Μάζεψα σ' έναν σάκο τα όνειρά μου
και τα έδωσα στον Πανδαμάτορα Χρόνο.
Εκείνος τα ξεχώρισε,
όσα ήταν παλιά, χιλιομπαλωμένα ,
ξεθωριασμένα, σκωροφαγωμένα
τα πέταξε στην φωτιά .
Να δεις πώς χρύσιζαν οι φλόγες μέσα τους!
Τα εξάγνιζαν θαρρείς!
Ήταν και τ' άλλα,
τα φρεσκογεννημένα .
Έσφυζε η ζωή μέσα τους
κι ήταν αγέρωχα, ατρόμητα,
ατίθασα σαν άτια λεύτερα.
Τούτα τα λάξεψε με την λεπίδα,
τα πέρασε στ' αμόνι,
τα χτύπησε,τα ορμήνεψε,
τα μέστωσε.
Τους φόρεσε γερή πανοπλία
που δεν τρυπιέται απ'το χαλάζι της ζωής .
Τα όπλισε με Αρετή και Θάρρος
και τα έδωσα στον Πανδαμάτορα Χρόνο.
Εκείνος τα ξεχώρισε,
όσα ήταν παλιά, χιλιομπαλωμένα ,
ξεθωριασμένα, σκωροφαγωμένα
τα πέταξε στην φωτιά .
Να δεις πώς χρύσιζαν οι φλόγες μέσα τους!
Τα εξάγνιζαν θαρρείς!
Ήταν και τ' άλλα,
τα φρεσκογεννημένα .
Έσφυζε η ζωή μέσα τους
κι ήταν αγέρωχα, ατρόμητα,
ατίθασα σαν άτια λεύτερα.
Τούτα τα λάξεψε με την λεπίδα,
τα πέρασε στ' αμόνι,
τα χτύπησε,τα ορμήνεψε,
τα μέστωσε.
Τους φόρεσε γερή πανοπλία
που δεν τρυπιέται απ'το χαλάζι της ζωής .
Τα όπλισε με Αρετή και Θάρρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου