Σελίδες

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Ο έρωτας της ψυχής ~Στέλλα Βρακά~


Στα ακέραια νερά της Σιωπής
στο προνόμιο της αυτογνωσίας
που αναζητά, την εσχατιά του παραδείσου
το λυτρωτικό απαγορευμένο
δοκιμάζει την αντοχή της ψυχής
σαν την τοποθετεί, στην φωτιά της καρδιάς.
Η μεγάλη αρχή
η τελική ερμηνεία
ο έρωτας που αναπνέει
ατον πρώτο ήλιο
μα και στον έσχατο.
Η θάλασσά του, αρχέγονη μουσική.
Η στεριά του, η γη της Εδέμ.
Ο αέρας του, ωδή στις ευλογημένες στιγμές
των Αλληλούια.
Μυροφόρα εποχή, η δική του,
το πεπρωμένο του, νικά τον θάνατο.
Κι όλα τα χάδια τ' Ουρανού,
δικά του!

ΤΟ ΔΑΚΡΥ / Ανδρέας Διγενής


Εξαφανίζω,
τα ματωμένα ίχνη των δακρύων
με δύναμη περίσσια.
Προσπαθώ,
τα βουρκωμένα μάτια
να μην δείξω....
Τούτα όμως δεν κρύβονται
....μήτε αυτά που κλάψαν,
μήτε ‘κείνα που θα κλάψουν !
Πόνος και θλίψη
το πρόσωπο αυλακώνουν !
-Κι αυτοί που την ψυχή ξεχάσαν ;
-Ούτε το κλάμα βλέπουν
κι ούτε θωρούν την λύπη !
Ανδρέας Διγενής
(το Πέταγμα του Γλάρου)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης


.
Δεν ερμηνεύω τα θαύματα Του που ανέβλεψα 
για μύρια ψωμιά, γιατρεμένους παράλυτους -
στην αύρα Του ήμουν παρούσα, δεν δειλίαζα 
(ο Ιωάννης στον Κήπο κρύφτηκε με σεντόνι,
ο Πέτρος έσκυβε να μην τον αναγνωρίζουν) -
εμένα με διέσυραν άγνωστοι, νέοι και γέροι,
ότι τάχα τους πουλούσα κορμί ν’ αγοράζω 
μύρο για μένα και τον Κύριο. Το αγόρασα 
μα πουλώντας πλεκτά μου σε νομάδες,
.
ναι, το άπλωσα στ’ άσπιλα πόδια Του,
όπως τώρα απλώνω τα μαλλιά μου χάδι
στα πόδια Του που αιμορροούν στον σταυρό
.
στου ξύλου τη βάση γερμένη, κλαίω βουβά,
κλείνουν τα μάτια μου, δεν βλέπω στρατιώτες
ή μαύρα νέφη ή τον Ναό - τον ακούω να σκίζεται - 
θωρώ με την άκρη του ματιού τα μαλλιά μου μόνο:
ανεβαίνουν και σφουγγίζουν τις πέντε πληγές Του, 
και αιθέρια ανέρχονται μαζί Του στα ουράνια 
.
χωρίς φτερούγες, χωρίς αίμα, χωρίς…
.

.
Από την Ποιητική Συλλογή ‘ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ’, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, Αθήνα, 2019

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Τα αγάλματα και οι ψυχές: Ποιητική Συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη εκδοθείσα το έτος 2016 από τις εκδόσεις: Καστανιώτη

ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ ΕΑΥΤΟΙ
Για τους παλαιότερους εαυτούς μας
λένε οι φωτογραφίες
πως υπήρξαμε εμείς.
Ασπρόμαυρο το μέλλον
των υπολοίπων εαυτών μας
συνεχιστών του έγχρωμου παρελθόντος.
Η αλήθεια της φωτογραφίας
δεν απαιτεί μάτι εξειδικευμένο.
ΑΙΩΝΙΟΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
Αν δεν μπορείς να αγγίξεις το ολόγιομο φεγγάρι
άφησε εκείνο να σε αγγίξει.
Γνωρίζει
καθώς είναι μόνιμος φίλος
των αιωνίως περαστικών.
Μάταιες οι προσπάθειες μονοπώλησης.
Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Αν η ερημιά είχε φωνή
θα ακουγόταν η απελπισία.
Οι κραυγές δεν βγάζουν ήχο απαραίτητα.

Βαγγέλης Χρόνης (μικρή αναφορά)

Ο Βαγγέλης Χρόνης είναι Έλληνας ποιητής και γεννήθηκε στην Ξάνθη. 
Είναι μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου του Ιδρύματος Ι. Σ. Λάτση και πρόεδρος του Ιδρύματος Ομογενών εξ Αλβανίας

Έργα του:

(2018)Το αρχαίο κεραμίδι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2016)Ένα χωνάκι θλίψη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2016)Τα αγάλματα και οι ψυχές, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2014)Η ευθύνη του Μαΐου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010)Ένα χωνάκι θλίψη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008)Youth in Hades, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005)Νέοι στον Άδη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1999)Ο σύμμαχος χρόνος, Στοχαστής

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

ΠΡΟΣΜΟΝΗ ... / Τσελεπίδης Τηλέμαχος




Σιωπή ...
Και κάπου φευγαλέα μια φωνή
και μια ψευδαίσθηση, γέννημα της ελπίδας.
Κι ύστερα πάλι τίποτα
και μόνο σιωπή, απέραντο σάβανο.
Κι οι καμινάδες της ζωής στις πόλεις
θα καπνίζουν
και στα σαλόνια τα πάρτι
τα ίδια πάντα ...
Και η νύχτα πέφτει πιο βαριά κι ασήκωτη,
σου κόβει την ανάσα της ψυχής ...
            *                                                                                                                      
Η ζήση σ’ έφερε στο διάβα της εδώ,
άγνωστε οδοιπόρε,
στο κύλισμα της ράχης.
Κι έμεινες αιχμάλωτος στην αγκαλιά
της πλαγιάς,
ανήμπορος ξωπίσω να γυρίσεις.
            *
Μόνη σου ελπίδα η λύτρωση απ’ την τύχη
που όμως τη νόθευσε το αγριοκαίρι.
Το ξεροβόρι έστρωσε πάνω σου βαρύ
παγόχιονο.
Γλυκός ύπνος θανάτου σου κλέβει
τις αισθήσεις
κι ας κοχλάζει μέσα σου η ζωή,
κάπου δοσμένη με αγάπη.
            *
Στου βουνού τη ράχη
πνίγηκε η στράτα,
παλλεύκιασε η φύση.
Ένα μέτρο το χιόνι ...
            *
Κι ήρθε η νύχτα κι η μοναξιά
             κι ήρθε ο τρόμος κι η βραχνάδα
και θα σταματήσουν οι αισθήσεις ...


ΦΥΓΕ, ΜΑ ΜΕΙΝΕ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ... / Τσελεπίδης Τηλέμαχος





 Κι έγειρες το κεφάλι σου στους ώμους μου απάνω
 κι αγάπης λόγια μου έλεγες μ’ ανείπωτη χαρά
 και φως και χρώμα σκόρπισες στο μαύρο μου χειμώνα
 κι η ποθοπλάνα σου Άνοιξη μου φύτρωσε φτερά.
                        *          
Ήρθες σαν ένα όνειρο στην άχαρη ερημιά μου
σαν οπτασία ανέλπιστης ρομαντικής βραδιάς
και ρόδισε η ζωή με μιας και σκίρτησε η καρδιά μου
σαν ώριο δένδρο πάνανθης Γενάρη μυγδαλιάς.
                        *          
Θέλω να μείνεις, αν μπορείς κι ότι όμορφο να ζήσεις,
τις Άνοιξες που χάσαμε και πόθησες να βρεις
κι ίσως στα χρόνια που θα ‘ρθουν κι  εμε να συνηθίσεις,
χρυσόθρονη Αφροδίτη μου, μείνε, αν το μπορείς ...
                        *          
Μα, αν θες να φύγεις, μην αργείς, φιδόμαλλη σειρήνα,
δεν είναι παιχνίδι η φωτιά που μ’ άδραξε  σφιχτά
και πυρπολεί το είναι μου και την ανημποριά μου.
Φύγε, μα φύγε τώρα, όσο είναι νωρίς ...
Γιατί η φωλιά όταν χτιστεί  δεν τη χαλάει κανείς.  

ΣΤΟ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΗΡΩΑ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος


«Οι μεγάλες στιγμές ενός λαού δεν
είναι, φυσικά, πολλές. Κι είναι 
καθήκον όλων των πολιτών να τις    τιμούν, να τις θυμούνται και να σεμνύνονται γι’ αυτές, ώστε, να ενδυναμώνετε το Έθνος από την απεραντοσύνη τους.»




ΣΤΟ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΗΡΩΑ

Εσένα, τώρα, θυμάμαι ηρωικό παλικάρι του ’40,
λοχία του Π9, αφανή μαχητή, φύλακα κι ηγέτη του Μπέλλες.
Εσένα και τους επικούς συντρόφους σου
στο απόρθητο σκυρόδετό σας κάστρο,
·         την ώρα που απομείνατε από εφόδια.
            *
Εσένα λοχία ανώνυμε, αετέ του  ’40
που ο εχθρός στη θέα σου, αυθόρμητα,
σου έσφιξε το χέρι σε στάση προσοχής.
Κι όμως, τη μυθική σου ανδρεία φθόνησε,
κι όντας μικρόψυχος και βάρβαρος,
την ολύμπια λεβεντιά σου σώριασε στο χώμα.
            *
Εσένα ήρωα, καμάρι και δόξα της Πατρίδας,
πρόφραγμα της Ελλάδας στα ακροβούνια της,
γροθιά ατσάλινη στις σιδηρόφραχτες ορδές του Γ’ Ράιχ.
Λοχία ανώνυμε, σ’ αναζητώ στις Πολιτείας τις μνήμες
και δεν σε βρίσκω ...
            *
Τώρα,
στη ροδαυγή της λευτεριάς  μας,
απόβλητος από της ιστορίας  τις χρυσές σελίδες,
άγνωστος κι απολησμονημένος...
            *
Κι  εγώ χλωμός, με θλίψη απέραντη,
σκύβω ευλαβικά, λοχία του Π9,
 δάφνες στη μνήμη σου σμιλεύω τους λίγους στίχους
τούτους, λοχία αθάνατε,  για αιώνια  μνημοσύνη ...


ΕΛΠΙΔΑ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος


«Όσοι δεν έχουν όνειρα κι ελπίδες πεθαίνουν από θλίψη»


ΕΛΠΙΔΑ

Κι αν η ψυχούλα σου
πληρώθηκε με οδύνες
δε χάθηκε η χαρά για σένα ακόμα.
*
Ας το παράθυρο ανοιχτό
λιόχαρο στην  ελπίδα,
υπάρχει, πάντα, Κτίστης
να σου χτίσει τη γαλήνη.



«Οι μεγάλες στιγμές ενός λαού δεν
είναι, φυσικά, πολλές. Κι είναι 
καθήκον όλων των πολιτών να τις    τιμούν, να τις θυμούνται και να σεμνύνονται γι’ αυτές, ώστε, να ενδυναμώνετε το Έθνος από την απεραντοσύνη τους.»

ΜΑΝΑ΄/ Τσελεπίδης Τηλέμαχος




Μάνα μου καλομάνα μου και μαυρομαντηλούσα
Που μούφυγες κι ορφάνεψε το σπίτι κι η ζωή μας.
Μάνα, πατέρας κι αδελφός, παρηγοριά κι ελπίδα
Μάνα, αέναη πηγή ζωής, δροσόνερη ηλιαχτίδα
Μάνα μου, γλυκιά μου μάνα…
*
Μάνα τα βάρη σήκωνες σε χαλεπούς καιρούς
Και ζέσταινε η αγάπη σου τα παιδικά μας χρόνια
Τι κατοχές περάσαμε. Τι φτώχεια. Τι στερήσεις.
Τι εφιάλτες τα κρύα βράδια μας, τι άγχος, πόση λύπη.
Κι εσύ μια απέραντη αγκαλιά. μια αστείρευτη αγάπη…
*
Μάνα μου χρυσομάνα μου, σε έχασα κι έχω θλίψη.
Νοστάλγησα τις ώρες μας, βράδια στο παραγώνι
Νοστάλγησα το γέλιο σου, τις τρυφερές στιγμές σου
Κι ένοιωθα, μες την φτώχεια μου, απέραντη χαρά.
*
Μου λείπεις τόσο μάνα μου στις δύσκολές μου ώρες
Τις νύχτες μου σε αναπολώ, στις μοναξιές σε θέλω
Στα χερσοτόπια της ζωής, μούλειψαν τα φτερά σου
Ήσουν για μένα ταστροφώς, στ΄ αδιέξοδά μου η ελπίδα
Μάνα μου, γλυκιά μου μάνα…
*
Κι είναι η οδύνη μου βαθιά καθώς σε συλλογιέμαι
Μα έχω και πίστη πως θαρθείς, σαν άνεμος μια μέρα
Στο σπίτι μας, που αγάπησες, και σαγαπούσαν όλοι
Τα σύδενδρα κι οι μυρσινιές τριαντάφυλλα και σχίνα
*
Κι άμποτε νάρθεις, αν μπορείς, έλα και πάλι φύγε,
Να ξαναθίσουν τα όνειρα, ζείδωρο να πνεύσει αγέρι
Να πρασινίσουν οι πλαγιές να πισωστρέψει η ειρήνη
Να  λιγοστέψουν οι καημοί να αποχαθούν τα μίση
Στων τραγουδιών τον απόηχο του νοσολύτη Βάκχου.

ΗΘΕΛΑ ΝΑΣΟΥΝΑ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος



Ήθελα να σουνα,
σε μια δροσάτη ακρογιαλιά
σε μια βαρκούλα ακουμπισμένη...
             *
Ήθελα να σουνα
σένα κεντράκι αγαπητό
και συντροφιά μου, αγαπημένη...
            *
Κι ήθελα να έβλεπες
το κύμα που κυλάει μ΄ αφρούς
τους γλάρους που βουτούν στη σκάλα,
            *
Κι ήθελα να έβλεπες
στο πέλαγο πέρα το μουντό
τα τρεχαντήρια τα μεγάλα...

ΝΥΧΤΟΒΙΟΙ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος



Κι εσείς
ανέμελοι της νύχτας στρατολάτες
που τη γαλήνη όλων μας συντρίψατε
με μια χαρά επιφανειακή στα χείλη,
άρρωστοι εραστές και πλανεμένοι,
που πάτε;
         
Κόπου σα φτάσετε απόνυχτοι,
θα φτύσετε το χτες
κι απόξενοι
του γυρισμού το δρόμο δε θα βρείτε,
γιατί, είστε δέσμιοι
στο σήμερα και το αύριο από χτες ...
         *
Κι εκεί θα μείνετε
παντοτινά ...
Ανήμποροι και άβουλοι
της νύχτας
οι νυχτόβιοι αστρολάτρες ...

ΕΜΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΜΕ / Τσελεπίδης Τηλέμαχος



(Αφιερώνεται στους Δραμινούς, 
άξιους απόγονους των Ηδωνών Θρακών)


Γιατί
από Εμένα, έως Εσένα, 
συντοπίτη Αδελφέ,
των Οθωμανών, ο ατέλειωτος ραγιαδισμός,
χάσμα αγεφύρωτο, έχει γίνει…

Γιατί,
Τι έφταιξε;
Ποιος θα μας πει,
Ποιος ξέρει...

Γιατί ,
Δεν ξύπνησαν οι ευαίσθητες χορδές σου ακόμα
Κι  ας βίωσες μια λευτεριά ενενήντα χρόνων!
Μήπως προσπέρασε η ζωή και δεν την είδες;
Μήπως οι  Άνοιξες, π’ ολάνθιζαν, δεν σ' άγγιξαν ακόμη;

Έλα, στοχάσου,
Κι αλάργεψε1, ξεπέζεψε απ' το χτες κι οπλίσου θάρρος.
Αρματώσου. Κι ας πορευτούμε αντάμα λεύτεροι
κι ομόγνωμοι, μακεδονομάχοι Έλληνες αγωνιστές.
Κι ως Έλληνες ας πάμε μπρος, όπως τότε, όλο εμπρός.

Έλα κι ομόδρομοι,
Σε κορφοβούνια  ιερά ν' ανηφορήσουμε,
Το νοσολύτη2 Διόνυσο, σε μια σπηλιά, να βρούμε,
Κι εκεί στου Πάγγαιου, τις ολόλευκες κορφές,
Στο άντρο του θείου Βορέα, να βρεθούμε.

Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά,
Με άρπες και με σάλπιγγες, τις Μούσες και το Θάμυρι,
Σε μουσικό αγώνα, μ’ εγγυητή το Θείο Απόλλωνα, να δούμε,
πάνω σε πλαγιές ζωγραφιστές να ξεθαρρέψουμε,
με Νύμφες και Υάδες3 θεϊκές, να πλανηθούμε.

Έλα,
Με αιθέριες οπτασίες νεραϊδόκορμες,
Στο γέλιο, στο παιχνίδι, να ριχτούμε, 
Και ξέγνοιαστοι  κι απόκοσμοι κι αδάμαστοι,
Τις ομορφιές του Νύσηιου4 όρους  να γευτούμε.

Έλα, Αδελφέ μου,
Ρωμιέ της Δράμα, ραγιά ανονήρευτε5,
Κι ο ήλιος καμπυλόγυρε στη δύση.
Λίγος ο χρόνος μας απόμεινε
κι  η νύχτα θα σκεπάσει την άγρια φύση.

Έλα μαζί μου στο Καρμάνιο όρος να ανεβούμε,
Στα γνώριμα του Ορφέα τα πλατώματα,
Θεία αρμονία ν' απλωθεί απ' άκρη σ' άκρη,
Δρυάδες να μας ραίνουν μ' αγριολούλουδα
Δροσόνερο χαράς, στα μάτια μας, το δάκρυ.

Έλα, Αδελφέ μου,
λεύτερος πια από βολές, καβάλα στο ταχύ φαρί6 σου
Τους πλανερούς στην καταφρόνια σου άφησε,
Κι ολόχαρος στυλώσου, βροντοφώναξε.
«Εγώ δε λύγισα, δεν κιότεψα,  σε 548 χρόνια
Οθωμανών και Βούλγαρων ασήκωτη δουλεία»

Πέρασες, ξέρω,
δύσκολους καιρούς. Χρόνια πικρά. Σκληρή σκλαβιά.
Πόνους αβάσταχτους βία και πλέρια περιφρόνια.
Όμως, θεά η ελπίδα σου κι ως πάντα, νείρεσαι7
Την αίγλη των αετών, δροσοπλαγιές κι αλώνια.

Έλα, λοιπόν, θεριέψου,
Ρίζωσε στων επικών προγόνων τ' ακρολίθαρα
Κι ας πέσανε στην κεφαλή σου άσπρα χιόνια.
τη χώρα τη χρυσόχυτη, του Ρήσου  ανάστησε
του Ηδωνού Λυκούργου την ανδρεία την αιώνια.

Κι έλα, συντοπίτη Δραμινέ,
σμίλεψε γιους και καλοκόρες, όπως τότε και προχώρα
και των προγόνων, δρέψε νέες δόξες νικηφόρα.
Θάρρεψες πια… Κι αγέρωχος, περήφανος κι αντρείος,
Κι αφίλιωτος με τον καιρό, γίνε ξεχωριστός και τώρα.
                                           Τηλέμαχος Τσελεπίδης

(Από την ανέκδοτη συλλογή («Δραμινές ευαισθησίες»)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. αλάργεψε=απομακρύνσου
2.νοσολύτης Διόνυσος=λύσε τα προβλήματά σου με το κρασί της λησμονιάς του θεού Διόνυσου.
3.Υάδες=Νύμφες των νερών και των  πηγών, θυγατέρες του Άτλαντα και της Αίθρας. Ονομάζονται και Νυσσαίες και διατέλεσαν τροφοί του θεού Διονύσου. Ο αριθμός τους ποικίλει ανάλογα με τους αρχαίους μυθολόγους.
4.Νήσηιο= το αρχαίο Ομηρικό όνομα του όρους Φαλακρού της Δράμας που αναφέρεται κι από τους τραγικούς ποιητές και λοιπούς αρχαίους συγγραφείς. Ονομάζονταν επίσης παλαιότερα  Καρμάνιο και μετά Παγγαίο, τη Βυζαντινή περίοδο Εγριαζόν Κασταγνιά, την Οθωμανική εποχή  Μποζ Δάγ κι από τους ραγιάδες έλληνες της περιοχής, σε μετάφραση του τούρκικου, Φαλακρό.
5.ανονήρευτε=Δραμινέ που σου έλειψαν τα όνειρα και η δημιουργικότητα που πάντα είχες.
6. φαρί= άλογο των πάντα έφιππων Ηδωνών Θρακών
7. νείρεσαι= ονειρεύεσαι, είσαι από τη φύση σου ονειροπόλος

ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ / Γιώργος Αλεξανδρής



Σημάδευε η ανατολή κορφές κι αγνάντια,
σμίλευε πλαγιές κι αλώνια,ζέσταινε λημέρια
κι όσο σκαρφάλωνε ο ήλιος τ' ουρανού
και παιχνίδιζε με χρώματα και σκιές,
ο Δρίσκος,δαψίλευε ασπασμούς στο Μιτσικέλι.

Αγέρι ομορφοχτένιζε δεντροσειρές και λόγγους,
σεργιάνισε αλαφροπάτητο στου Κάστρου τα σοκάκια,
κανάκεψε γλυκόλογα στο ταπεινό Νησάκι
κι αφού σιγοψιθύρισε φιλιώματα της λίμνης,
στο σπήλαιο, στο Πέραμα, καρτέρεψε την ηχώ του.

Κι η πόλη, αστροχάιδευτη στην αγκαλιά της λίμνης,
ξυπνούσε αυτάρεσκα μες στην αχλύ των θρύλων,
αρχόντισσα στις μνήμες της κυρά στις παραδόσεις
και κορφολογούσε στου ήλιου τα ματοτσίνορα
της νιόφερτης αυγής τις ανάσες, τη βιάση της ημέρας.

Κι εκεί στον Μώλο π' άνοιγε ο ουρανός τις αυλές του,
στη λίμνη που στραφτάλιζαν οι ομορφιές του κόσμου,
οι φλογισμένες τους ψυχές στήσανε πανήγυρη γιορτάσι,
στο φλοίσβο αντηχήσανε οι χτύποι της καρδιάς τους
και κίναε η ζωή φωτιά στης γης το χοροστάσι.

Με τρεμάμενα χέρια, λόγια λειψά και μάτια σκιαγμένα,
πλάταιναν τους ορίζοντες το "σ' αγαπώ" να χωρέσουν,
ψηλό φτερούγισμα ψυχής, απάντημα  μοιρογραμμένο
χωρίς προσδοκίες και ενοχές,δίχως στοιχειώματα και φόβους,
μαρτύριο λυτρωτικό για τ' όνειρο που κούρσευαν αντάμα.

Ημέρα του άντρα / Χειμωνάκος Ιωάννης



Ο άντρας ο πολλά βαρύς,
ασίκης και ντελικανής,
που όλους τους πλακώνει
και δεν το μετανοιώνει,
με το φακιόλι το καρώ
και το ματάκι το γλαρό,
πλένει και σφουγγαρίζει
κι’ ανέμελα σφυρίζει.

Κοίτα πώς καταντήσαμε,
τους χαλινούς αφήσαμε,
σηκώσαμε τα χέρια
ψηλά,μέχρι τ’ αστέρια.

Τον αντρισμό μας χάσαμε,
όλοι μας τον ντροπιάσαμε,
το ασθενές το φύλο 
μάς γκρέμισε το θρύλο
και από πάνω βρέθηκαν
αφού όλες συνδέθηκαν
σε μία συμμαχία
σαν μια ταξιαρχία,
γεμάτη λοκατζήδες,
εμείς φιγουρατζήδες,
από στρατάρχες γίναμε
ευνούχοι και παχύναμε,
μας πήρανε φαλλάγγι,
μπήκανε και οι πάγκοι,
μας δώσανε και το κουπί
χωρίς κανείς μας να ντραπεί,
ερέτες στη γαλέρα,
χωρίς ή με τη βέρα.

Πούσαι μανούλα να με δείς και να με καμαρώσεις
και με τα δυό χεράκια σου,σφαλιάρες να μου δώσεις.

Χειμωνάκος Ιωάννης (βιογραφικό)

Γεννήθηκε  το 1954. Το 1972 εισέρχεται στην τότε Α.Σ.Ο.& Ε.Ε.
Απόφοιτος επίσης της Μέσης Κρατικής Επαγγελματικής Σχολής Εμπορικών Αντιπροσώπων Εισαγωγών-Εξαγωγών.Σπούδασε επίσης μουσική (Ειδικό Μέρος Αρμονίας) στο Εθνικό Ωδείο.
Πρωτοπαρουσιάστηκε στα Ελληνικά Γράμματα το 2014 όπου και βραβεύθηκε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”.
Ασχολείται με την Ιστορική Έρευνα και την συγγραφή ιστορικών βιβλίων.

Βιβλία:

Αυτοί που σου αξίζουν /2018/ Εκδόσεις Όστρια

Τους είδες να σε κλέβουνε / Χειμωνάκος Ιωάννης



Τους είδες να σε κλέβουνε
κι’ ακόμα τους στηρίζεις,
βλέπεις ! σε κοροϊδεύουνε,
εσύ πάς,τους ψηφίζεις.

Σαν το παγόνι φούσκωσαν
να σ’ εντυπωσιάσουν,
τα φράγκα σου χερούκλωσαν
κι’ ακόμα να χορτάσουν.

Εσύ μικρός,ανήμπορος,χωρίς υπερηφάνεια,
πηγαίνεις, γλύφεις καψερέ,κάθε λογής τσογλάνια

Σκέψου μικρέ,ανόητε,αυτούς που κολιαντρίζεις,
το μέλλον και την τύχη σου,εσύ τ’ αποφασίζεις.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Παζλ πολύχρωμο / Ιωαννάτου Ελένη



Αυτή η Γη χωράει όλο τον κόσμο.
Όλες τις ηλιαχτίδες.
Όλες τις βροχές.
Μάνα ανάδοχος.
Μεγάλη η αγκαλιά της.

Χαμόγελα, δάκρυα.
Χαρά, λύπη.
Φθόνος, στοργή.
Αγάπη, μίσος.
Όλα.

Συνταιριασμένα σε ένα παζλ.
Πολύχρωμο, μοναδικό.
Όπως οι χώρες,
τα ρούχα,
οι άνθρωποι,
οι ψυχές.

Αλβανία, Ελλάδα, Αφρική…
Πόλεμος, Ειρήνη.
Καλό, κακό.
Εγώ μαύρος.
Εσύ λευκός.
Το χρώμα σου είναι…
Είσαι…
Τι χρώμα έχει όμως η καρδιά σου;
Λένε, κόκκινη.

Τρύπες στην τσέπη, άλλος στο μυαλό.
Παλάμες καθάριες, φωτεινές.
Άλλες λερωμένες, σκοτεινές.

Στροβιλίζεται ο γαλαξίας.
Γεμίζει ρωγμές.
Μαύρα λουλούδια ξεπηδούν
απ’ τις σκιές τους.
Νερό και χώμα
απ’ την ψυχή τους.
Πέλματα λευκά φτερά αγγέλων
πατούν τα λουλούδια τους.

Κλείνουν οι ρωγμές.
Ανοίγουν όμως άλλες.
Πιστοί στης αντοχής τα σκαλοπάτια.
Λάβετε θέσεις!

Αυτή η Γη χωράει όλο τον κόσμο.
Επόμενη περιστροφή.