Το ηφαίστειο που μάζευε τη δύναμή του σαν το κακό σπυρί
ξέσπασε ένα πρωί
κι όλη μέρα ξερνούσε στάχτη
μέχρι που γέμισε το τόπο στάχτες και ησύχασε .
ξέσπασε ένα πρωί
κι όλη μέρα ξερνούσε στάχτη
μέχρι που γέμισε το τόπο στάχτες και ησύχασε .
Την άλλη μέρα βγήκε o ήλιος ο παντοτινός ,γκρίζος .
βγήκαν κι οι άνθρωποι και κοίταζαν και κοιταζόντουσαν.
βγήκαν κι οι άνθρωποι και κοίταζαν και κοιταζόντουσαν.
Κι ήταν οι δρόμοι ποτάμια στάχτης
κι όσα δε σκέπασαν οι στάχτες γκρίζα κι αυτά
κι οι άνθρωποι σταχτιοί και τα μάτια των ανθρώπων γκρίζα
και ο αέρας σάπιος , βαρύς , όπως μέσα στα βαθιά πηγάδια
και ήχος κανείς
και όλα ακίνητα , κι ούτε πουλί πετούμενο .
κι όσα δε σκέπασαν οι στάχτες γκρίζα κι αυτά
κι οι άνθρωποι σταχτιοί και τα μάτια των ανθρώπων γκρίζα
και ο αέρας σάπιος , βαρύς , όπως μέσα στα βαθιά πηγάδια
και ήχος κανείς
και όλα ακίνητα , κι ούτε πουλί πετούμενο .
Κι οι φωνές τους δεν πήγαιναν μακριά
έπεφταν κοντά , σαν πέτρες στον βαρύ αέρα.
και περίεργα ζώα , που οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ούτε τ όνομά τους
που ήταν κρυμμένα;
να έρπουν και να χαράζουν δρόμους στο συνεχές γκρίζο.
έπεφταν κοντά , σαν πέτρες στον βαρύ αέρα.
και περίεργα ζώα , που οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ούτε τ όνομά τους
που ήταν κρυμμένα;
να έρπουν και να χαράζουν δρόμους στο συνεχές γκρίζο.
Και μετά έπιασε τους ανθρώπους μια μανία να καθαρίσουν τον τόπο
να καθαρίσουν τα ρούχα τους και τα σώματά τους από το γκρίζο.
να καθαρίσουν τα ρούχα τους και τα σώματά τους από το γκρίζο.
Μα ήταν το ίδιο το φώς γκρίζο .
κι απελπίστηκαν και ησυχάσανε
κι απόμειναν να κοιτάζουν τον καινούργιο τόπο άφωνοι.
κι απελπίστηκαν και ησυχάσανε
κι απόμειναν να κοιτάζουν τον καινούργιο τόπο άφωνοι.
Μέχρι που νύχτωσε και βγήκε το φεγγάρι και φώτισε απόκοσμα
Το Αλλόκοτο , και την Σιωπή.
Το Αλλόκοτο , και την Σιωπή.
Και άρχισε να σέρνεται στις στάχτες το μεγάλο φίδι
που πάντα έλεγαν πως δεν υπάρχει.
που πάντα έλεγαν πως δεν υπάρχει.
Και ιδού οι άνθρωποι ,επιτέλους ήσυχοι, επιτέλους ειρηνικοί
χορτασμένοι από το απόκοσμο και το γκρίζο , κοιμήθηκαν.
και ζήτησα εξηγήσεις
και έρχεται ο ποιητής που γράφει
την Μεγάλη Γεωμετρία των Παθών
και γελούσε.
χορτασμένοι από το απόκοσμο και το γκρίζο , κοιμήθηκαν.
και ζήτησα εξηγήσεις
και έρχεται ο ποιητής που γράφει
την Μεγάλη Γεωμετρία των Παθών
και γελούσε.
Δες μου λέει
ειρήνεψαν τα κύμβαλα τα αλαλάζοντα
και τα χάχανα των χρωμάτων
κ έπαψαν τα όργανα των ήχων
και των ανέμων οι ψίθυροι.
Και ιδού ο όφις ο αρχαίος ο αλαζών
και τα ακατανόμαστα ,φανερά και τετραχειλισμένα.
Και ιδού οι άνθρωποι ειρηνικοί
οτι κατοικούν επιτέλους
σε τούτο τον τόπο που άλλος δεν είναι
παρά οι ακατοίκητες ψυχές τους.
ειρήνεψαν τα κύμβαλα τα αλαλάζοντα
και τα χάχανα των χρωμάτων
κ έπαψαν τα όργανα των ήχων
και των ανέμων οι ψίθυροι.
Και ιδού ο όφις ο αρχαίος ο αλαζών
και τα ακατανόμαστα ,φανερά και τετραχειλισμένα.
Και ιδού οι άνθρωποι ειρηνικοί
οτι κατοικούν επιτέλους
σε τούτο τον τόπο που άλλος δεν είναι
παρά οι ακατοίκητες ψυχές τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου