Μ’ αυτά τα ψεύτικα δάκρυα
θα σκουπίσω την ασχήμια μου.
Όσο κι αν λέω πως δε φοβάμαι…
Κι όταν λυπόμουν,
πάντα περνούσε δίπλα μου ένα παραμύθι
κι ακουμπούσα, μέχρι να φύγει αυτός ο δράκος.
Ποτέ δεν ξάπλωσα ήσυχη το μεσημέρι.
Μου τραβούσε το μανίκι η συνείδηση.
Θυμάσαι εκείνη την πεταλούδα
που στάθηκε στο βάθος της παλάμης μου;
Ήταν την ώρα που αργοσβήνανε τα φώτα.
Η πόλη κοιμόταν
κι εγώ ξυπνούσα για να μάθω να πετάω.
Τραγουδούσα
κι η Ηχώ μου έπαιζε με λύρα τον δικό της ουρανό.
Εσύ έκλεινες τ’ αυτιά σου,
για να ακούσεις εκείνο το άστρο,
που δάκρυζε στο τέλος του ορίζοντα.
Ναι, Νικόλα, το χτύπημα στον ώμο, ήταν ασπίδα για το αύριο. Έγινε αηδόνι. Ακολουθούσε τα βήματά μου κι ύστερα χανόταν ανάμεσα στο πρώτο φως. Καλημέρα τότε είπα στο σκοτάδι, ψάχνοντας αυτήν την παιδική καμάρα να με οδηγήσει εκεί, στο ατέλειωτο περιβόλι της αλήθειας.
Θυμάσαι; Με ένα κοίταγμα τρέχαμε, δίχως να ξέρουμε που, γιατί… Απλά πηγαίναμε. Αυτό μας ένοιαζε. Έπειτα, κουραζόμασταν από ευδαιμονία και ξαπλώναμε ανάμεσα στις ολόχρυσες ανεμώνες.
Κλείναμε τα μάτια κρατώντας σφιχτά τα χέρια και μας έλουζε ο ήλιος. Ονειρευόμασταν τα μελλοντικά μας πουλιά. Εσύ, μου είπες, ήθελες να γίνεις αϊτός. Πού να βρίσκεσαι άραγε; Εγώ, δε θυμάμαι, μάλλον περιστέρι.
Τότε, άφησα την πεταλούδα ελεύθερη. Θυμάσαι; Μου υποσχέθηκε, πως θα με περιμένει μέχρι να σηκωθώ. Εσύ γελούσες, μα εγώ ήξερα πως ήταν αλήθεια.
Από τότε, δεν ανοίξαμε ξανά τα μάτια.
Μόνο πετούσαμε…
_
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου