Στην κάμαρα σκοτεινιάζει. Ήχος από σαξόφωνο, κάπου μακριά. Ένας άντρας φωτίζεται απαλά από έναν προβολέα. Είναι μεσήλικας γυρτός μέσα στο μαύρο του παλτό κάθεται στην καρέκλα ενός στρωμένου τραπεζιού. Κόκκινο τραπεζομάντιλο, τρία πιάτα, δυο θέσεις αδειανές, μία καράφα με νερό, ψωμί. Ο άντρας, που ονομάζεται Ορέστης, αναδιπλώνεται σαν σαλιγκάρι απ' το κρύο, σηκώνει τον γιακά και γέρνει το κεφάλι. Ίσως προσεύχεται ή εξευμενίζει οπτασίες. Ήχος μουσικής σταδιακά κυκλώνει τη σκηνή. Προστίθεται κι ένα βιολί. Η πόρτα που βρίσκεται στην πλάτη του ανοίγει. Αργά. Μία γριά γυναίκα, που θα την αποκαλούμε γριά και μόνον, φορώντας λευκό χιτώνα, ξεθωριασμένη απ' τους αιώνες, τον κοιτάζει. Στο πρόσωπό της η συγκίνηση ευδιάκριτη. Σέρνεται προς το μοναδικό παράθυρο που διαθέτει το δωμάτιο για να βρεθεί στη δεξιά πλευρά του άντρα. Αυτός δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία της ακόμη. [...]
**
**
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου