ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Την είδε από μακριά.
Δυο χέρια μόνο
με κλονισμένη
αξιοπρέπεια .
Πάντα με την ίδια
ευγένεια
κι ένα παράπονο
μετέωρο
που χάνονταν στων
ματιών της
την παράξενη λίμνη
ΟΠΤΑΣΙΕΣ
Συγκρατώντας τα
δάκρυά του
γύρισε το βλέμμα
στις πεδιάδες των
ταξιδιών
που τρέχουν
πάντα αντίθετα
και χάνονται.
ΕΚΣΤΑΣΗ
Άγγιζε τις
όχθες
των ανάλαφρων
βηματισμών.
Εκεί που το
φως,
αντιμάχονταν
τη νύχτα,
με ατέλειωτες πομπές,
από δαυλούς
και μουσικές παράξενες.
Εκεί που η
δύναμη
του ανέμου,
διασταύρωνε τα
ρεύματα
στη δίνη του
νερού.
Ήταν η ώρα που
πρότεινε τα
θεϊκά της
στήθη
κι αναδύθηκε.
ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ
Άκουσε
φτερουγίσματα
πουλιών.
Πουλιά που
πέταξαν απ’ τα δέντρα
περνώντας
ξαφνικά
μπροστά του.
Όπως οι
παιδικοί
φίλοι, όταν
του σκέπαζαν
τα μάτια
για να τον ξαφνιάζουν.
Και χάθηκαν!
Με τους
γνώριμους
σχηματισμούς
στους δρόμους
της αποδημίας.
Κι έπειτα
γονάτισε,
κοιτάζοντας
τους μακρινούς
καθρέφτες τ’ ουρανού.
ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΕΡΗΜΟΥ
Οι εκτάσεις
της ερήμου μοιάζουν
στους
ωκεανούς.
Απέραντοι
ορίζοντες
και οι λόφοι
τα κύματά τους.
Μιας χρυσαφένιας μοναξιάς
ατέλειωτη
ακτή.
Της άμμου
σημάδια ελαφρά·
βήματα
γυναικών με μάτια πύρινα.
Κι όταν οι
θύελλες
ξεσπούν,
αχνοφέγγουν
μακριά,
λίμνες
καθάριου νερού.
Παράδεισοι μες
το γυμνό τους
ψέμα.
ΜΑΚΡΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Την είδα να με
κοιτά από την όχθη
ενός μακρινού
καλοκαιριού.
Κι εγώ,
ευαίσθητος στους
κυματισμούς
—στο ρίγος μιας
ιδιαίτερης ισορροπίας —
ένιωσα τους φάρους του κόσμου
να περιστρέφονται.
Γνώρισα τη θεϊκή
τους λάμψη.
ΤΟ
ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ
Πίστεψα πως
έχει
πολλούς
ορίζοντες η ζωή.
Κι έτρεχα να
φέρω πρώτος
το
αγριολούλουδο που ζήτησες.
Ακόμη και τώρα
βλέπω τη σκιά
κάτω απ’ τα
βλέφαρά σου.
Την αγαπημένη σου μορφή.
Ποια χέρια
άραγε μπορούν να χαράξουν
τη μοναξιά των
κοραλλιών;
Ποιοι άνεμοι
ικέτες σβήνουν τη μορφή σου;
Κι εκείνο το δώρο
που ποτές δε δέχτηκες…
ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ
ΣΦΥΡΙΓΜΑ
Όταν οι δέσμες
από αχνό φως,
πλαγιάσουν
πάνω στη σκιερή
επιφάνεια των
πεύκων.
Και σύννεφα χρυσά
τρέξουν στις βουνοκορφές.
Όταν το
σκοτάδι θα καταργεί
τη λάμψη του
ορίζοντα
με ιριδισμούς
παράξενους.
Πάντα ένα
καράβι
θα γλιστρά απ’
το λιμάνι
χωρίς
αποχαιρετισμούς.
Χωρίς δάκρυα.
Μόνο με το
δικό του
σφύριγμα.
Το τόσο
γνώριμο σε μένα!
ΣΕΡΡΑ
Ένιωσε το
σφυγμό της γης
πάνω στο βαρύ
του πέλμα.
Καθώς το
δοξάρι μάτωνε
την τρίχορδη
λύρα,
θυμήθηκε τη
μάνα
και τον πατέρα
του.
Κι
ανασηκώθηκε!
Στης μνήμης τ’
απρόσιτα ύψη.
Και μ’ ένα
χορό γιγάντιο
άγγιζε το
πονεμένο στήθος
των εξόριστων
βηματισμών
ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Διευρύνοντας
τα όριά μου
ξέφυγα από τις
γραμμές
που με
κλείνουν.
Ταξίδεψα
πέρα από
ορίζοντες βλάσφημους
που σβήνουν τη
ζωή
μακριά από
τόπους
πλάκες που
τους σκεπάζουν
θλιβερές του
γρανίτη.
Σ’ ό,τι
διασώζει,
σ’ ό,τι με
κατανοεί,
σε νέους και
λαμπρούς κυματισμούς,
χώρο κέρδισα
για να υπάρξω.
Διαβάζοντάς τα ένοιωσα την ανάγκη να μπω μέσα στη δίνη τους ψάχνοντας ένα κομμάτι μου. ΥΠΕΡΟΧΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή