα
στο σπίτι το σκοτεινό
τα έντομα στο χρώμα της σχιζοφρένειας
γκρίζους τους τοίχους
να εκπέμπουν , πάλι και πάλι
τον πόνο του ανέμου
κι ένα πιστό σκυλί
πρόσφυγας στο δρόμο του φεγγαριού
να τρώει τα κόκαλα του παρελθόντος
είναι μια σκηνή
που ζει και ξαναζεί
και θυμάται τις αγωνίες και τους φόβους
στην πρώτη πτέρυγα
του παρόντος
οδυνηρού ποιήματος.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Δέκα (10) Ποιητές/τριες της Ελλάδας - Δέκα (10)Ποιήματα





ΞΑΝΑΓΡΑΦΩ / Φιλαρέτη Βυζαντίου

Γράφω
Είναι η παραλία μου στεγνή
Πού πήγαν τόσες θάλασσες ;
Γράφω
Είναι οι διάδρομοι στενοί
Πώς να χωρέσει το εγκυμονούν ποίημα ;
Γράφω
Είναι τα παράθυρα επτασφράγιστα
Από πού να σκαρφαλώσει ο πόθος;
Τώρα κοιτάζω τη φυλακή
του μυαλού μου
Σε περιμένω να κόψεις τα σίδερα
Να φοράς γάντια
Δεν μου αρέσει να αναγνωρίζουν οι άλλοι
τα αποτυπώματα
μιας παράλογης αγάπης
Ακούω βιολιά
Περίεργο
Κανείς δεν μου είπε
ότι έχουμε πανηγύρι σήμερα
Αν θυμηθείς
την επόμενη φορά
φέρε μου ένα ημερολόγιο
Πάντα μου άρεσε να κυκλώνω
τις επετείους
χαράς
και αφρόνων αποδράσεων
Ξαναγράφω
πρίν τελειώσει το σάλιο στο στόμα
πριν πικρίσουν τα δάχτυλα από τόσα δάκρυα
πριν ακουστεί η σάλπιγγα της μάχης
να χτυπά υποχώρηση
Ξαναγράφω
Επειδή κάθε φορά που η ελευθερία
τολμάει να με κατοικήσει
ήδη ο εαυτός μου
έχει απολύτως συνηθίσει στα δεσμά

Ξαναγράφω
ελπίζοντας
να προλάβω τον μέσα άνθρωπο
αποφασισμένα ερωτευμένο
με την ευθύνη του
για αθανασία ....

**

Άτιτλο / Αγγελική Γραφάκου

Ακόμα και με σφιχτά δεμένα τα χέρια και τα πόδια της,
αισθάνθηκε πως η ζεστή πνοή της Άνοιξης
μπήκε κατ' ευθείαν στην σάρκα της..
Ακούει τα πουλιά να της γνέφουν, να την καλούν.
Τα είδε να πετούν αρμονικά κι ανάλαφρα
και ύστερα της ήρθε να σύρει έναν ξέφρενο χορό
να χαμογελάσει σαν τα άνθη τ' Απρίλη
να μυρίσει το ευωδιαστό το φούλι
να χαϊδέψει τις κίτρινες μαργαρίτες
ν' ακούσει της μελωδίας τον ανθό
που πλέκουν των κοριτσιών τα χείλη στον αιθέρα
με τα λαμπρόξανθα μαλλιά
με τα φορέματα τα μεταξένια και λουλουδιαστά
να θροίζουν ανάλαφρα στην πνοή του αγέρα..
Και να.Η απόδραση της σουβλίζει το μυαλό
το μόνο που ζητεί είναι δυο φτερά.
Ποιος θα μπορούσε να της απαγορέψει την ευτυχία αυτή
που κάνει το βάσανο τούτο λιγότερο πικρό
τον άνθρωπο πιο λίγο μόνο;;
το' πε και το' κανε
Ωραία !! η ιτιά του ποταμού είναι πυκνή
μα της φάνηκε πως οι πάπιες είναι ακίνητες
και πως το νερό δεν κυλούσε πια..
Είδε μια πόλη θλιμμένη.


**

ΤΕΣΤ ΚΟΠΩΣΕΩΣ / Χάρης Μελιτάς

Διερωτώμαι
έγκλειστος ή έγκυος;
Αν είμαι έγκλειστος
καμιά ανησυχία.
Κατάκλιση
κατάθλιψη
αφηνιασμένο σάκχαρο
ταχυκαρδίες.
Αν όμως είμαι έγκυος
τι κάνουμε;
Το υπερηχογράφημα θολό.
Ενδείξεις πολλαπλής κυοφορίας
χωρίς αναφορές
φύλου ή χρώματος.
Το μόνο σίγουρο
εγκυμονώ κινδύνους.
Απαραιτήτως
διαβατήριο ανοσίας.
Σκεφθείτε να γεννήσω αντισώματα
αντί σωμάτων;


**

ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ / Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Δεν ήταν αρκετό που όλο το βράδυ
στον ύπνο μου σ΄ονειρευόμουν.
Μόλις ξύπνησα, με τη φαντασία μου
εφόρμησα στο στόμα σου κι ατέλειωτα το φιλούσα.
Με τη φαντασία μου εφόρμησα
να προσεταιριστώ την ικμάδα σου.
Συντελέστηκε ο εκούσιος προσηλυτισμός μου
να σε λατρεύω.

**
ΣΥΝΑΥΛΙΑ / Μιλτιάδης Ντόβας

Παγωμένες νότες, χαμένοι ήχοι,
κρυμμένη μουσική στα ροζιασμένα
δάχτυλα του μεγάλου μαέστρου!
Στους δρόμους, στις πλατείες,
στα καλντερίμια!
Οι ήχοι τρέχουν, οι ήχοι χάνονται!
Χώμα βαμμένο κόκκινο, χώμα
νοτισμένο από πύρινες σταγόνες!
Αρχαία ρώμη, αρχαία Όνειρα!
Όνειρα χαμένα, πεταμένα στις
γυάλινες σταχτοθήκες μακριά στο
σκυθρωπό φυλάκιο!
Την φυλακή των Ονείρων!
Σε λίγο αρχίζει η συναυλία!

**
Παράδεισος / Γρηγόρης Σακαλής

Έλα να πάμε στον Όλυμπο
να στήσουμε μία σκηνή
χωρίς κωδικούς κίνησης
θα είναι η μόνιμη κατοικία μας
θα τρώμε φρούτα του δάσους
σε ποταμάκια και λίμνες
θα κάνουμε μπάνιο
σαν πουλιά θα ζευγαρώνουμε
θα ζούμε στον επίγειο παράδεισο
θ΄ακούμε τον Απόλλωνα
να παίζει λύρα
θα δούμε το Διόνυσο
με την ακολουθία του
λιβάδια με λουλούδια
θα είναι η επικράτεια μας
θα ζήσουμε τ΄όνειρο
για λίγο καιρό
για ένα αιώνα
κι ύστερα
θα μετακομίσουμε κι εμείς
στις κορυφές του Ολύμπου.

**

Ένα τραγούδι για σένα / Ελένη Σέττα

Να ‘ξερες πόσα είχα φυλαγμένα,
μέσα στα άλικα τα φύλα της καρδιάς,
λόγια κι ευχές, λουλούδια μυρωμένα
που τα ‘καψε ανοιξιάτικος βοριάς.

Χρόνια τα μάζευα απ’ την άμμο σαν κοχύλια
και τα κρατούσα σ’ εφτασφράγιστο συρτάρι,
ήθελα να ’τανε τραγούδι για τα χείλια,
κατάδικο σου άλλος κανείς να μην το πάρει.

Μια άσκηση ζωής ευτυχισμένης,
πνοή αγέρα που τον πόνο παρασέρνει,
που με αγάπη όλα τα κάνεις και προσμένεις,
μια διαδρομή μακριά, λουλουδιασμένη.

Μα να που μάγισσα κακία η ζήση,
μου σκόρπισε τις νότες στον αγέρα,
μ’ άφησε στου φευγιού σου το μεθύσι
και πια δεν νοιώθω, τι θα γίνει παραπέρα.


**
Ταγμένες πεταλούδες / Μαίρη Σουρλή

Ονείρων ανθισμένες σιωπές
σβήνουν κάποτε σαν ίσκιοι,
ψυχών φτερουγίσματα
ταξίδι αδιάκοπης φυγής
η φθορά,
σιγοσβήνει το γέρμα,
ελπίδα που περνά στο αίμα,
χαράς λυγμοί,
κύματα μελωδίας πόνου
στα κύτταρα,
ίδια η φύση που γεννά
αεράκι ίδιο η ζωή,
που ανασαίνει και πάει
πεταλούδες του έρωτα
στο θάνατο που περιμένει,
βυθισμένοι οι ορίζοντες
στο δέος…
Νάμα ότι καλό
αποχτήσεις στους χρόνους,
η μόνη τιμή που αξίζεις
να συναντήσεις το αιώνιο.
Της καρδιάς οι ρωγμές
τ’ ασημένια φιλιά,
οι αβάσταχτοι πόθοι
σηκώσανε φωνές,
νεφέλες αταξίδευτες
σαν απαλές ψυχές!
Μαίρη Σουρλή

**
Δοκιμασία / Ρούλλα Τριανταφύλλου

Και να μικρό πουλί σε κλουβί κατάμονο.
Και να ολόγιομο φεγγάρι σε σύννεφα κρυμμένο.
Και να η έρημος, αναγκαστική απραξία.
Δοκιμάζουμε τα φτερά μας.
Μα να κλουβιά, παράθυρα, γέφυρες,
ο σύντροφος που αγρυπνά.
Να και το σπίτι σιωπηλό στον ίσκιο τ’ ουρανού.
Και να ο πέτρινος χρόνος,
και να η δοκιμασία,
και να το πρωινό άστρο,
το εμβατήριο της θάλασσας
σε ρυθμό εαρινής συμφωνίας.
Και να ανυπόταχτη η πολιτεία,
σε ανάρρωση….
Και να πάλι το πουλί δοκιμάζει τα φτερά του.
Και να πάλι στο κλουβί αποκοιμιέται ...
Ρούλα Τριανταφύλλου



**
Το βορινό παράθυρο / Ψαράκης Κώστας

θ ανοίξω το βορινό παράθυρο
στο αρχαίο σπίτι .
αυτό που όλο γκρεμίζεται αλλά ποτέ δεν πέφτει
και θα σταθώ εκεί ακίνητος
να βλέπω τους παππούδες στους τοίχους
να βλέπω τις κασέλες με τα μάταια κεντήματα
και την μισάνοιχτη ντουλάπα με τα ρούχα των πεθαμένων
να βλέπω τις έρημες αυλές.
Εκει θα σταθω
και θα είμαι γέρος και παιδί μαζί.
Οι πεθαμένοι κάθονται ήσυχα στις αυλές τους
μιλούν μεταξύ τους, καθαρίζουν χόρτα
κάτι ψάχνουν στις αποθήκες.
μόνο που δεν μπορείς ποτέ να δείς τα μάτια τους
γιατί αυτό θα πεί να εισαι πεθαμένος.
Στις αυλές μεγαλώνουν αργά φιλέρημες συκιές.
Πίσω από τους τοίχους μια θάλασσα.
Τα απέραντα σκοτεινά νερά του χρόνου .