Εκείνο το κατοχικό χειμωνιάτικο απόγευμα, το χωριό μου, από νωρίς είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά της κατάλευκης ψυχρής πλαγιάς. Τα ζώα παρέμειναν στους στάβλους. Δεν ξεμύτισαν έξω, εδώ και μια βδομάδα. Έτρωγαν έτοιμο σανό. Οι χωριάτες συνδαυλίζουν τη φωτιά στο τζάκι.
Κρύο και χιόνι και βαριά Βουλγαρική κατοχή. Παγεράδα στη φύση και στην ψυχή των ήρεμων και ροδοκόκκινων χωρικών. Και πλησιάζουν τα τρίτα, συνεχόμενα, κατοχικά Χριστούγεννα. Στην κοινότητα Σιδηρονέρου έχουμε Βούλγαρο πρόεδρο. Το δεύτερο στη σειρά. Στην υποδιοίκηση της χωροφυλακής υπηρετούν ένστολοι Βούλγαροι με βλοσυρά πρόσωπα.
Παραμονή Χριστουγέννων του 1943 και η εκκλησία του Αϊ Γιώργη είναι κατάκλειστη. Όμως τα έθιμα και οι πατροπαράδοτες συνήθειες μας, όπως και το βιός μας, δεν είχαν ακόμα λεηλατηθεί από τις ανάλγητες κι αδηφάγες ορδές του κατακτητή. Το μαγκάλι ζέστανε ακόμη τα μεγάλα δωμάτια των αγροτόσπιτων κι οι χονδροί κορμοί που εναλλάσσονταν στο τζάκι έδιναν ευχάριστες ανταύγειες θαλπωρής, τις ατέλειωτες ώρες που η μάνα μας ετοίμαζε τις εθιμικές λιχουδιές και τα καλούδια των γιορτινών ημερών.
Φτωχά και συντηρητικά Χριστούγεννα θα περνούσαμε και φέτος. Όμως, χρονιάρες μέρες που ήταν, οι εκλεκτικές μας συνήθειες και παραδόσεις θα σκόρπιζαν νότες αισιοδοξίας. Έθιμα ατόφια. Έθιμα και παραδόσεις μεταφερμένα από τις αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου. Την Οινόη, τη Φάτσα, την Ορδού, την Τραπεζούντα και την Κερασούντα. Συνήθειες που τηρούσαμε με σεβασμό το διάστημα των κατανυκτικών ημερών της μεγάλης νηστείας. Ποια δύναμη μπορούσε να ξεριζώσει από την καρδιά της ελληνικής οικογένειας την άδολη ομορφιά των πανάρχαιων πατρογονικών μας καταβολών; Διαχρονικές παραδόσεις που πέρασαν από γενιά σε γενιά, από τον πατέρα στο γιο, από τη μάννα στην κόρη, από τη γιαγιά στην εγγονή.
Η μητέρα μου είχε στηθεί στην κουζίνα ώρες ολόκληρες. Ετοίμαζε κουλούρια και λιχουδιές από το λιγοστό αλεύρι που διαθέταμε και το λίγο αγριόμελο που της έφεραν κάποιες πελάτισσες χωρικές σε αντάλλαγμα με τα ραψίματα της. Και κυρίως οι Σαρακατσαναίοι που έφεραν βούτυρο, τυρί και γάλα. Η ζάχαρη ήταν άγνωστο είδος την περίοδο της κατοχής. Και δεν ήταν βέβαια το μόνο. Ήταν άγνωστο και το λάδι, ήταν άγνωστο και το σαπούνι, το ρύζι κι άλλα πολλά αγροτοβιομηχανικά προϊόντα, τελείως απαραίτητα για την κουζίνα της νοικοκυράς. Εμείς, τότε, ζούσαμε με κάθε τι που παρήγαγε η γη του χωριού μας, τα δάση και τα οικόσιτα ζώα μας.
Το πρωί στο κατώι η μητέρα μου έσφαξε μια χοντρή κουτσή κότα. Τώρα που χάθηκε κι ο πατέρας η μάννα μου είναι στο πόδι του. Είναι και άντρας και γυναίκα μαζί. Κι εμείς, τρία μικρά κουτσούβελα, τρία ανήμπορα στόματα ολάνοιχτα. Τον πατέρα μου τον θυμάμαι σαν σε ομίχλη. Ράφτης κι αστός ήταν. Από γεωργικές εργασίες τίποτε δεν γνώριζε. Γεωργός μπορεί να μη ήταν, αλλά η μοίρα του και τα κλάματα της γυναίκας του τον έφεραν, από τον Πειραιά στο οποίο είχε καλά εγκατασταθεί, στο γεωργοκτηνοτροφικό ορεινό Σιδηρόνερο.
Επαγγελματίας ράφτης, έραβε στο σπίτι. Ήταν από τους καλούς μαστόρους. Έπαιρνε μέτρα, έγραφε νούμερα κι ύστερα με μεζούρα, χάρακες, τρίγωνα κι ένα βαρύ ψαλίδι, έκοβε τα υφάσματα και κατασκεύαζε πανέμορφα κοστούμια. Η μάνα μου έλεγε ότι ήταν από τους πιο άριστους κόφτες και τεχνίτες του είδους. Δε χαράμιζε ούτε κομμάτι από το ύφασμα. Ποτέ δεν έκοβε στην τύχη. Πάντα με γεωμετρία.
Ο πατέρας μου γνώριζε την τέχνη από την πατρίδα. Στην Ορδού (Κοτύωρα), την πατρίδα του, το αφεντικό του έφερνε υφάσματα από τη Γαλλία και την Αγγλία. Στην «επανάσταση» κατά των Βουλγάρων 29.9.1941 ζούσαμε στη Ραββίκα (Καλλίφυτο), ένα μεγάλο χωριό κοντά στη Δράμα. Με την έκρηξη του πολέμου όλα τα παραμεθόρια χωριά του νομού μας εκκενώθηκαν και οι χωρικοί μετακόμισαν σε χωριά του κάμπου. Εμείς κατεβήκαμε και καταλήξαμε οικογενειακά στην Καλλίφυτο. Κατοικήσαμε στο σπίτι του μπάρμπα-Νίκου του μπακάλη
Έπρεπε όμως να ζήσουμε κι ο πατέρας άρχισε να ράβει. Έραβε στο σπίτι. Μια μέρα ο μπαμπάς έκοψε κι έραψε ένα κοστούμι με το ύφασμα μιας στρατιωτικής κουβέρτας. Του την έφερε ένας πελάτης του. Όμως τα στρατιωτικά είδη ήταν απαγορευμένα από τις αρχές κατοχής. Δεν υπήρχαν όμως κι άλλα υφάσματα. Άλλωστε το ύφασμα είχε βαφεί καλά και θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Όμως ενείχε και κίνδυνο. Αλλά κι ο πατέρας μου το διακινδύνεψε. Πώς θα ζούσαμε άλλωστε πέντε στόματα ανοιχτά σε ένα ξένο μέρος; Αλλά φαίνεται ότι κάποιος πρόδωσε. Έτσι ήρθανε Βούλγαροι χωροφύλακες στο σπίτι μας και τον έπιασαν τον πατέρα μου καθώς δούλευε. Τόσο αιφνιδιαστικά.
Ο επικεφαλής του μπλόκου, ένας Στέφαν, από τη βόρεια Βουλγαρία, που ήταν άγριος και βλοσυρός, τον σακάτεψε στο ξύλο. Ήταν τόσο άγριο το ξύλο που έπεσε, τόσο ανεξέλεγκτο και βάρβαρο, που προκάλεσε στον αδύναμο πατέρα μου εσωτερική αιμορραγία. Δεν άντεξε τον βάναυσο ξυλοδαρμό και στις 21.1.42 πέθανε «συνεπεία των κακώσεων που υπέστη» όπως αποφάνθηκαν αργότερα οι ελληνικές αρχές. Η μάνα μου ανήμπορη και μη έχοντας που να ακουμπήσουμε, εγκαταλείψαμε την Καλλίφυτο και επιστρέψαμε πάλι στο σπίτι μας, στο χωριό.
Αλλά εγώ σκεφτόμουν τώρα ότι αύριο θα είχαμε φαγητό κρέας κι όμορφα μαγαρισμένα φαγητά. Η μάννα μου, ο Θεός να την αναπαύσει, πέθανε από κακουχίες 11.11.1990, είχε αδυναμία με το να στολίζει τα φαγητά ακόμη και τη σαλάτα. Σαλάτες ετοίμαζε μπόλικες. Χόρτα σε μεγάλη ποικιλία. Διάφορα χόρτα, πολλών ειδών, ραδίκια, ζοχοί, γλιστρίδες, κιντέατα (τσουκνίδες), κλπ, που οργίαζαν στο οικόπεδό μας σε μια έκταση γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα. Από το Φθινόπωρο ακόμα τα μάζευε και τα κρεμούσε στην ξερή αποθήκη. Τώρα ξεκρεμούσε τις σακούλες και τα ζεματούσε.
-Τρώγετε χόρτα να μην αρρωστήσετε, μας έλεγε, όταν στραβομουτσουνιάζαμε.
Κι όταν διαμαρτυρόμασταν ότι είναι πικρά κι άνοστα, μας έλεγε. «Γι' αυτό και είναι υγιεινά.»
Δεν ξέρω αν είχε δίκαιο, αλλά το βέβαιο είναι ότι σε όλο το μακρό διάστημα της κατοχής δεν αρρωστήσαμε ποτέ.
Το σπίτι μας είναι ένα διώροφο τουρκόσπιτο. Καλοδιατηρημένο και γερό. Όλο καδρόνι και σανίδια. Οι άγριες θύελλες δεν το επηρέαζαν. Αισθάνεσαι μέσα στο σπίτι μια θαλπωρή και μια σιγουριά. Πολλά δωμάτια ευρύχωρα και ψηλοτάβανα. Έχει πολλές ευκολίες το σπίτι μας. Ισόγειο με εσωτερική ξύλινη σκάλα που σε φέρνει στον δεύτερο όροφο. Περνάμε μέσα από την αποθήκη που είναι πλάι στο στάβλο. Εδώ συμβιώνουν αρμονικά κι ειρηνικά, ο γάιδαρος μας, μια γελάδα, η κατσίκα και μια κουστωδία κότες με τον καλοθρεμμένο κόκορα μας που είναι σκαρφαλωμένος μαζί με τις κότες του στην εξώπορτα και τους εσωτερικούς τοίχους.
Στο ισόγειο είναι η δεξαμενή του νερού. Γεμίζει από τη βροχή κι από μας που μεταφέρουμε νερό από την κοινοτική βρύση με τους ντενεκέδες και τις στάμνες. Το βροχόνερο της δεξαμενής είναι καθαρό, αλλά το χρησιμοποιούμε για τα ζώα, τη μπουγάδα και το μπάνιο μας. Εκεί είναι και η αποθήκη των τροφίμων και των μικροεργαλείων μας. Τσάπες, τσεκούρι, σφυριά, φτυάρια, ο κασμάς, κλπ. Στον ίδιο χώρο είναι και οι μυστικοί κρυψώνες και οι αόρατες πόρτες εξόδου, σε περίπτωση κινδύνου. Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες όλα τα είχαν προβλέψει. Καθώς ήταν καλοί νοικοκυραίοι, συντηρητικοί, προνοητικοί και πρακτικοί. Είχαν εγκαταστήσει στη γη κάτι τεράστια πιθάρια, που χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκες τροφίμων. Η ευμάρεια τότε μετριόταν από την ποσότητα της παραγωγής και τις γεμάτες αποθήκες. Από το καλό φαΐ και από τις λίρες στο ζωνάρι του φαμελιάρη. Είμαστε τυχεροί, γιατί όταν ήρθε στο χωριό ο μπαμπάς μπήκε σένα σπίτι που μπορούσε να αντέξει και στις μπόρες, αλλά και στις …πολιορκίες.
Όμως αυτή τη βραδιά πέφτει βαριά στις καρδιές μας η σκιά του φόβου. Μέρες τώρα είμαστε κλεισμένοι κι απομονωμένοι στο σπίτι μας. Το σχολείο δεν λειτουργεί. Ούτε λειτούργησε ποτέ από τότε που ήρθαν οι Βούλγαροι. Ο καιρός είναι δύσκολος. Πολύ το χιόνι, μεγάλη η παγωνιά κι από πάνω και η απειλή του Βούλγαρου πρόεδρου ότι θα μας κάνει κακό. Με την πρώτη ευκαιρία. Ποια στιγμή όμως και πότε, δεν ξέρουμε. Κι αυτό μας φοβίζει περισσότερο. Ένα παράπονο κι ένας φόβος σφίγγει την καρδιά μας. Μια βδομάδα πριν ο κατοχικός άρχοντας της ζωής και της περιουσίας μας, ο κοινοτάρχης Βούλγαρος Μπόρης είχε εκτοξεύσει τις απειλές του στη μάννα μας.
-Αυτό που έκανες σε μένα να το θυμάσαι Κυριακούλα. Σου υπόσχομαι να το μετανιώσεις πικρά.
Είχε έρθει στο σπίτι μας κι αρπάχτηκε με τη μητέρα μου παρουσία δυο γυναικών από το χωριό Οροπέδιο. Είχε καεί η χλαίνη του και ζήτησε από τη μητέρα μου να την μπαλώσει. Ήμουνα κι εγώ παρόν στη σκηνή. Και τη θυμάμαι ωσάν να έγινε τώρα. Ήταν τόσο έντονη και βίαιη η σκηνή. Αφού οι χωριάτισσες από το διπλανό χωριό έχασαν τη λαλιά και το χρώμα τους.
Ανέκαθεν η μάννα μου είχε πάθος με το δίκαιο και τα δικαιώματά της. Και δεν συμβιβάζονταν με τίποτε. Διεκδικούσε δυναμικά το δίκαιό της και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της. Δεν χαρίζονταν σε κανένα. Ήταν μονοκόμματη σαν κούτσουρο. Έτσι κάποτε έσπασε ένα καυσόξυλο πάνω στο κεφάλι ενός γείτονα, γιατί την συκοφάντησε άδικα στο καφενείο. Θυμάμαι το τραγικό επεισόδιο. Γιατί εγώ της έφερα το ξερό ξύλο από βελανιδιά από την αποθήκη. Τον είδε από το παράθυρο καθώς ερχότανε στο σπίτι μας. Ανέβαινε την ξύλινη σκάλα. Μου είπε να τρέξω να της φέρω από κάτω ένα χοντρό ξύλο. Το ανέβασα από την εσωτερική σκάλα. Ο Γοτσάναστας, έτσι τον λέγανε τον άνδρα, ανέβαινε την ξύλινη σκάλα αμέριμνος. Λίγο πριν περάσει το κατώφλι του σπιτιού μας βγήκε η μάνα μου να τον προϋπαντήσει και τον κοπάνησε στο κεφάλι.
-Να για να μάθεις να με κουτσομπολεύεις στο χωριό, άχρηστε κι άνανδρε...
Ούτε τις απεγνωσμένες εξηγήσεις του δέχτηκε η μάνα μου. Τον πήρανε τα αίματα τον καημένο.
Τον Μάη του 1944 ο Αναστάσιος Καλεμκερίδης θα είναι ένα από τα τέσσερα θύματα αμάχων του Σιδηρονέρου που οι Βούλγαροι θα ρίξουν στα ορμητικά νερά του Νέστου ποταμού δεμένο με αγκαθόσυρμα σε εκδίκηση για τους εκατοντάδες νεκρούς που είχαν στην μάχη με τους αντάρτες των ΕΑΟ στην Γέφυρα Παπάδων.
Η Κυριακούλα ήταν μια πανέμορφη γυναίκα. Και κάθε άνδρας την ορέγονταν. Χήρα και 33 ετών τότε. Ήταν φυσικό αυτό. Κι ο Βούλγαρος κοινοτάρχης, που ήταν και μπερμπάντης, έβλεπε με μάτι πονηρό την όμορφη χήρα.
Έτσι εκείνη την άτυχη μέρα, αφού άφησε τον υπασπιστή του, ένα χωροφύλακα, έξω από το σπίτι, μπήκε αρειμάνια στο χαγιάτι μας. Έριξε μια ματιά γύρω, έστριψε το μουστάκι του κι είπε στη μητέρα μου που βγήκε να δει ποιος ήρθε…
-Κυριακούλα ήρθα να μου ράψεις τη χλαίνη μου. Να εδώ την έκαψα στη σόμπα. Κι έδειξε μια τρύπα στο κάτω δεξί άκρο. Άρχοντας κι αφέντης στο χωριό ήταν, ποιος θα τολμούσε να του αρνηθεί; Λίγους, άλλωστε, έσπασε στο ξύλο; Λίγους έστειλε ντουρτουβάκια στη Βουλγαρία;
Η μάννα μου τον κοίταζε με ένα βλέμμα απλανές. Το μούτρο της ανέκφραστο. Άξαφνα συννέφιασε. Έβλεπε μπροστά της έναν άνθρωπο που είχε την εξουσία να διανέμει τρόφιμα κι άλλα υλικά στο χωριό και πάντα να την εξαιρεί, να βγάζει από έξω αυτήν και τα τρία ορφανά της. Για την Κυριακούλα η Βουλγάρικη κοινότητα δεν έχει ποτέ ζάχαρη, πετρέλαιο, σαπούνι. Θυμήθηκε και την τελευταία κοροϊδία του προέδρου. Έστειλε τον ανεψιό της Μιλτιάδη να πάρει λίγο πετρέλαιο και σαπούνι. Ήταν καθήκον και υποχρέωσή του να της τα δώσει. Άλλωστε τα αγόραζε και τα πλήρωνε. Έδιωξε τον ανεψιό της και του είπε.
«-Να έρθει η ίδια να τα πάρει το απόγευμα που θα είμαι στο γραφείο.»
Σιγά που θα πήγαινε η μάννα μου. Δεν είχε καμιά αμφιβολία για τις πρόστυχες προθέσεις του. Ήταν αδίσταχτος, όπως και οι περισσότεροι από τη ράτσα του. Δεν πήγε και δεν θα πήγαινε ποτέ στο γραφείο του. Γι' αυτό και γύρισε τώρα και του είπε με θυμό και περιφρόνηση.
-Εγώ δεν θα ράψω τη χλαίνη σου. Να πηγαίνεις να τη ράψεις στη Δράμα.
Ο Βούλγαρος αξιωματούχος αιφνιδιάστηκε. Προσβλήθηκε. Άστραψαν τα μάτια του. Αλλά παμπόνηρος καθώς ήταν, συγκράτησε τα νεύρα του. Κατάλαβε την δίκαιη αγανάκτηση της γυναίκας. Ότι κι αν του έλεγε, είχε το δίκαιο με το μέρος της. Όμως δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Πως να πάει στη Δράμα τώρα, χειμώνα καιρό, που άλλωστε αποκλείστηκαν κι όλοι οι δρόμοι;
Έβαλε λοιπόν νερό στο κρασί του. Έπρεπε να εξευμενίσει τη χήρα. Θυμήθηκε και τη γαϊδουριά του. Τίποτε δεν έδωσε, πράγματι, σ' αυτή τη γυναίκα και τα ορφανά της από τα τόσα είδη που ήρθαν στην κοινότητα και που μόνο ο ίδιος τα διαχειριζότανε.
-Τέλος πάντων Κυριακούλα, δίκαιο έχεις. Στείλε μου αύριο έναν άνθρωπο σου και θα σου δώσω ότι δικαιούσαι, είπε συγκαταβατικά. Είχε κοκκινίσει. Κι από τον εκνευρισμό του κάθισε μηχανικά στο ντιβάνι.
Γύρω απλώθηκε νεκρική σιωπή. Είπαμε, όλοι, ότι όλα έληξαν καλά. Ο Βούλγαρος αξιωματούχος ταπεινώθηκε, υποχώρησε, έβαλε κάτω τον εγωισμό του, παραδέχτηκε το λάθος του και η μάννα μου, πολύ φυσιολογικά, θα έβαζε, κι αυτή, νερό στο κρασί της. Αλλά κανείς δεν ήξερε καλά την αντάρτισσα κόρη του Θεπεφτή Καγιά. Η μάννα μου δεν ενέδωσε. Γύριζε, σαν μαινόμενη τίγρη, από το δωμάτιο στη βεράντα κι από τη βεράντα στο δωμάτιο. Και ξαφνικά ξέσπασε.
-Όχι, όχι, όχι. Δεν θέλω τίποτε από τους Βουλγάρους. Θα περάσω όπως πέρασα και μέχρι τώρα. Και χωρίς αυτά. Πού θα πάει όμως, όπου νάναι θα ελευθερωθούμε και τότε θα τα έχουμε όλα. Και ζάχαρη και πετρέλαιο και σαπούνι κι ότι θέλει η ψυχή μας...
Ο κατοχικός πρόεδρος πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο. Άφρισε, αγρίεψε. Πήγε να τραβήξει το μπιστόλι του, μετάνιωσε. Αλλά έβγαζε άγριες κραυγές κι αφρούς απ’ το στόμα του. Ήταν σαν ένα επικίνδυνο λαβωμένο θηρίο.
-Α, Ελλάντα. Ελλάντα πέθανε. Εδώ είναι Μπουλγκάρια. Μεγάλη Μπουλγκάρια...
Και γύρισε απότομα κι έφυγε φουρτουνιασμένος και κουνώντας χέρια και πόδια απειλητικά.
Γι' αυτό κι η μάννα μας, μέρες τώρα, μας απαγορεύει να βγούμε ακόμη και στην αυλή.-Δεν θα βγείτε έξω. Ούτε και στην αυλή. Θα παίζετε πάνω στο χαγιάτι. Στο ισόγειο θα πηγαίνετε μόνο από την εσωτερική σκάλα.
Κι αυτό κάναμε. Δεν τολμούσαμε να παρακούσουμε. Η μάννα μας δεν αστειεύονταν και δεν χαρίζονταν σε κανένα. Έριχνε άγριο ξύλο. Έτσι το χιόνι σκέπασε την αυλή μας, στόλισε τις διπλομανταλωμένες αμπάρες κι έμεινε απάτητο και παρθένο σε όλο το άγριο γραφικό μεγαλείο του, ως το μοιραίο εκείνο βράδυ.
Η μάννα μας ήταν φορτωμένη δουλειά. Τη μέρα έραβε τα ρούχα των βλάχων και των χωρικών και τη νύχτα, με χαμηλωμένη λάμπα, έραβε τα σαγιάκια και τις κάπες και τα δίκοχα των ανταρτών. Τις βραδινές και προχωρημένες ώρες κατέβαιναν οι αντάρτες στο χωριό κι έμπαιναν στο σπίτι μας. Άλλους έπαιρνε τα μέτρα κι άλλους τους έκανε πρόβα. Οι Βούλγαροι χωροφύλακες κι ο πρόεδρος κάτι μυρίστηκαν, αλλά δεν τολμούσαν να παρέμβουν. Πώς να τα βάλλεις πέρα με τους νυχτερινούς διαβόλους; Έτσι ανέχονταν, μη θέλοντας, την κατάσταση, ενώ από μέσα τους έβραζαν γεμάτοι οργή και μίσος κατά της χήρας.
Όμως αυτή την παγερή νύχτα, παραμονή των Χριστουγέννων, παρά τα δεινά και τις έγνοιες της, η μάννα μας κρατούσε, έστω κι επίπλαστα, αποθέματα αγάπης και τρυφερότητας. Για μας τα μικρά και την ελληνική παράδοση. Δυνατή γυναίκα κι άτρομη, πάλευε με μύριες δυσκολίες. Άντρας και γυναίκα μαζί και τα κατάφερνε περίφημα. Οι πελάτες, της έφερναν την αμοιβή της σε είδος. Οι βλάχοι τη δική τους κτηνοτροφική παραγωγή. Οι χωρικοί τα δημητριακά και τα όσπρια. Ο Θεός βοηθούσε κι όλα πήγαιναν καλά.
-Μάννα να βγάλουμε τον κουκαρά, είπα εγώ από νωρίς το πρωί.
-Όχι αγόρι μου. Το βράδυ που θα κοιμηθείς θα φύγει μοναχός του.
Εκείνο το ανθρωπόμορφο κατασκεύασμα, ο κρεμυδάνθρωπος, με τις αιχμηρές αγκίδες γύρω τριγύρω του, ο οποίος φύλαγε δεσποτικά το απαραβίαστο της εικοσαήμερης νηστείας των Χριστουγέννων με τρομοκρατούσε. Καραδοκούσε, εκεί ψηλά στην πόρτα, άγριος και σιωπηλός, έτοιμος να πλήξει τον κάθε παραβάτη. Μου ήταν πολύ ασυμπαθής ο κουκαράς, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες της νηστείας. Στη θέα του ένιωθες έναν αόρατο φόβο ανάμεικτα με σεβασμό. Η ματιά του με ακολουθούσε και διαπερνούσε το σώμα μου όποτε διέσχιζα το δρόμο προς την κουζίνα. Εδώ ήταν αποθηκευμένο το ολόπαχο γιαούρτι μέσα σε πήλινο δοχείο. Αν δεν υπήρχε ο φόβος του κουκαρά θα χάλαγα τη νηστεία. Θα βούταγα το χέρι μου στο γιαούρτι και στο πιθάρι με τον καβουρμά κι ότι ήθελε ας γίνει.
Έβλεπα κι όνειρα στενάχωρα. Στον ύπνο αισθανόμουνα την ανάγκη να γίνω παραβάτης. Να δρασκελίσω το κατώφλι της κουζίνας και να βουτήξω στους πειρασμούς. Όμως πάντα την τελευταία στιγμή, ένας ασχημοκουκαράς μου άρπαζε τη μπουκιά από το στόμα.
Το βράδυ έφτανε, αργά αλλά σταθερά. Εμείς τα παιδιά, οι δυο αδελφές μου κι εγώ, ζούσαμε με τις χαρές της αυριανής μέρας. Δεν περιμέναμε βέβαια να αλλάξουνε και πολλά πράγματα στη ζωή και τη διατροφή μας. Δεν θα άλλαζε το τοπίο στο σπίτι. Τα αγριοπούλια εξοικειωμένα θα ήταν καθισμένα στη σειρά πάνω στα καδρόνια του χαγιατιού. Στο ισόγειο θα παίζαμε, όπως πάντα, με τις ήμερες κοτούλες που πηδάγανε στις φούχτες μας και τρώγανε μέσα από τα χέρια μας. Το ίδιο, θα τσακωνόμαστε ποιος θα πιάσει την καλλίτερη θέση πλάι στο ζεστό μαγκάλι.
Οι διαφοροποιήσεις που περιμέναμε σε σχέση με το καθημερινό φαγητό, δεν ήταν μεγάλες. Βέβαια λίγο καλλίτερο γεύμα και κρέας που το στερηθήκαμε. Και ίσως κάποια έκπληξη της μαμάς. Συνήθως πάντα κάτι μας ετοίμαζε χρονιάρες μέρες, από ότι θυμάμαι. Χειροποίητα παιχνίδια από τα επιδέξια κι άξια χέρια της. Τα δούλευε κρυφά τις μακρινές χειμωνιάτικες νύχτες καθώς εμείς κοιμόμαστε από νωρίς.
Κι όπως πέρασαν τα χρόνια, αναλογίζομαι. Αλήθεια δεν της έφταναν της κακομοίρας οι τόσες βιοτικές φροντίδες κι έγνοιες και νοιάζονταν τόσο πολύ και για την ψυχαγωγία και την ευτυχία μας;
Τα παιχνίδια ήταν, κάθε φορά, πρωτότυπα και κομψά. Ήταν ευρηματική κι άξια κατασκευάστρια. Τα χεράκια της καλλιτεχνικά κι επιδέξια, καλόγουστη και με φινέτσα τεχνίτη, ζωντάνευε το πρόσωπο της κούκλας με φυσικά χρώματα κι έδινε υπόσταση στο άψυχο σώμα με τη γραφική ενδυμασία και τα πεστεμπάλια. Οι κούκλες των κοριτσιών ήταν τόσο κομψές που έλεγες πως ήταν έτοιμες να σου μιλήσουν.
Είμαστε ένα χωριό απομονωμένο από τον άλλο κόσμο. Απλωμένο στην πλαγιά και τον κάμπο σε υψόμετρο σχεδόν εφτακοσίων μέτρων. Ένα χωριό απρόσιτο από το πολύ χιόνι. Μόνο οι καπνοδόχοι του χωριού μαρτυρούσαν ότι εκεί ζούσαν άνθρωποι και ότι εκεί υπήρχε ζωή. Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα. Ο Αη Γιώργης μας και πάλι δεν θα λειτουργήσει. Η καμπάνα της εκκλησίας του δεν θα χτυπήσει χαρμόσυνα κι ο παγερός Δεκέμβρης θα νεκρώσει, για άλλη μια χρονιά, την καρδιά μας.
Το σπίτι μας, βρίσκεται στο έμπα του χωριού. Απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο από την εκκλησία και την κοινότητα, την αστυνομία και το κατάκλειστο σχολείο. Φέτος θα πήγαινα φυσιολογικά στη δεύτερη τάξη. Απέναντί μας, σε απόσταση εκατό μέτρων είναι δυο άλλα παλιά τουρκόσπιτα. Του Μπάρμπα-Γιώργη και του Χατζήμπεη. Τα άλλα σπίτια είναι μακριά, είναι απομακρυσμένα και χαμένα σένα ανεμοδαρμένο κατάλευκο ωκεανό. Η παιδική μου φαντασία οργίαζε καθώς πλησίαζε η μαγική νύχτα των Χριστουγέννων. Για την Άγια Μέρα είχα πληροφορίες μόνο από τη μαμά μου και τα μεγάλα παιδιά.
Τη νύχτα υψώθηκε μεγάλη χιονοθύελλα η οποία σάρωσε και σκέπασε όλη την περιοχή. Συναισθανόμουν την έλευση του Θεανθρώπου μέσα στη μυστηριακή βραδιά μένα ρίγος να με διαπερνά. Ύστερα ξυπνούσε μέσα μου ο ανικανοποίητος πόθος της ελευθερίας με όλα τα αγαθά και τη μεγαλοπρέπειά της και βούλιαζα πάλι μέσα στο έρεβος της κατοχικής σκλαβιάς των Βουλγάρων κι ο πόνος της ανελευθερίας έσταζε φαρμάκι στην καρδιά μου. Αλήθεια, θα ερχόταν απόψε ο Χριστός ο οποίος ευαγγελίστηκε την ελευθερία, την ισότητα, την ανθρωπιά και την ειρήνη σε όλη τη γη; Θα ξεπερνούσε τα τόσα εμπόδια και θα έφτανε και στο μακρινό Σιδηρόνερο; Την αμφιβολία μου μετέφερα στην μάννα μου. Αιφνιδιάστηκε από την ωριμότητά μου. Πήγε να βουρκώσει, κόμπιασε, αλλά σύντομα συνήλθε. Με χάιδεψε και μου είπε.
-Και βέβαια θάρθει ο Χριστούλης στο χωριό μας αγόρι μου. Κι ίσως μας φέρει και τη λευτεριά με όλα τα αγαθά της. Άσπρα ψωμιά, ζαχαρωτά και παιχνίδια κι όλα τα καλά της γης.
Αυτά είπε και βγήκε στο χαγιάτι, έξω στο κρύο και το σκοτάδι, σαν κυνηγημένη. Κι ίσως και βουρκωμένη. Έτσι μου φάνηκε.
Όμως εμείς τα παιδιά, συνολικά, νοιώθαμε ευτυχισμένα μέσα στη φτώχια μας. Άλλωστε τα όνειρά μας περιορίζονταν στο χάσικο ψωμί και τις πολύχρωμες καραμέλες Τίποτε άλλο δεν ποθούσαμε. Και δεν γνωρίζαμε, άλλωστε, τι άλλο καλλίτερο να υπήρχε. Κι όπως το τζάκι και τα μάλλινα στρωσίδια αποπνέανε γλυκιά θαλπωρή. Και αποκοιμηθήκαμε.
Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμασταν. Δεν έμαθα ποτέ πια ώρα πεταχτήκαμε από το κρεβάτι. Ρολόι στο σπίτι μας δεν είχαμε. Η μαμά μου ξυπνούσε με το δεύτερο λάλημα του πετεινού. Εμείς μόνο όταν μας τραβούσε τα πόδια ή μας γαργαλούσε τις πατούσες σηκωνόμαστε. Σίγουρα όμως ήτανε περασμένα μεσάνυχτα. Εγώ από τότε που χάθηκε ο μπαμπάς, κοιμάμαι στον καναπέ, πλάι στο παράθυρο. Κάτω ακριβώς είναι η ξυλόσκαλα που φέρνει στο χαγιάτι. Και τις πιο πολλές φορές, λαγοκοιμάμαι. Σημάδι των καιρών.
Τα αφύσικα γεγονότα, τα οποία έπληξαν το σπιτικό μας, ο βίαιος θάνατος του πατέρα, η πολύχρονη σκλαβιά, ο περιορισμός της κυκλοφορίας, ο εκδικητικός φόβος του προέδρου, οι ελλείψεις τροφίμων και οι αντάρτες των βουνών που μπαινόβγαιναν με τα οπλοπολυβόλα και τα σταυρωτά τσαπράζια στο σπίτι μας, με μεγάλωσαν πρόωρα. Ένοιωθα άντρας με υποχρεώσεις. Θεωρούσα ότι ήμουν υποχρεωμένος να προστατέψω τις γυναίκες, αφού έλειψε κι ο προστάτης του σπιτικού μας. Ήμουν ο μόνος αρσενικός ανάμεσα σε τρεις γυναίκες. Κι ας ήμουνα μόνο επτά χρονών.
Απόψε ξύπνησα από ένα θόρυβο στην αυλή. Κάποιοι σπρώχνουν την αυλόπορτα. Και βρίζουν και φωνασκούν. Πετάχτηκα πάνω και τράβηξα την κουρτίνα. Τρεις μαύρες σκιές διέσχιζαν την αυλή μας βουλιάζοντας στο χιόνι. Έρχονται προς τη σκάλα. Τρίζουν τα βήματά τους καθώς ανεβαίνουν. Φτάνουν στην μπαλκονόπορτα που οδηγεί στο χαγιάτι. Βροντούν την πόρτα. Τρέχω έξω. Η μάννα μου ήταν ήδη στο πόδι. Με τράβηξε κοντά της. Ένοιωσα την αγωνιώδη ανάσα της πάνω μου. Αλλά η ματιά της είχε μια κοφτερή αποφασιστικότητα. Είχε πια καταλάβει. Οι μεταμεσονύχτιοι επισκέπτες ήταν βαλτοί Βούλγαροι στρατιώτες. Τους είχανε στείλει στο σπίτι μας. Και κανείς δεν ξέρει με ποιο σκοπό και πού θα έφταναν. Το άδικο έγινε ρομφαία στην καρδιά της. Πήρε τη δύναμη της μάνας που υπερασπίζεται τα όσια του σπιτιού της. Όπως η κλώσα τα πουλάκια της. Όπως η λύκαινα τα μωρά της. Θα θυσιαστεί για την τιμή της, για την ασφάλεια των παιδιών και του σπιτικού της.
-Ποιοι είστε τέτοια ώρα και τι θέλετε στο σπίτι μου, φώναξε άγρια.
Μια βαριά φωνή με παραφθαρμένα ελληνικά απάντησε.
-Ανοίξτε μας. Θέλουμε να μας δώσεις ένα δωμάτιο να κοιμηθούμε απόψε.
Η μητέρα μου κατέβασε τον τόνο.
-Εδώ είναι σπίτι, δεν είναι πανδοχείο. Να πάτε στην κοινότητα ή στην αστυνομία να σας φροντίσουν.
Οι στρατιώτες όμως, φαίνεται, εκτελούσαν αποστολή και δεν έλεγαν να αποχωρήσουν. Βροντούσαν την πόρτα και προσπαθούσαν να την παραβιάσουν. Η μάννα μου ξέσπασε.
-Φύγετε από το σπίτι μου. Ενοχλείτε μια γυναίκα με τρία ανήλικα παιδιά ώρα απαγορευμένη. Ύστερα σήκωσε και τις αδελφές μου και μας έβαλε να αρχίσουμε τα κλάματα και τις φωνές.
Οι Βούλγαροι στρατιώτες αγρίεψαν κι άρχισαν να σπρώχνουν την πόρτα. Τα πράγματα γινότανε όλο και πιο δύσκολα καθώς η πόρτα δεν θα αργούσε να υποχωρήσει στη δύναμη των τριών μεθυσμένων ανδρών. Οι Βούλγαροι στρατιωτικοί αξίωναν να τους περιποιηθούμε και να τους κοιμίσουμε με το δικαίωμα του κατακτητή γι' αυτό και οι βουλγάρικες βρισιές που ξεστόμισαν έκοβαν την παγωνιά της νύχτας κι επιδείνωναν τη χιονοθύελλα. Η μάννα μου κι εμείς πέσαμε πάνω στην πόρτα και την κρατούσαμε φωνάζοντας και κλαίγοντας. Σπρώχνανε αυτοί, κρατούσαμε εμείς. Οι τσιρίδες μας έσκιζαν τη νύχτα κι έφταναν μακριά. Άρχισε να ξυπνά το χωριό. Η μάννα μου, στην απόγνωσή της, τους απείλησε.
-Αύριο θα πάω στη διοίκηση του Μπόροβου (Ποταμών) και θα σας καταγγείλω. Άθεοι. Ανήμερα Χριστούγεννα και τρομοκρατείτε μια ανήμπορη γυναίκα με τρία παιδιά ορφανά.
Αυτό ήταν. Σε λίγο η πίεση σταμάτησε. Κάτι είπαν μεταξύ τους. Ξανά έβρισαν βουλγάρικα
-Τα έμπα μάματι, τα έμπα... Και οπισθοχώρησαν. Η πέτρινη καρδιά τους λύγισε ή ο φόβος φυλάγει τα έρημα;
Άρχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες. Κι όπως αναπάντεχα παρουσιάστηκαν μέσα στη νύχτα έτσι και χάθηκαν μέσα στη θύελλα.
Εκείνο το βράδυ μάτι δεν κλείσαμε. Περιμέναμε με αγωνία να ξημερώσει. Φοβόμασταν μήπως και ξαναγυρίσουν πίσω οι επιδρομείς. Αλλά κι οι δυο απέναντι γείτονές μας τρομοκρατήθηκαν και ξεσηκώθηκαν. Ο Χατζή-μπέης ανέβηκε στο ταβάνι του σπιτιού του κι από το φόβο του τα έκανε πάνω του. Είχε πιστέψει ότι οι Βούλγαροι ήρθαν το βράδυ εκείνο κι έσφαξαν την Κυριακούλα και τα παιδιά της και πως θα συνέχιζαν τη σφαγή και με αυτούς. Οι άγριες κραυγές της μάνας και οι δικές μας, ο οχετός των Βουλγάρων υβριστών και η νεκρική σιωπή που ακολούθησε, έδινε την εντύπωση για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν εύρισκαν άλλη εξήγηση. Άλλωστε η χήρα ήταν και προγραμμένη από τους Βουλγάρους. Το ήξεραν όλοι στο χωριό. Ύστερα ήταν και κοινό μυστικό ότι έραβε κατά συρροή, χρόνια, τους αντάρτες. Και οι Βούλγαροι δεν της το συγχωρέσαν ποτέ. Και τώρα, μετά τη σφαγή της χήρας, τι θα ακολουθήσει; Όλοι φοβόντουσαν για τις ζωές τους. Και έτρεμαν όλη τη νύχτα, ο Μπάρμπα-Γιώργης κι ο Χατζή-μπέης, που ήταν και κοντά μας.
Δεκέμβρης του 1943 και ξημέρωσαν τα Χριστούγεννα. Πολύ κρύο. Το χιόνι λες και σαβάνωσε όλο το χωριό. Στο σπιτικό της χήρας βαριά είναι η ατμόσφαιρα. Όλοι είμαστε φοβισμένοι και ξαγρυπνισμένοι. Κουρνιάσαμε στην αγκαλιά της μητέρας μας. Η χαρά και η ελπίδα για χαρούμενα Χριστούγεννα σβήστηκε δια παντός από τα παιδικά μας πρόσωπα. Όμως μέσα στην ψυχή μας νοιώθαμε λεύτερα και δυνατά. Αντισταθήκαμε και διώξαμε τους τους επιδρομείς Βουλγάρους. Νικήσαμε τους εχθρούς μας, έστω και με τα κλάματα μας.
Πρωί. Κάτω από το μπαλκόνι μας, στο δρόμο, πηγαινοέρχονται Βούλγαροι χωροφύλακες. Συμπτωματικά; Για εκφοβισμό; Ποιος ξέρει; Όμως εμείς, τώρα πια, δεν νοιαζόμαστε γι' αυτούς. Δεν έχουμε πια φόβο στην καρδιά μας. Έσπασε ο φόβος μέσα μας. Αισθανόμαστε λεύτεροι πια. Κάποια δύναμη, έξω απ' τα ανθρώπινα, φώλιασε στην ψυχή μας κι έδιωξε τους φόβους και τις αναστολές μας.
Όμως τα κατοχικά Χριστούγεννα του 1943 ήταν τόσο ξένα, τόσο παγερά, για όλο το χωριό. Λες και οι κατοχικοί αντίχριστοι έκοψαν το δρόμο του Θεανθρώπου για το ορεινό Σιδηρόνερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου